Ο πόλεμος ως Γεωπολιτική Ισχύς, Οικονομική Αντοχή και Πολιτικοκοινωνική Συνοχή στον 21ο Αιώνα 

Του Σωκράτη Αργύρη 

«Ἔστιν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ πλέον, ἀλλὰ δαπάνης.» – Θουκυδίδης
[Το πλεονέκτημα στον πόλεμο δεν το δίνουν τα όπλα, αλλά τα χρήματα που δαπανώνται]

Η σύγχρονη σύγκρουση στον 21ο αιώνα αναδεικνύεται ως ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, το οποίο υπερβαίνει τα παραδοσιακά στρατιωτικά όρια και διαπλέκεται στενά με τη γεωπολιτική ισχύ, την οικονομική ανθεκτικότητα και την πολιτικοκοινωνική συνοχή των κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη απόφαση του ΝΑΤΟ να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών στο 5% του ΑΕΠ αντανακλά την αυξανόμενη ανάγκη για στρατηγική ετοιμότητα απέναντι σε ένα ολοένα πιο ρευστό και απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον.

Ωστόσο, γεννώνται εύλογοι προβληματισμοί ως προς το κατά πόσο μια τόσο φιλόδοξη πολιτική πρόβλεψη λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις μακροοικονομικές επιπτώσεις για τις εθνικές οικονομίες, καθώς και τις πιθανές πολιτικοκοινωνικές αναταράξεις που μπορεί να προκαλέσει. Οι συνέπειες αυτές δύνανται να επηρεάσουν όχι μόνο την εσωτερική συνοχή των κρατών, αλλά και την ευρύτερη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος.

Η απόφαση για αύξηση των δαπανών στο 5% του ετήσιου ΑΕΠ μεταφράζεται σε περίπου 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε συνολικές αμυντικές δαπάνες, γεγονός που προμηνύει μια ριζική αναδιαμόρφωση του γεωστρατηγικού συσχετισμού δυνάμεων — ιδίως έναντι των κύριων ανταγωνιστών της Συμμαχίας, της Κίνας και της Ρωσίας.

Η οικονομική βάση της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από αυτή των γεωπολιτικών της αντιπάλων. Με συνολικό ΑΕΠ άνω των 56 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, το ΝΑΤΟ μπορεί, έστω και με εσωτερικές αποκλίσεις, να υποστηρίξει σταθερές και διατηρήσιμες αυξήσεις στις αμυντικές του δαπάνες χωρίς να υπονομεύσει την ευρύτερη μακροοικονομική του σταθερότητα. Η Ρωσία, με ΑΕΠ που μόλις υπερβαίνει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια και ήδη δυσανάλογα υψηλές στρατιωτικές δαπάνες, θα αντιμετώπιζε σοβαρές πιέσεις, τόσο σε επίπεδο παραγωγικών δυνατοτήτων όσο και σε κοινωνικό κόστος. Η Κίνα, αν και μεγαλύτερη οικονομία, θα έπρεπε να αναδιανείμει σημαντικούς πόρους από άλλους στρατηγικούς τομείς — όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η τεχνολογική αυτονομία και η πράσινη μετάβαση — προς τις ένοπλες δυνάμεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εσωτερική της ανάπτυξη.

Η εκτόξευση των αμυντικών δαπανών σε επίπεδα 5% του ΑΕΠ δεν είναι αμελητέα από μακροοικονομική σκοπιά. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου το δημόσιο χρέος βρίσκεται ήδη σε υψηλά επίπεδα, η αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών θα μπορούσε να ενισχύσει τον πληθωρισμό μέσω της αύξησης της συνολικής ζήτησης. Επιπλέον, σε περιβάλλον ήδη πιεσμένων αγορών εργασίας και ενέργειας, η διοχέτευση τεράστιων πόρων στον στρατιωτικό τομέα θα μπορούσε να λειτουργήσει πληθωριστικά, αυξάνοντας τις τιμές εισροών, μεταφορών και πρώτων υλών. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως ο πληθωρισμός που προκαλείται από δημόσιες δαπάνες τείνει να είναι πιο σταδιακός, ιδίως όταν πρόκειται για βιομηχανικές επενδύσεις υψηλής έντασης κεφαλαίου, όπως αυτές της αμυντικής βιομηχανίας.

