Του Διογένη Λόππα
Πριν από λίγο καιρό, ο mainstream αρθρογράφος του προοδευτικού χώρου, Θανάσης Καρτερός, έκανε λόγο για την ανάγκη βίαιης ωρίμανσης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.
Άσχετα αν η παραπάνω διαπίστωση βρίσκει κάποιον σύμφωνο ή όχι, έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη. Δηλαδή, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο Καρτερός είχε δίκιο, η οριστική απάντηση στην έκκλησή του, δόθηκε στη συνέντευξη Κασσελάκη στην ΕΡΤ.
Αν κάποιος παρακολουθήσει την πρώτη δημόσια παρέμβαση Κασσελάκη στον Πάνο Χαρίτο, που περίπου τον κονιορτοποίησε και στη συνέχεια παρακολουθήσει τη συνέντευξη στον Γιώργο Κουβαρά, μπορεί να απολαύσει τη μετεξέλιξη ενός σχεδόν απολιτίκ influencer σε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Χωρίς πολλά λόγια, κατά γενική ομολογία και αναλύοντας αντικειμενικά, ο Κασσελάκης της ΕΡΤ ήταν μεστός, βαθύτατα πολιτικός και εξαιρετικά διαβασμένος. Άσχετα με τη γνώμη που κάποιος μπορεί να έχει σχηματίσει για τον άνδρα, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ο ρυθμός με τον οποίο μαθαίνει και προσαρμόζεται στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας, είναι καταιγιστικός.
Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε ένα άλμα, ήδη από τη συνέντευξη στον Χατζηνικολάου, ξαφνιάζοντας τους συνομιλητές του, θέτοντας ως στόχο του κόμματος την πρωτιά στις ευρωεκλογές.
Η τολμηρή αυτή κίνηση αντιμετώπισε ανάμικτα συναισθήματα: Από ειρωνεία ανάμεσα στο payroll της Φαμίλιας, μέχρι συγκατάβαση σε πιο ανθεκτικά ακροατήρια.
Προσωπικά, ξαφνιάστηκα επίσης. Όταν πιάνομαι μπούφος, όταν δηλαδή κάτι με ξεπερνάει, έχω την τάση να απευθύνω ερώτημα σε ανθρώπους που έχω μάθει να σέβομαι για την ορθή τους κρίση.
Οι απαντήσεις που πήρα ήταν εξίσου διφορούμενες. Κάποιος μου εξήγησε ότι πρόκειται για κλασική χαρτοπαικτική κίνηση υψηλού ρίσκου, με στόχευση να μοχλεύσει δυναμικές που λιμνάζουν λόγω της πολιτικής κυριαρχίας Μητσοτάκη.
Κάποιος άλλος αντέτεινε ότι το φαινόμενο Κασσελάκη έχει δύο διαφορετικές εκφάνσεις, από τη μία πρόκειται για έναν εξαιρετικά ιδιοφυή άνθρωπο που έχει την ικανότητα να βλέπει μπροστά από τις εξελίξεις και από την άλλη συμβουλεύεται ειδικούς στην επικοινωνία και τη στρατηγική κατά πολύ σημαντικότερους από αυτούς με τους οποίους έχουμε μάθει τα τελευταία χρόνια να συνυπάρχουμε στην Ελλάδα.
Αυτή η ενδιαφέρουσα πολιτική ανάλυση που ξεπερνάει κατά πολύ την γκρίζα τρέχουσα πραγματικότητα και τις καταθλιπτικές δημοσκοπικές επιδόσεις συνολικά της προοδευτικής παράταξης, εστιάζει σε κάποια ιδιαίτερα εντυπωσιακά ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναδύονται μέσα από τις υπάρχουσες έρευνες της κοινής γνώμης.
Πρώτα από όλα είναι η σημαντική φθορά της κυβέρνησης, η οποία δείχνει εντελώς παράλυτη μπροστά σε κορυφαίας έντασης κοινωνικά προβλήματα, όπως η ακρίβεια.
Δεύτερον είναι η λύτρωση της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία σταμάτησε τον κατήφορο και έδωσε σημάδια αφενός σταθεροποίησης και αφετέρου ανοίγματος καθαρά πολιτικής ατζέντας, η οποία ευνοεί ξεκάθαρα τον προοδευτικό χώρο. Δηλαδή εκεί που η κοινή γνώμη βομβαρδίζονταν καθημερινά με τις χολές των διασπαστών, ξαφνικά λαμβάνει αντί αυτών, εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις, που αναγκαστικά αναδύονται σε κάθε δημόσια εμφάνιση Συριζαίου, ελλείψει αριστερίστικου κουτσομπολιού.
Τρίτον και πιο σημαντικό, φαίνεται πολύ καθαρά και είναι κάτι που αναμένεται στο επόμενο κύμα δημοσκοπήσεων, ότι στο δυναμικό χώρο της κεντροαριστεράς, έχουμε ένα ΠΑΣΟΚ που παραμένει πεισματικά στάσιμο για πολλούς ποιοτικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, μικρότερους σχηματισμούς που παραμένουν αρνητικοί σε συνεργασίες και ερμητικά κλεισμένοι σε παρωχημένες ιδεολογίες και στον αντίποδα ένα και μοναδικό κόμμα το οποίο πιστεύει και προωθεί αντιδεξιές συνεργασίες.
