Του Γ. Λακόπουλου
Είναι πιθανότερο να βγει ο ήλιος από τη Δύση, παρά να αποφύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την προσφυγή της κάλπες. Εντός του 2021 -και σε κάθε περίπτωση πριν καταθέσει η κυβέρνησή του τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους.
Στο Μέγαρο Μαξίμου είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι όσο νωρίτερα δοκιμάσουν την τύχη τους με την -αναπόφευκτη -απλή αναλογική, τόσο πιο μαλακά θα πέσουν.
Εκτός των συνεπειών της αποτυχίας τους απειλούνται και από τις ομάδες που μετατρέπονται σε κόμματα το μαλακό υπογάστριο της ΝΔ.
Η τελευταία απειλή προέρχεται από την πεντάδα των πρώην υπουργών του κόμματος- Χρήστου Ζώη, Ευάγγελου Αντώναρου, Κρινιώς Κανελλοπούλου, Άρη Σπηλιωτόπουλου, Σάββα Τσιτουρίδη– που μετατρέπεται σε πολιτικό φορέα με ψηφοδέλτια σε όλη την επικράτεια. Αυτή είναι η κεντροδεξιά διαρροή. Άλλα σχήματα θα αποδυναμώσουν τη ΝΔ από τα δεξιά.
Αν ανατρέξουμε στο 2019, ήταν φανερό ότι ο Τσίπρας δεν ηττήθηκε από τον Μητσοτάκη. Τον νίκησαν μιντιακοί και οικονομικοί παράγοντες που συνασπίσθηκαν για «να φύγει” επειδή «δεν συνεμορφώθη προς τα υποδείξεις».
Σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια ο Μητσοτάκης ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες τους σε ό,τι αφορά τα συμφέροντά τους. Αλλά όχι στην δυνατότητα να κυβερνήσει τη χώρα.
Αυτοί που τον ανάδειξαν το 2019 του χρεώνουν τώρα αποτυχίες και…βουλιμία. Μεταξύ τους είναι κοινό μυστικό ότι το κόστος στήριξης του Πρωθυπουργού έχει γίνει ήδη πολύ βαρύ.
Το χειρότερο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι ότι εκ των πραγμάτων οι εκλογές θα πάρουν χαρακτήρα άμεσης προσωπικής αναμέτρησης του με τον Αλέξη Τσίπρα. Και αυτή τη φορά δεν θα έχει την ευχέρεια των λόγων, αλλά τη δυσχέρεια της πράξης. Δεν θα μπορεί να υπόσχεται, αλλά θα πρέπει να απολογείται.
Αυτή η αναστροφή προστίθεται στην αναμφισβήτητη υπεροχή του Τσίπρα απέναντι στον πρόεδρο της ΝΔ στο δημόσιο χώρο. Η ανωτερότητα του λόγου και η απείρως πιο θελκτική σκηνική παρουσία του είναι η βάση της πλεονεκτικής θέσης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ σε αναμέτρηση με πραγματικά πυρά.
Είναι φανερό ότι «τον έχει» -χωρίς τα δεκανίκια της διαπλοκής και των ΜΜΕ, που θα κρατήσουν αποστάσεις αυτή τη φορά, για διάφορους λόγους.
Παρά την δημοσκοπική πλειοδοσία υπέρ του Πρωθυπουργού, η πολιτική ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εκλογές θα γίνουν με μηδενισμένο κοντέρ. Ο Τσίπρας μπορεί να κερδίσει στην αναμέτρηση ως ένας εναντίον ενός, αν διασφαλίσει για λογαριασμό του συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
Πρώτο: Να μην κινηθεί ως αρχηγός του- όχι και τόσο θελκτικού οργανωμένου -ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ως φυσικός επικεφαλής της Δημοκρατικής Παράταξης.
Χωρίς να δώσει στην αναμέτρηση χαρακτήρα σύγκρουσης Δεξιάς- Αριστεράς, να ταυτισθεί με την ευρύτερη επιλογή για προοδευτική διακυβέρνηση απέναντι στη συντηρητική οπισθοδρόμηση στην οποία ήδη έβαλε τη χώρα η ΝΔ. Για τους συσχετισμούς μέσα στην παράταξη θα αποφασίσουν οι πολίτες.
Δεύτερο: Να προτάξει το στοίχημα της εξόδου από την κρίση. Σ’ αυτό το πεδίο έχει προβάδισμα, όπως είχε και με την έξοδο από το Μνημόνιο. Σε κάθε περίπτωση ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να αντιτάξει ότι ο ίδιος μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση που προκάλεσε.
Η έξοδος από την κρίση είναι προϋπόθεση εφαρμογής του προγράμματος του με το ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο που διαχωρίζει το κόμμα του από τη ΝΔ.
