Του Εμμ. Μαυροζαχαράκη
Μετά τις εκλογές στην Ολλανδία και στην Γαλλία αλλά και την ήττα των ακροδεξιών δυνάμεων του Geert Wilders και της Le Pen αντίστοιχα, την τάση αποδυνάμωσης τω λαϊκιστών της AfD (Εναλλακτική για την Γερμανία) στην Γερμανία και την υφιστάμενη τάση υποχώρησης των συντηρητικών δυνάμεων του BREXIT στην Μεγάλη Βρετανία θα μπορούσε κανείς να εκφράσει την αισιοδοξία , ότι ο ακροδεξιός λαϊκισμός αρχίζει να αναχαιτίζεται. Να χάνει την μαγεία που είχε μέχρι πρότινος.
Είναι προφανές ότι η τάση απομάγευσης της ακροδεξιάς ενισχύεται, από την παράδοξη παρουσία του Donald Trumb o οποίος αναπαριστάνει στους πολίτες πολύ γλαφυρά με τις πολιτικές που ασκεί και την στάση που τηρεί στα διεθνή θέματα πόσο καταστροφική μπορεί να αποβεί μία εκλογική προτίμηση εμφορούμενη αποκλειστικά από την διαμαρτυρία και χωρίς κανέναν ορθολογισμό.
Από την άλλη πλευρά βέβαια η ίδια η καταστροφική συμπεριφορά και ρητορική των ακροδεξιών σχημάτων στα κοινοβούλια αποτιμάται μέχρι στιγμή σε εντεινόμενο πολιτικό κόστος. Παρόλα αυτά όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος για αισιόδοξες αποτιμήσεις. Διότι υπάρχει μία υπολανθάνουσα τάση που ενδυναμώνεται διαχρονικά και αφορά τους νέους ανθρώπους στις δυτικές δημοκρατίες. δηλαδή ακριβώς εκείνη την ομάδα του πληθυσμού που συνδεόταν κάποτε με προοδευτικές αντιλήψεις και την κοινωνική αλλαγή. Ακριβώς λοιπόν αυτή η πληθυσμιακή ομάδα της νέας γενιάς φαίνεται να χάνει την εμπιστοσύνη της απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς και μάλιστα χωρίς να υπάρχουν από πουθενά ενδείξεις ότι η τάση αυτή είναι αναστρέψιμη.
Μία πολύ σοβαρή ένδειξη σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό της European Broadcasting Union (EBU).
Στην έρευνα αυτή πάνω από 200.000 ερωτηθέντες από 18έως 34 ετών συμπλήρωσαν μία φόρμα ερωτηματολογίου online, δίδοντας πληροφορίες όσον αφορά την στάση τους σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Τα αποτελέσματα που αξιολογήθηκαν είναι τρομακτικά για την δημοκρατία δυτικού τύπου. Συνολικά 82 % των ερωτηθέντων δεν έχουν καμία ή ελάχιστη εμπιστοσύνη στην πολιτική , 79 % δυσπιστούν απέναντι στα ΜΜΕ και 56 % απέναντι στην δικαιοσύνη.
Αξιόλογα είναι και τα αίτια που παρατίθενται για την δυσπιστία των ανθρώπων απέναντι στην πολιτική. Από την μερίδα εκείνων που δεν διαθέτουν εμπιστοσύνη στην πολιτική το 80 % αναφέρει ότι η κοινωνία δεν του έδωσε δυνατότητα να δείξει τις ικανότητες του . Στο σύνολο των ερωτηθέντων η ομάδα αυτή καταλαμβάνει ένα ποσοστό της τάξεως του 63 %.
Μία μερίδα 71% εκείνων που αμφισβητεί το πολιτικό σύστημα και 63 % συνολικά θεωρεί ότι υπάρχουν πάρα πολύ άνθρωποι που λαμβάνουν αδικαιολόγητα βοηθήματα από το κράτος. Ένα ποσοστό 68 % εκείνων που δυσπιστούν απέναντι στην πολιτική και 53 % στο σύνολο των ερωτηθέντων, δηλώνει ετοιμότητα να συμμετάσχει σε μία εξέγερση κατά της εξουσίας.
Η πιο εύλογη ερμηνεία των παραπάνω αποτελεσμάτων είναι ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός νέων Ευρωπαίων οι οποίοι προφανώς έχουν απωλέσει την πίστη τους στο πολιτικό σύστημα που τους περιβάλει, με την έννοια ότι δεν ελπίζουν πλέον ότι θα τους δώσει το δικαίωμα και την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν ελεύθερα την προσωπικότητα τους. Αυτή όμως ήταν ανέκαθεν η υπόσχεση ευτυχίας που έδιναν εν δυνάμει οι δυτικές δημοκρατίες. Την ίδια στιγμή αυξάνεται και η δυσπιστία απέναντι στις δομές του κράτους υπό την έννοια ότι η πλειοψηφία των νέων Ευρωπαίων αισθάνεται προδομένη από τις άλλες γενιές αλλά και από το σύστημα.
