Του Σήφη Φανουράκη
- Το 1961, ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, κατήγγειλε τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο «στρατιωτικός-βιομηχανικός κλάδος», εννοώντας τη διαπλοκή συμφερόντων μεταξύ της πολεμικής βιομηχανίας, των εκπροσώπων του Κογκρέσου και των Ενόπλων Δυνάμεων, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει βαθιά την πολιτική των ΗΠΑ.
- Το 1966, εκδόθηκε ένα σημαντικό έργο από δύο Αμερικανούς οικονομολόγους, τον Baran και τον Sweezy, με τίτλο Monopoly Capital ˙ ένα δοκίμιο για την οικονομική και κοινωνική δομή της Αμερικής το οποίο απέδειξε ότι, οι στρατιωτικές δαπάνες και ουσιαστικά οι πολεμικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν ένα είδος «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού» που σύμφωνα με τον Κέυνς, βασίζεται στις κρατικές δαπάνες για τη στήριξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Όμως αυτές οι δαπάνες αντί να κατευθύνονται προς τον πολιτικό τομέα (υποδομές, κοινωνικό κράτος κ.λπ.), κατευθύνονται στον στρατιωτικό τομέα.
Έτσι και σήμερα, οι στρατιωτικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν ένα είδος δημόσιας δαπάνης, αποδεκτή από το κεφάλαιο, επειδή η κρατική χρηματοδότηση πηγαίνει απευθείας στις επιχειρήσεις και κυρίως επειδή οι δημόσιες επενδύσεις δεν προορίζονται για τη χρηματοδότηση ανταγωνιστικών ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Το 2024 έγιναν πολλές επενδύσεις κεφαλαίων προς τον αμυντικό τομέα της Αμερικής, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ το 2023 ήταν 913 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ της ΕΕ 313, της Κίνας 296 και της Ρωσίας 109 .
Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, ανατρέποντας την πολιτική των ΗΠΑ, για τον πόλεμο στην Ουκρανία, οδηγείται σε περικοπές στις αμυντικές δαπάνες σε ποσοστό 8% ετησίως.
Εάν ο Τραμπ περικόψει τις αμυντικές δαπάνες θα πληγεί, ένα από τα κέντρα πολιτικής εξουσίας των ΗΠΑ και ένας από τους κινητήριους τομείς της οικονομίας της. Αυτό βέβαια καταδεικνύει, πώς η κοινωνική και ταξική βάση του Τραμπ δεν είναι οι παραδοσιακές καπιταλιστικές ελίτ, όπως είναι ο στρατιωτικός-βιομηχανικός κλάδος, αλλά οι τομείς, μεταποίησης και της μεγάλης τεχνολογίας.
Ο Τραμπ ενώ από τη μια μειώνει τις στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ, από την άλλη πιέζει την Ευρώπη να αυξήσει τις δικές της στρατιωτικές δαπάνες, απειλώντας να μην εγγυηθεί πλέον την ασφάλειά της μέσω του ΝΑΤΟ.
Είναι γνωστό ότι, πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν στρατιωτικές δαπάνες κάτω από το 2% του ΑΕΠ, που ήταν το παλιό όριο δαπανών που απαιτούσαν οι ΗΠΑ. Τώρα ο Τραμπ απαιτεί, οι δαπάνες να φτάσουν έως και το 5% του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει ότι θα δαπανηθούν διπλάσια από αυτά που δαπανώνται σήμερα. Έτσι θα αντιστραφεί το ποσοστό της χρηματοδότησης του ΝΑΤΟ, το οποίο τώρα καλύπτεται κατά τα δύο τρίτα από τις ΗΠΑ και κατά το ένα τρίτο από την Ευρώπη και τον Καναδά.
Η προτεινόμενη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και η δημιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής άμυνας, προσκρούει σε δυο εμπόδια : α) Στους περιορισμούς της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία δεν επιτρέπει την υπέρβαση του 3% του ετήσιου ελλείμματος. β) Στον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας σε πολλές εθνικές βιομηχανίες, καθεμία από τις οποίες παράγει τον δικό της τύπο στρατιωτικού υλικού.