Τρίτο: Με ποια πολιτική θα κυβερνήσει. Ήδη ο Πρόεδρος τη ΣΥΡΙΖΑ έκανε δυο επιτυχημένες παρουσιάσεις της πολιτικής του στην Υγεία και τον Πολιτισμό. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να καλύψει όλους τους τομείς πολιτικής και να αναδείξει τις απαντήσεις που δίνει σε όλα τα θέματα . Η άσκηση αντιπολίτευσης πλέον έχει νόημα ως ανάδειξη της εναλλακτικής λύσης.
Με ποιους θα κυβερνήσει
Η τέταρτη προϋπόθεση είναι η σημαντικότερη για την επικράτηση Τσίπρα. Με ποιους θα κυβερνήσει;
Να φύγει η ΝΔ σημαίνει να φύγουν τα πρόσωπα που συγκροτούν την κυβέρνηση της με τη ευρεία έννοια. Αλλά κατ’ ανάγκη πρέπει να αναδειχθούν από την πλευρά του Τσίπρα αυτοί που θα τους αντικαταστήσουν.
Το δίλημμα των πολιτών πάνω από την κάλπη θα είναι: ποιοι θα φύγουν και ποιοι θα έλθουν.
Σ’ αυτό το πεδίο θα κριθούν εν τέλει οι εκλογές. Από τις απαντήσεις που θα δώσει, ως διεκδικητής της λαϊκής εντολής, ο Αλέξης Τσίπρας θα επικυρωθούν τα πλεονεκτήματα της πολιτικής του. Με ποιους θα την υλοποιήσει;
Αν διαφανεί ότι πρόκειται να επιστρέψουν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές της διακυβέρνησης 2015- 19 – “οι αφελείς και οι αποτυχημένοι», όπως έγραψε ο Γ. Καρελιάς– το παιχνίδι θα χαθεί.
Ας μην κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Στη λίστα βρίσκονται -με ονόματα και διευθύνσεις- στελέχη που βαρύνονται: με αποτυχία στο κόμμα και την κυβέρνηση, χωρίς έμπρακτη ανάληψη ευθύνης για καταστροφές , εμπλοκή με αναξιόπιστα πρόσωπα, προκλητική διαχείριση των περιουσιακών τους, αγοραίο δημόσιο λόγο.
Κανείς τους δεν βαρύνεται προσωπικά με κάτι νομικά επιλήψιμο. Αλλά σε πολιτικούς με το δικό τους προφίλ κανείς δεν εμπιστεύεται την τύχη του. Έχουν πλέον τον ανθρωποδιώχτη.
Είναι σαφές λοιπόν ότι ακόμη και αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν επιλέξει να διαμορφώσει μια νέα ηγετική ομάδα στο κόμμα του χωρίς αυτά τα πρόσωπα, πρέπει να πάει στις εκλογές με ανανεωμένα ψηφοδέλτια και να προτάξει νέο υποψήφιο κυβερνητικό σχήμα, που θα πείθει ότι μπορεί εφαρμόσει την πολιτική που θα αναγγείλει.
Ο Τσίπρας πλεονεκτεί
Το ανθρώπινο δυναμικό γι’ αυτό το σχήμα υπάρχει: νέα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που αναδείχθηκαν επί Τσίπρα, πρόσωπα από τη ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ με διαυγές βιογραφικό και νέες δυνάμεις από την κοινωνία, με επιστημονική συγκρότηση, επαγγελματική επάρκεια και ριζοσπαστική πολιτική κουλτούρα.
Ο Μητσοτάκης αναγκαστικά θα βγάλει μπροστά τους φθαρμένους υπουργούς του, που έχουν τη στάμπα της αποτυχίας στα πρόσωπό τους. Δεν έχει περιθώρια ανανέωσης.
Ο Τσίπρας πλεονεκτεί γιατί έχει την ευχέρεια να συσχετίσει την πολιτική με την οποία θα διεκδικήσει την εκλογική νίκη με ό,τι καλύτερο έχει η Δημοκρατική Παράταξη- ως κοινός τόπος Αριστεράς -Κεντροαριστεράς. Στα ψηφοδέλτια του και στο εν δυνάμει υπουργικό του συμβούλιο.
Είναι σαφές ότι κάποιοι από τις προηγούμενες κυβερνήσεις Τσίπρα δεν μπορούν να διεκδικήσουν θέση σ’ αυτές τις ομάδες. Θα είναι σα μύγες στο γάλα. Αλλά τα πράγματα είναι απλά: ο δημοκρατικός εκλογικός σχηματισμός απέναντι στον Μητσοτάκη έχει ηγεσία, έχει λαϊκή δεξαμενή και δεν μένει παρά να εμφανίσει και το καλύτερο πολιτικό προσωπικό του.