Οι νέες γενιές ξυπνάνε καθημερινά με την αίσθηση ότι η δημοκρατία δεν έχει να τους προσφέρει παρά μόνο ανυπόστατες ελπίδες.
Όσον αφορά κάποια ενδεικτικά παραδείγματα χωρών είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην ευημερούσα Γερμανία στην οποία η δυσπιστία των νέων απέναντι στο σύστημα δεν είναι τόσο δραματική, πολλοί κάνουν λόγω για διχασμένη χώρα υπό την έννοια ισχυρών διακρίσεων της νέας γενιάς σε πολλαπλά επίπεδα.
Όπως έδειξε σε πρόσφατη μελέτη του ο δημοσιογράφος Alexander Hakelüken (2017) οι Γερμανοί κάτω των 50 ετών έχουν μικρότερα εισοδήματα σε σχέση με προηγούμενες γενιές ενώ η χώρα ταυτόχρονα υποφέρει από μία συνεχώς εντεινόμενη εκπαιδευτική αδικία. Την ίδια στιγμή αυξάνεται δραματική το ρίσκο της φτώχειας για τις νέες γενιές διότι οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν πλέον την δυνατότητα που είχαν οι προηγούμενες γενιές να ενταχτούν σε μία κανονική σχέση εργασίας. Αυτή η κανονική σχέση εργασίας, δηλαδή μία μόνιμη πρόσληψη με όρους συλλογικών συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης απεριόριστης κοινωνικής ασφάλισης κάποτε ήταν ο κανόνας ενώ σήμερα είναι η εξαίρεση.
Όποιος ζει σήμερα μόνος του και είναι κάτω των 35 ετών κινδυνεύει εξίσου να πέσει κάτω από το όριο της φτώχειας όπως μία μοναχή μητέρα με παιδιά. Κοινωνική εκρηκτική ύλη υπάρχει επομένως άφθονη και στην γερμανική κοινωνία. Σε όλες σχεδόν τις έρευνες διαφαίνεται μία εντατικοποίηση της εκπαιδευτικής αδικίας. Τα κοινωνικά στρώματα εκείνα που είναι απομακρυσμένα την δυνατότητα μίας υψηλόβαθμης εκπαίδευσης δεν έχουν δυνατότητα να κατοχυρώσουν ένα επαρκές όριο ασφαλούς διαβίωσης.
Φυσικά θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει την μεθοδολογία ερευνών οι οποίες στηρίζονται σε online ερωτηματολόγια διότι κρύβουν υψηλό ποσοστό λάθους. Υπάρχει για παράδειγμα υψηλή πιθανότητα στοχευμένου επηρεασμού συμμετοχής ορισμένων ομάδων που ανήκουν στην λαϊκιστική ακροδεξιά.
Όμως και αμιγώς επιστημονικές έρευνες όπως έδειξαν οι πολιτικοί επιστήμονες Roberto Stefan Foa και Yasha Mounk (2017) έχουν όμοια αποτελέσματα. Οι δύο ερευνητές εξέτασαν τα αποτελέσματα των ερευνών γύρω από τις πολιτικές αξίες σε όλο τον κόσμο (World Values Survey) και διαπίστωσαν ότι για τους νέους ανθρώπους όλο και λιγότερο είναι καθοριστικό να ζούνε σε μία Δημοκρατία. Στην Μεγάλη Βρετανία για παράδειγμα το ποσοστό εκείνων που τάσσονται οπωσδήποτε υπέρ της δημοκρατίας είναι διπλάσιο σε εκείνες στις γενιές του 1930 σε σχέση με τις γενιές του 1980. Ομοίως δραματικά είναι τα αποτελέσματα για την Ολλανδία και τις ΗΠΑ. Οι δύο ερευνητές διαπιστώνουν μία διαδικασία αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας την οποία ορίζουν ως «δημοκρατική αποσύνδεση», που σημαίνει ότι τα λαϊκά θεμέλια των ώριμων δημοκρατιών διαβρώνονται.
Αυτό σημαίνει ότι οι νέες γενιές ξυπνάνε καθημερινά με την αίσθηση ότι η δημοκρατία δεν έχει να τους προσφέρει παρά μόνο ανυπόστατες ελπίδες.
Αναλυτικότερα οι Mounk / Foa ανάπτυξαν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης με τρεις παράγοντες. Πρώτον, αναρωτιούνται πόσο σημαντικό θεωρούν οι πολίτες η χώρα τους να παραμείνει δημοκρατική. Δεύτερον, οι ερευνητές αναζητούν πόσο ανοιχτοί είναι οι πολίτες για μη δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης όπως ένα στρατιωτικό καθεστώς.