Πέραν όμως των τεχνικών επιπτώσεων, ανακύπτει ένα ουσιώδες πολιτικοκοινωνικό ερώτημα: κατά πόσο μπορεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία να συντηρήσει μακροχρόνια στρατιωτικές δαπάνες τέτοιας κλίμακας χωρίς να υπονομεύσει κοινωνικές υπηρεσίες, εισοδηματική ισότητα και εσωτερική συνοχή. Η εμπειρία του 20ού αιώνα δείχνει ότι η μονοδιάστατη κατανομή κρατικών πόρων προς την αμυντική βιομηχανία, εις βάρος του κοινωνικού κράτους, δημιουργεί εντάσεις και φθορά του πολιτικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάλογες στρατηγικές επιλογές οδήγησαν, εν μέρει, στην κοινωνική και πολιτική κατάρρευση των χωρών του σοσιαλιστικού μπλοκ. Η υπερπροσπάθεια να διατηρηθεί μια αμυντική υπεροχή χωρίς την αντίστοιχη παραγωγική και κοινωνική βάση, κατέληξε σε αποδιοργάνωση των εσωτερικών δομών, διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου και, τελικώς, πολιτική αστάθεια.

Αντίθετα, οι πληθωριστικές πιέσεις στην Κίνα και τη Ρωσία ενδέχεται να είναι εντονότερες και πιο αποσταθεροποιητικές. Στη Ρωσία, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών εντός ενός ήδη περιορισμένου και ρηχού οικονομικού πλαισίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω υποτίμηση του νομίσματος, αύξηση των επιτοκίων και επιδείνωση του κόστους ζωής. Η εσωτερική κατανάλωση, ήδη επιβαρυμένη από κυρώσεις και δομικές αδυναμίες, θα δεχόταν νέο πλήγμα.

 Η Κίνα, αν και πιο ανθεκτική, δεν είναι απρόσβλητη. Μια αναγκαστική επιτάχυνση των αμυντικών δαπανών, ιδίως εάν αυτή συνοδευτεί από περιορισμούς σε εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας (π.χ. από ΗΠΑ ή Ε.Ε.), θα μπορούσε να πιέσει τις τιμές εγχώριων πρώτων υλών και να εντείνει τις ενδογενείς αποπληθωριστικές δυνάμεις που ήδη αντιμετωπίζει, οδηγώντας σε νομισματικές στρεβλώσεις.

Η αύξηση των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ αποτελεί ένα σενάριο με τεράστιες γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Από στρατηγική άποψη, εδραιώνει την απόλυτη υπεροχή της Συμμαχίας έναντι των ανταγωνιστών της. Από οικονομική άποψη, δημιουργεί συνθήκες έντονης δημοσιονομικής κινητικότητας και διακριτών πληθωριστικών πιέσεων — περισσότερο διαχειρίσιμων στο εσωτερικό της Συμμαχίας, αλλά δυνητικά αποσταθεροποιητικών για τους αντιπάλους της. Η πραγματική πρόκληση, ωστόσο, έγκειται όχι μόνο στο επίπεδο της δαπάνης, αλλά κυρίως στην ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής.

Αν αυτή διαρραγεί, η πολιτική του ΝΑΤΟ ενδέχεται να υπονομεύσει εκ των έσω τις ίδιες τις κοινωνίες που επιδιώκει να προστατεύσει, επαναλαμβάνοντας με διαφορετικούς όρους τα ιστορικά λάθη που οδήγησαν στην αποσύνθεση του Ανατολικού μπλοκ.

Σε αυτό το σημείο, καθίσταται κρίσιμη η υπενθύμιση μιας άλλης ρήσης του Θουκυδίδη: «Άνδρες πόλις και ου τείχη, ουδέ νήες ανδρών κεναί». Η ρήση αποδίδεται στον Νικία, σε μια από τις πιο δραματικές φάσεις της σικελικής εκστρατείας, και υπενθυμίζει ότι η ισχύς δεν πηγάζει μόνο από τα μέσα, αλλά από τους ανθρώπους που τα διαχειρίζονται. Μια κοινωνία δεν αμύνεται μόνο με δαπάνες, αλλά με πολιτική βούληση, συλλογική ταυτότητα, ηθική συνοχή και ηγεσία. Η πόλη δεν είναι τα τείχη ή τα πλοία της — είναι οι πολίτες της, οι αξίες τους και η απόφασή τους να σταθούν ενωμένοι.

Αυτό το ηθικοπολιτικό υπόβαθρο δεν είναι απλώς ρητορικό. Είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για να λειτουργήσει οποιαδήποτε στρατιωτική ή οικονομική στρατηγική. Χωρίς κοινωνική νομιμοποίηση και εσωτερική ενότητα, οι δαπάνες καθίστανται στατιστικά μεγέθη χωρίς στρατηγική ουσία. Αντιθέτως, όταν υπάρχει κοινό αίσθημα σκοπού, ηθική νομιμοποίηση και εμπιστοσύνη στους θεσμούς, τότε η στρατηγική αντοχή αποκτά πραγματικό βάθος. Σε αυτή τη βάση, η επιτυχία του ΝΑΤΟ δεν θα εξαρτηθεί μόνο από το 5% του ΑΕΠ του, αλλά από το 100% της κοινωνικής του συνοχής.