Του Γ. Λακόπουλου
‘Ερώτηση: ‘Είστε ικανοποιημένος απ’ όσα έκανε η Ελλάδα και από τη συνεργασία σας με την ελληνική κυβέρνηση;
Απάντηση: Ας είμαστε ειλικρινείς: η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη στην αρχή – όπως δεν ήταν έτοιμες πολλές άλλες χώρες. Και δεν μπορείτε να ξεχάσετε το γενικότερο πλαίσιο στην Ελλάδα, συγκεκριμένα την οικονομική κρίση και τις αλλαγές στην κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά, τους τελευταίους μήνες η Ελλάδα έχει ήδη επιταχύνει σημαντικά. Έχουμε το hotspots s στη θέση του στη Λέσβο και έχω συγχαρεί τον υπουργό Μουζάλα πολλές φορές για το σημαντικό του έργο μέχρι στιγμής. Αλλά δεν είμαστε ακόμη εκεί. Ολα τα hot spots θα πρέπει να λειτουργήσουν το συντομότερο δυνατόν και οι μετεγκαταστάσεις να επιταχυνθούν. Είμαι ευτυχής που βλέπω ότι η Ελλάδα ζήτησε βοήθεια μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας, καθώς και μέσω της Frontex. Γι’ αυτό υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση: να βοηθά τις χώρες όταν δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν μόνες’.
Αυτός που απαντάει – στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ- είναι μέλος της Κομισιόν. Και το σφάξιμο της ελληνικής κυβέρνησης είναι με το γάντι. Πίσω από τις γραμμές διακρίνει κανείς τις επισημάνσεις για μια κυβέρνηση που σέρνεται στο μεταναστευτικό και προσπαθεί να ανακαλύψει την πυρίτιδα: ότι η συνεργασία μεταξύ των κοινοτικών χωρών είναι αυτονόητη. Είναι προϋπόθεση, δεν είναι στόχος.
Η διακριτικότητα στην παραπάνω απάντηση οφείλεται προφανώς στο ότι αυτός που τη δίνει είναι ο Δημήτρης Αβραμόπουλος. Ως επίτροπος Μετανάστευσης ξέρει καλά ότι η ελληνική κυβέρνηση έχασε χρόνο και βρίσκεται πίσω στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Ως Έλληνας πολιτικός, όμως, πρέπει να κάνει υποστηρικτική ψυχοθεραπεία στους αρμοδίους, από τον Πρωθυπουργό μέχρι τον υπουργό που χειρίζεται αυτά τα θέματα. Το κάνει φιλτράροντας τις λέξεις, με τη γνωστή του δεξιότητα σ’ αυτό. Όσοι θέλουν να καταλάβουν κατάλαβαν.
Η σύμπτωση να προέρχεται ο αρμόδιος επίτροπος για τη μετανάστευση από τη χώρα που πλήττει περισσότερο η προσφυγική κρίση θα μπορούσε να είναι πλεονέκτημα και για την Ελλάδα και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι γιατί η ελληνική πλευρά, όπως προέκυψε από την τελευταία συνέντευξη του Πρωθυπουργού και την τελευταία ομιλία του στη Βουλή, κινείται πάντα σε διαφορετικό μήκος κύματος από την Ευρώπη.
Οι χειρισμοί στο προσφυγικό έχουν τη ρίζα τους στην ίδια ιδεολογική θολούρα από την οποία προέρχονταν και η έμπνευση για τους χειρισμούς στο Μνημόνιο. Αλλά ο εκεί επίτροπος δεν ήταν Έλληνας για να λειτουργεί στις συζητήσεις στο Κολλέγιο σαν αμορτισέρ και να λειαίνει στον Γιούνκερ τις προκλητικές κορώνες του Πρωθυπουργού και των εκπροσώπων του κατά της ευρωπαϊκής συνδρομής. Και το αποτέλεσμα ήταν η κρυάδα του Ιουλίου.
Ο μικρομεγαλισμός
Σήμερα κανείς δεν ξεχνάει στην Ευρώπη ότι μόλις άρχισε να φουντώνει το θέμα της μαζικής εισροής προσφύγων ο Αλέξης Τσίπρας στην αρχή πήγε να κινηθεί στη γραμμή Καμμένου- που ήταν απλώς ξεπατίκωμα από παλιότερη θέση του Καρατζαφέρη: δώστε λεφτά να το αντιμετωπίσουμε γιατί αλλιώς θα σας στέλνουμε όποιον μας έρχεται.