Ο Ντράγκι, στην πρόσφατη έκθεσή του προς την ευρωπαϊκή επιτροπή υποστηρίζει ότι, «Θα μπορούσαμε να μείνουμε μόνοι μας για να εγγυηθούμε την ασφάλεια της Ουκρανίας και της ίδιας της Ευρώπης. Ωστόσο, τα αμυντικά μας συστήματα παραμένουν ευάλωτα επειδή ο κατακερματισμός της πολεμικής βιομηχανίας σε εθνικές βιομηχανίες, αποτρέπει την ανάπτυξη σε ευρωπαϊκή κλίμακα. (…)Τα εθνικά συστήματα πολεμικής βιομηχανίας δεν είναι ούτε λειτουργικά ούτε τυποποιημένα και καθίστανται ασύμφορα επενδυτικά».
Επίσης εκτίμησε ότι, απαιτούνται αυξημένες επενδύσεις στην άμυνα, στην καινοτομία και στην ανταγωνιστικότητα που ανέρχονται στα 800 δισεκατομμύρια ετησίως, οι οποίες όμως μάλλον «περικόπτονται» από τις επενδύσεις που προορίζονται για δαπάνες του κοινωνικού κράτους, της υγείας, τη υγείας και γενικά της πρόνοιας.
Η Von der Leyen απαντώντας σε αυτούς τους προβληματισμούς του Ντράγκι πρότεινε, ένα σχέδιο επανεξοπλισμού ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ευρωπαϊκή άμυνα, το λεγόμενο RearmEurope.
Αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει, εκτός από τον διαχωρισμό των αμυντικών δαπανών, ένα νέο κοινοτικό εργαλείο είσπραξης 150 δισ. από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Αυτά τα κεφάλαια θα δοθούν ως δανεισμός σε μεμονωμένα κράτη για την παραγωγή όπλων. Επιπλέον, όσα κράτη μέλη το επιθυμούν, θα μπορούν να ανακατευθύνουν τα κεφάλαια του ταμείου συνοχής προς την άμυνα. Επίσης και άλλα κεφάλαια θα προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Ο κύριος στόχος αυτών των επιλογών είναι, η αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 1,5% του ΑΕΠ για κάθε χώρα.
Επίσης σύμφωνα με το σχέδιο, αποφασίστηκε να διαχωριστούν οι αμυντικές δαπάνες, με κίνδυνο να περικοπούν δαπάνες για την πρόνοια, προκειμένου να περιοριστεί η αύξηση του χρέους.
Τελικά, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών επιλέγεται από αρκετές χώρες της Ευρώπης. Για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ανακοινώσει ότι θα αυξήσει τον στρατιωτικό του προϋπολογισμό από 2,3% σε 2,5% του ΑΕΠ έως το 2027. Η Γερμανία, η οποία, με την κυβέρνηση Scholtz, είχε ήδη ξεκινήσει έναν επιπλέον αμυντικό προϋπολογισμό 100 δισεκατομμυρίων ευρώ και τώρα εξετάζεται ένας συμπληρωματικός προϋπολογισμός 20 δισεκατομμυρίων από τη νέα κυβέρνηση.
Η πρόβλεψη ενός διαρκούς σχεδίου επανεξοπλισμού και η αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών, προκαλούν την πτώση των μετοχών των αμερικανικών αμυντικών εταιρειών, ενώ οι ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες αυξάνουν τις μετοχές τους, σημειώνοντας μάλιστα ρεκόρ αύξησης στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
Ωστόσο σύμφωνα πάντα με τον Ντράγκι, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν αντέχει τον ανταγωνισμό των αντίστοιχων αμερικανικών και κινέζικων. Αδυνατεί να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση οπλικών συστημάτων των κρατών της ΕΕ και μοιραία θα στραφεί, όπως συμβαίνει ήδη, στην αμερικανική βιομηχανία. Μάλιστα οι Ευρωπαίοι από τον Ιανουάριο του 2022 έχουν παραγγείλει όπλα 185 δισεκατομμυρίων από τις ΗΠΑ, για να στηρίξουν την Ουκρανία.
