Πρόσχωμεν

Του Ιωάννη Δαμίγου

Με απωθούσαν πάντα τα μεγαλοβδομαδιάτικα αλλοπρόσαλλα πλήθη των πιστών, όπως με απωθούσε και ο εφευρεμένος παμπόνηρος θεός τους, ο από ψηλά τοποθετημένος, ο ορατών τα πάντα πλην ουσιαστικών λεπτομερειών, να του διαφεύγουν.

Με τους δήθεν κληρονομημένους σταυρούς και αμαρτίες, αυθαίρετα και καταχρηστικά, τις δεύτερες ζωές σε λοταρία διαγωνισμού τυφλής υπακοής. Απεχθάνομαι τα κάτεργα ψυχής και τα κελιά τους, τον μοναχισμό ενάντια στην ζωή, το ημίφως των σκέψεων και των νόμων, τα μαύρα των ράσα και λόγων των.

Τα αναμμένα κεριά σε χέρια μιαρά, με την πρόχειρη σπουδή ανοίκειας κατάνυξης. Την αντίθεση λιγνών προσωπογραφιών λογής αγίων, με τα ροδαλά μάγουλα και τα παχιά απαίδευτα δάχτυλα, μέσα στα χρυσοποίκιλτα άμφια τάχα ιερέων. Και εκείνα τα μεγάλα σταυροκοπήματα, με τα χειροφιλήματα επιτήδειων χειρών και ευαγγελίων, με παραβολές, υπερβολές και συμφέρουσες κατά το δοκούν λαϊκίστικες αναλύσεις. Με το ποίμνιο να αγνοεί πειθήνια την κατανόηση των αναγνωσμάτων, καθώς η έλλειψη παιδείας του αρκείται στο να μιμείται τα χριστιανικά διαγγέλματα: τώρα όρθιοι, τώρα καθήμενοι, τώρα την κεφαλή κλίνοντας. Με το αντίδωρο στο χέρι αλλά και το αντίτιμο στο παγκάρι, προς υποστήριξη της PHOS BANK, του Αρχιεπισκόπου και επίδοξου ιερού τραπεζίτη.

Κι όλοι, μα όλοι οι παραπάνω χριστιανοί, έβαψαν κόκκινα αυγά, αποστρέφοντας το βλέμμα από τα βαμμένα κόκκινα παιδιά στο αίμα, της μαρτυρικής Παλαιστίνης, της Σομαλίας και αλλαχού της “ειρηνικής” πλάσης. Με το φταίξιμο στον συνήθη ύποπτο “Ιούδα”, τον τόσο βολικό. 

Εκδράμοντας στην επαρχία, μέσω μποτιλιαρισμένων εθνικών οδών και διοδίων, σε πρόσκαιρη απόδραση, επιθετικής ορέξεως κατά όμοιων εριφίων, οινοποσίας και χορού, με αδασμολόγητα φιλιά προδοσίας μεταξύ συγγενών και γνωστών, γιορτάζουν οι χριστιανοί τα πάθη των. Κατόπιν, δύσκολη επιστροφή στην καθημερινότητα της εύκολης αμαρτίας, ανάγκη.

Εξιλέωσης τίμημα, άκριτη συνήθεια και το μοναδικό ιερό άκουσμά μου, Μεγάλη μα και απλή Παρασκευή, το Μάνα μου Μάνα, με την άγια φωνή του Χρύσανθου Θεοδωρίδη, σε θείους στίχους Νίκου Γκάτσου και ουράνια μουσική Χριστόδουλου Χάλαρη. 

Πρόσχωμεν, μια έστω φορά.