Τρίτον οι ερευνητές παρατηρούν, κατά πόσο κερδίζουν έδαφος αντισυστημικά κόμματα και λαϊκιστικά κινήματα .
Τα ευρήματά των ερευνητών και στα τρία προαναφερθέντα πεδία δείχνουν μια αποδυνάμωση της Δημοκρατίας. Την ευθύνη για αυτό φέρουν κυρίως οι νέες γενιές. Στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι ηλικιωμένοι είναι ακόμα ένθερμοι υποστηρικτές των αρχών της Δημοκρατίας. Όσοι γεννήθηκαν πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θεωρούν κατά 72 % ότι είναι σημαντικό να ζούνε σε μία δημοκρατία ενώ την ίδια άποψη έχουν μόλις 30 % όσων γεννήθηκαν μετά το 1980. Αντιστρόφως ανάλογα αυξάνονται ιδιαίτερα μεταξύ των νέων οι επικριτές της δημοκρατίας . Σε αντίθεση με το αναμενόμενο , η συμμετοχή των νέων πολιτών σε δημοκρατικέ διαδικασίες μειώνεται. Μεταξύ των νέων υπάρχουν λιγότερα κομματικά μέλη σε σχέση με τους πιο ηλικιωμένους ενώ απέχουν περισσότερο από τις εκλογές και από τις διαδηλώσεις.
Την όλο και περισσότεροί ερωτηθέντες θεωρούν ένα στρατιωτικό καθεστώς «καλό» ή «πολύ καλό . Το 1995 μόλις 6 % απαντούσε θετικά στο ενδεχόμενο ενός στρατιωτικού καθεστώτος στις ΗΠΑ. Σήμερα το ποσοστό έχει φτάσει στο 17 % . Ένα στρατιωτικό καθεστώς ή ένας «ισχυρός άνδρας» ως ηγέτης αποκτούν όλο και μεγαλύτερη δημοτικότητα σύμφωνα με τους ερευνητές στη Γερμανία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε απόκλιση με τις δημοκρατικές αρχές και αξίες , ορισμένες χώρες αποκτούν όλο και περισσότερο μία αυταρχική μορφή διακυβέρνησης. Ο Donald Trump για παράδειγμα εξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ το Νοέμβριο με ένα μήνυμα που απευθύνεται συγκεκριμένα κατά την επικρατούσας τάξης πραγμάτων . Στη Γαλλία και τη Σουηδία, οι δεξιοί λαϊκιστές κερδίζουν πολιτικό έδαφος. Στην Πολωνία και την Ουγγαρία, οι πολιτικοί ηγέτες έχουν αρχίσει να διαλύουν τις δημοκρατικές ελευθερίες. Στη Βενεζουέλα, η «αριστερή επανάσταση” έχει εκφυλιστεί σε μια de facto δικτατορία.
Όλα τα παραπάνω όμως σημαίνουν ότι ο αγώνας κατά του εξτρεμισμού μπορεί να διαρκέσει δεκαετίες ακόμα και πολύ πιθανόν η εγγενής έκρηξη εξτρεμιστικών ομάδων και τάσεων κάθε τύπου όπως παρουσιάζονται σήμερα στις δυτικές δημοκρατίες να μην αποτελούν μόνο στιγμιότυπα της περιόδου 2010-2017 αλλά να απασχολήσουν έντονα και τις επόμενες γενιές.
Ως εκ τούτου αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη και την μείωση των ανισοτήτων ενδέχεται να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο για την επανασύνδεση του λαού με την δημοκρατία . Ειδικότερα τα δημοκρατικά πολιτικά σχήματα θα πρέπει να επιδοθούν σε έναν αγώνα δρόμου για να προσφέρουν εκ νέου την πεποίθηση στις νέες γενιές ότι η ύπαρξη τους μετράει και παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία. Εάν τα δημοκρατικά και προοδευτικά πολιτικά σχήματα αποτύχουν ως προς αυτό τότε το λαϊκιστικό κύμα που ζούμε σήμερα σε όλο τον κόσμο αποτελεί προάγγελο χειρότερων δεινών .
Αναφορές
Hakellüken, Alxander (2017): Das gespaltene Land . Wie Ungleichheit unsere Gesellschaft zerstört – und was die Politik ändern muss
E-Book, Knaur eBook
Foa, Roberto Stefan / Yascha Mounk (2017): The Signs of Deconsolidation,
http://www.journalofdemocracy.org/article/signs-deconsolidation
*Πολιτικός Επιστήμονας –Κοινωνιολόγος