Πάντως, το 70% των εισαγωγών όπλων των ευρωπαϊκών χωρών προέρχεται από χώρες εκτός ΕΕ (από αυτά το 55% από τις ΗΠΑ). Και αυτή η πραγματικότητα αποτελεί εμπόδιο στην λεγόμενη αμυντική ανεξαρτησία της Ευρώπης από τις ΗΠΑ.
Επιπλέον, για τη δημιουργία αμυντικής βιομηχανίας και ευρωπαϊκού στρατού, υπάρχει δυσκολία διότι : Οι εθνικές αμυντικές βιομηχανίες, όπως και οι εθνικές ένοπλες δυνάμεις των κρατών μελών, υπερασπίζονται μεμονωμένα τις εθνικές κυριαρχίες τους.
Πάντως, μια από τις βασικές αιτίες σύνταξης αυτού του σχεδίου είναι, η βούληση του Τραμπ να μην υποστηρίζει πλέον την Ευρώπη αμυντικά.
Αξίζει να αναλογιστούμε ότι πίσω από αυτό το σχέδιο υποβόσκει, η ιμπεριαλιστική νοσταλγία της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και η επιθυμία τους να διατηρήσουν θεωρούνται μεγάλες δυνάμεις.
Μάλιστα, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ο προνομιούχος οικονομικός εταίρος της Ουκρανίας, σύμφωνα με την συμφωνία που υπογράφηκε τον Ιανουάριο και η οποία του παραχωρεί την εκμετάλλευση των ουκρανικών ορυκτών πόρων, τους οποίους θέλει επίσης και ο Τράμπ.
Επίσης, το σχέδιο επανεξοπλισμού της ΕΕ αντιπροσωπεύει ένα είδος «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού», που βασίζεται στις κρατικές δαπάνες και στοχεύει στην στήριξη και τόνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και ειδικά της γερμανικής, η οποία είναι σε ύφεση. Σύμφωνα πάλι με τον Ντράγκι, «ο αμυντικός τομέας αντιπροσωπεύει μια σημαντική κινητήρια δύναμη της καινοτομίας για ολόκληρη την οικονομία», ενώ για τον Ιταλό υπουργό Οικονομίας, Τζορτζέτι, αυτό το σχέδιο αποτελεί ένα «Σχέδιο Ανάκαμψης για την Άμυνα» και είναι ένας τρόπος επανεκκίνησης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και ανάπτυξης. Μάλιστα, το έγκυροKiel Institut fuer Weltwirschaftδημοσίευσε μια μελέτη η οποία υποστηρίζει ότι, εάν οι στρατιωτικές δαπάνες της Γερμανίας κυμανθούν μεταξύ 2% και 3,5%, θα αυξηθεί το γερμανικό ΑΕΠ από 0,9% έως 1,5%.
Συμπερασματικά, τα πρόσφατα γεγονότα, που συνδέονται με τη νέα στάση των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας και της Ουκρανίας, τονίζουν την τάση για επανεξοπλισμό της Ευρώπης, στο πλαίσιο ενός νέου «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού», με τη δημιουργία ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας και ευρωπαϊκού στρατού.
Ωστόσο, φαίνεται πολύ δύσκολο η Ευρώπη να μπορέσει να αποκτήσει μια κοινή και ανεξάρτητη, από τις ΗΠΑ, γεωστρατηγική, δεδομένης της διαίρεσης σε έθνη με ιστορικούς ανταγωνισμούς και διαφορετικά γεωστρατηγικά συμφέροντα και της συρρίκνωση της βιομηχανικής βάσης ολόκληρης της ΕΕ.