Πολύ σύντομα αυτό μετατράπηκε σε πολιτικό εφεύρημα: χαλαρώστε το Μνημόνιο για να σφίξουμε τους ελέγχους. Πέρασαν εβδομάδες μέχρι να γίνει κατανοητό ότι αυτή η σύνδεση δεν περνάει και θα ήταν καταστροφικό να επιμένει η κυβέρνηση. Την εγκατέλειψε, αλλά, εν τω μεταξύ, δεν είχε χαθεί μόνο χρόνος.
Αποδείχθηκε ότι και σ’ αυτό το θέμα ο Πρωθυπουργός κινείται πολύ ψηλά στη ρητορική και πολύ χαμηλά στην πράξη. Ορθώνει το ανάστημά του όταν απευθύνεται στο εσωτερικό ακροατήριο, αλλά επιστρέφει στα κυβικά του όταν μιλάει με τους Ευρωπαίους. Αυτός ο μικρομεγαλισμός τον οδηγεί σε παιδαριώδη πολιτικά σφάλματα.
Π.χ. μόνο ένας τυφλός θα πήγαινε στην Τουρκία την παραμονή της Τούρκο-Ευρωπαϊκής συνόδου για το Προσφυγικό. Λόγω αυτής της επίσκεψης στη διαπραγμάτευση που επακολούθησε ο ίδιος δεν μπορούσαν καταστήσει σαφές με ποια πλευρά είναι: με την Άγκυρα η με τις Βρυξέλλες; Έτσι η συζήτηση έγινε μεταξύ Νταβούτογλου και Ευρωπαίων με τον Έλληνα πρωθυπουργό αμέτοχο να τουιτάρει άστοχα.
Ιδεολογικός αχταρμάς
Αυτή η αντίφαση του Αλέξη Τσίπρα -ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σε αυτό που θέλει να είναι- κάνει την Ελλάδα να φαίνεται σαν χώρα που προσπαθεί να δαγκάσει περισσότερο από όσο μπορεί να μασήσει. Αυτό έχει μια συνέπεια και μια εξήγηση.
Η συνέπεια είναι ότι περιορίζει τον παρεμβατικό ρόλο της χώρας. Όταν προσπαθείς να κινηθείς με ιδιότητες που δεν έχεις, δεν σε παίρνει κανείς στα σοβαρά. Ιδίως όταν μπερδεύεις τα θέματα και τις προτεραιότητες. Π.χ. αντί να προσαρμοστείς στην «κοινοτική μέθοδο» διακηρύσσεις ότι θα ….αλλάξεις την Ευρώπη. Απόδειξη ότι ακόμη και ο ‘φίλος Ολάντ’ δεν κάλυψε τις αρχικές θεωρίες του Τσίπρα για τη FROΝΤΕX- όπως εκ παραλλήλου δεν τoν κάλυψε και για το ΔΝΤ. Aλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Η εξήγηση είναι ότι ο αντιευρωπαϊσμός παραμένει κινητήρια δύναμη του άξονα Mέγαρο Μαξίμου –Βασιλίσσης Σοφίας. Πρωθυπουργικό περιβάλλον και υπουργείο Εξωτερικών – και όταν ομνύουν στην Ευρώπη- εννοούν μια άλλη Ευρώπη που οι ίδιοι έχουν στο μυαλό τους. Όχι τη συγκεκριμένη υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προκύπτει από τις Συνθήκες και τις αποφάσεις των οργάνων της. Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται πάντα η ελληνική κυβέρνηση ένα βήμα πίσω από τις υπόλοιπες κυβερνήσεις –άσχετα αν προσπαθεί να το εμφανίσει ως σκληρή διαπραγμάτευση’ ‘εθνική γραμμή’ και ‘άρνηση υποταγής’.
Στην ουσία πρόκειται για έναν αχταρμά από ιδεολογήματα ‘ανοιχτών συνόρων’ και ‘ανθρωπιστικής διαχείρισης’, διαχειριστικής ανικανότητας, πολιτικής μυωπίας και αντιευρωπαϊκού αταβισμού. Όσο αυτό συνεχίζεται τόσο ο Τσίπρας θα κερδίζει την επουράνιο βασιλεία και θα χάνει την επίγειο. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να τους υποδείξει ότι πρέπει να περιορίσουν, τουλάχιστον στο προσφυγικό, ο Αβραμόπουλος.