‘Όπως εξηγούν οι πολιτικοί επιστήμονες, είναι μοιραίο ο χώρος εκείνος που εμφανίζεται ανεκτικός, πολυσυλλεκτικός και συνεργατικός, να προσελκύσει τελικά τις μάζες των κεντροαριστερών αναποφάσιστων, ενός ποσοστού που είναι κυριολεκτικά εξωπραγματικά μεγάλο για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης.
Την ίδια ώρα, οι κασσελακικοί ”Γκρίνμπεργκ”, στοχεύουν σε δύο πολύ συγκεκριμένες πολιτικές παραδοχές:
Πρώτον ότι μακροπρόθεσμα ο πραγματικός αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε οι ισχνοί έτεροι κεντροαριστεροί σχηματισμοί, ούτε οι σαθρές συνιστώσες που συντηρούν τη Φαμίλια στην εξουσία. Ο σοβαρός πολιτικός αντίπαλος είναι μια γενικότερη ευρωπαϊκή στροφή της κοινής γνώμης στις ακροδεξιές θέσεις, ειδικότερα στο μεταναστευτικό και στο ουκρανικό.
Δεύτερον, η πρόσφατη αποστασία όχι μόνο δεν φέρνει μεσοπρόθεσμη ζημία στο κόμμα, αλλά μάλλον του προσφέρει εξαιρετικές ευκαιρίες ανάκαμψης.
Αυτός είναι και ο λόγος που, αν παρατηρήσατε, η κεντρική γραμμή των Συριζαίων είναι από τη μία πλευρά οι καθαρές απαντήσεις στις ακροδεξιές υστερίες και από την άλλη η στυγνή αναφορά σε ένα απροσδιόριστο ”παρελθόν” σε ότι έχει να κάνει με την αποστασία. Καμία αναφορά, καμία ανάλυση, κανένα ενδιαφέρον.
Εν κατακλείδι, η πολιτική στρατηγική που ακολουθεί πιστά ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, στοχεύει πραγματικά σε καθαρή νίκη στις ευρωεκλογές. Αν αυτό σήμερα μοιάζει ουτοπικό, συγκρινόμενο με τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, η πραγματικότητα διαφέρει. Διαφέρει ως προς τις συγκεκριμένες δυναμικές που εμφανίζει το εκλογικό σώμα.
Αυτές έχουν να κάνουν με το οριστικό κλείσιμο του κύκλου της εσωστρέφειας, με τη φθορά της κυβέρνησης σε συνδυασμό με την καθολική γελοιοποίηση της στην προσπάθειά της να νομοθετήσει στοιχειώδεις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και βέβαια με την αδυναμία της υπόλοιπης αντιπολίτευσης να εμφανιστεί ως κυβερνητική εναλλακτική.
Κοινώς, είναι πια φανερό ότι οι δυναμικές των υπόλοιπων κομμάτων έπιασαν ταβάνι. Ούτε το ΚΚΕ, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε οι αποστάτες μπόρεσαν να κερδίσουν κάτι περισσότερο από μερικά δέκατα από τη χειρότερη στιγμή στην πτώση του ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς, από εδώ και πέρα, το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι η αποκατάσταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σταδιακά στα ποσοστά της και η διόρθωση των όποιων κερδών είχαν οι υπόλοιπες δυνάμεις.
Αν θέλετε και την δική μου σεμνή προσωπική εκτίμηση, συμβαίνει ξεκάθαρα και αυτό το οποίο έγραψε ο δικός μας Νίκος Τσαγρής στο φινάλε του άρθρου του της εβδομάδας αυτής, ότι δηλαδή «κάθε αλήθεια περνά από τρία στάδια: Πρώτα γελοιοποιείται, έπειτα δέχεται βίαιη κριτική και τρίτον γίνεται αποδεκτή ως αυτονόητη.»
Δεν θα μπορούσε να το έχει θέσει περισσότερο εύστοχα, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ του Κασσελάκη πέρασε πράγματι και από μια συντονισμένη προσπάθεια γελοιοποίησης, ύστερα από μια βίαιη κριτική, για να φτάσει πια, μετά και τη συνέντευξη Κασσελάκη στην ΕΡΤ, να γίνει κάτι αποδεκτό ως αυτονόητο.
Για όσους ακόμα επιμένουν στα δύο πρώτα στάδια, θα συνιστούσα αρχικά ψυχραιμία και στη συνέχεια μια αντιστροφή της έκκλησης Καρτερού. Αν δηλαδή ο Κασσελάκης είχε ανάγκη από μια βίαιη ωρίμανση, οι επίμονοι επικριτές του έχουν πια ανάγκη από μια βίαιη προσγείωση στην πολιτική πραγματικότητα.