Του Νίκου Λακόπουλου
Πενήντα χρόνια από την Μεταπολίτευση η εκκωφαντική αποχή στις εκλογές αποκάλυψε μια κρίση του πολιτικού συστήματος που ορισμένοι επιχειρούν να περιγράψουν με όρους όπως μεταπολιτική ή μεταδημοκρατία. Οι πολιτικές πλατείες είναι άδειες, η ιστορία δεν γράφεται πια γύρω από τη Σταδίου και το Σύνταγμα, οι πολίτες που έγιναν τηλεθεατές και μετά υπήκοοι δεν αντιλαμβάνονται καν ότι πλέον μια δικτατορία δεν χρειάζεται τανκς αν ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης.
Η πεμπτουσία της μεταπολίτευσης που ήταν η Αλλαγή μεταττράπηκε σε εναλλαγή και σε χρεοκοπία καθώς όλοι οι ιδρυτικοί μύθοι της Μεταπολίτευσης κατέρρευσαν με τη βασική διαπίστωση πως η πολιτική δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και ο ρομαντισμός μπορεί να είναι επικίνδυνος γιατί οδηγεί στην διάψευση, την ήττα και την προδοσία.
Πάντως σαράντα χρόνια μετά την Αλλαγή η Δεξιά είναι εδώ, η Ακροδεξιά γνωρίζει εκλογικές νίκες στην Ευρώπη και η Αριστερά βρίσκεται σε υποχώρηση ηττημένη αυτή τη φορά όχι μόνο οργανωτικά και πολιτικά, αλλά ιδεολογικά -μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να κυβερνήσει.
Η μεταφορά ιδεών από την πολιτική στην Οικονομία είναι το κρίσιμο ζήτημα αν μπορεί να υπάρξει κυβερνώσα Αριστερά και ποιος είναι ο ρόλος της ουτοπίας στην Ιστορία καθώς ο χιμαιρικός κόσμος των κινημάτων -που συχνά έμοιαζαν με τυχοδιώκτες- τις δεκατίες ΄60 και ΄70 θρυμματίστηκε από τον ρεαλισμό και τον “πραγματισμό”.
Η κοινή λογική πλέον μοιάζει να είναι η βάση ενός συντηρητισμού που από την ελευθερία προτιμά την ασφάλεια και από την αλλαγή την σταθερότητα. Το νέο μοιάζει έτσι με απειλή, το μέλλον τρομάζει και η επιστροφή σε ένα κόσμο “αξιών που χάνονται” είναι η δημιουργία αντί για ένα ειδυλλιακό μέλλον -που τον περασμένο αιώνα κόστισε πολύ αίμα, σε ένα μυθοποιημένο παρελθόν, μια μυθική πατρίδα, ιδανική οικογένεια και τζάμπα θρησκεία που μεταξύ των άλλων υπόσχεται αθανασία.
“Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια”
Αν και ιστορικά η Αριστερά ήταν αυτή που ειδικευόταν στην παραγωγή κομμάτων, κομματιδίων και οργανώσεων, τα τελευταία χρόνια ζούμε την παραγωγή ακροδεξιών γκρουπούσκουλων, πατριωτικών και “εθνικών κομμάτων”.
Οι “Σπαρτιάτες” μπήκαν στη Βουλή χωρίς να έχουν καν γραφεία με αρχηγό έναν άγνωστο που είχε περάσει από άλλα κόμματα ώσπου να δεχθεί την δωρεά ψήφων από τον Κασιδιάρη, ενώ η Φωνή της Λογικής θριάμβευσε στις ευρωεκλογές -με δυο τρία συνθήματα με ομοφοβία, μίσος για τους μετανάστες και λατρεία της Οικογένειας.
Τα “κόμματα” αυτά μαζί με τη “Νίκη”και το κόμμα του Βελόπουλου, αποκάλυψαν ένα πολιτικό χώρο στα δεξιά του πολιτικού συστήματος πολύ μεγαλύτερο από αυτόν της “Χρυσής Αυγής” που φτάνει το 20% αν αθροίσουμε πολλά ακόμα κομματίδια που δεν μπήκαν στην Βουλή.
Πέρα από τα εκλογικά ποσοστά και τις οργανωτικές δομές η ιδεολογική επιρροή αυτών των κομμάτων όχι μόνο στο χώρο της Δεξιάς φτάνει ως το νέο κόμμα το Κασσελάκη που θεωρεί ότι το “Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια” δεν ανήκει στην Δεξιά και ξαφνικά ο αρχηγός του λατρεύει τις παρελάσεις.
Κοινό χαρακτηριστικό των “εθνικών κομμάτων” είναι η αγωνία για την πατρίδα, η απέχθεια για τα κόμματα, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία μαζί με ομοφοβικές αγωνίες για την εθνική “κατρακύλα” και την απειλή των αξιών.
Η Νίκη -μια πιο “βυζαντινή” και χριστιανική εκδοχή του πατριωτισμού με αγωνία για την πατρίδα, την θρησκεία και την οικογένεια προβλέπει ότι “επιχειρήσουν να εκχωρήσουν εθνική κυριαρχία σε Αιγαίο και ΑΟΖ, να αποκαθηλώσουν την επικρατούσα θρησκεία και τον χαρακτήρα της εθνικής Παιδείας”.
Με την είσοδό τους στη Βουλή τα “πατριωτικά” – εθνικιστικά κόμματα αλλάζουν τον πολιτικό χάρτη με τη δυναμική ενός μπλοκ μιας νέας αντιπολίτευσης την ώρα που τα κόμματα της Αριστεράς μειώνουν τα ποσοστά τους αθροιστικά ή βγαίνουν εκτός Βουλής με το ερώτημα τι θα συμβεί αν ένας ηγέτης ενώσει την κατακερματισμένη και αλληλοσπαρασσόμενη “πατριωτική δεξιά”.
Το παλιό ήταν κακό, αλλά το “νέο” χειρότερο
Aυτά τα πενήντα χρόνια η χώρα βρέθηκε από την άκρη του δυτικού κόσμου στο κέντρο του κόσμου για να χρεοκοπήσει όταν η Ισχυρή Ελλάδα του Κώστα Σημίτη κατέρρευσε για να έρθει ο αντιμνημονιακός συρφετός του δοξασμένου Όχι που σώρευε παλαιολιθικές δυνάμεις αντιευρωπαϊκές, εθνικιστές, χριστιανούς κατά του …666, ευρωσκεπτικιστές και Χρυσαυγίτες.
Τα κόμματα της Αριστεράς από την εποχή του ΄70 -ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο, έλεγε ένα σύνθημα- επιχειρούσαν λόγω χούντας να διορθώσουν το παρελθόν. Η ήττα στον Εμφύλιο, η Βάρκιζα, η Χούντα, ο κακός μας ο καιρός. Σήμερα όλα αυτά ακούγονται ως ιδεοληψίες και εμμονές, αλλά -φευ- από όσους έχουν τις δικές τους ιδεολογικές τους εμμονές.
Η αλήθεια είναι ότι η λέξη σοσιαλισμός δεν ακούγεται πολύ τελευταία και η λέξη αριστερός λέγεται συχνά ως βρισιά, όπως άλλοτε η λέξη δεξιός. Το να βασίζουν την πολιτική τους τα κόμματα σε μια άλλη εποχή με διάθεση τιμωρίας, εκδίκησης ή έστω δικαίωσης είναι αναχρονιστικό και τα θέτει εκτός τόπου και χρόνου.
Ζούμε ένα είδος ταξικού τουρισμού, όπου όλα τα κόμματα είναι μικροαστικά κι αυτό που υπόσχονται με όσα λένε είναι το τέλος της μεσοαστικής τάξης- που την υποστηρίζουν, λένε, και αυτή τα ψηφίζει. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κόμμα αριστερό, αλλά ούτε αστικο-ριζοσπαστικό- που να μην παρεμβαίνει στην παραγωγική δομή, να κάνει τομές και να αλλάζει τα πράγματα -όχι σε επίπεδο επιδομάτων και φιλανθρωπίας.
Αυτά τα χρόνια κατέρρευσαν μύθοι δεκαετιών. Ξεφύγαμε από την οικονομική χρεοκοπία, θα χρειαστούν πολλά χρόνια για την “ανάπτυξη”. Από την εποχή των Αγανακτισμένων -που δεν ήταν κομμουνιστές, αλλά δανειολήπτες κι αδιόριστοι- μεσολαβεί η εποχή της κρίσης της ιδεολογίας, η πολιτική χρεοκοπία.
Θα χρειαστούν πολλά χρόνια για την “ανάκαμψη”, ιδιαίτερα την πολιτική ανάκαμψη που μπορεί να μην έρθει ποτέ, όπως και η Ελλάδα που φεύγει καθώς το παλιό ήταν κακό, αλλά το “νέο” χειρότερο.
Πενήντα χρόνια από την Μεταπολίτευση ο “παλιός κόσμος” είναι μπροστά μας, το μέλλον φοβίζει και τα πολιτικά κόμματα υπόσχονται ένα καλύτερο παρελθόν.