Του Γ. Λακόπουλου
Στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής το ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μόνο μια παραφωνία. Ο Αλέξης Τσίπρας, αγνόησε τις θεωρίες για «μέτωπα» και τις αντλήσεις ιδεολογικής καθαρότητας και μίλησε για ουσιώδη μετεξέλιξη του κόμματός του, με στόχο την πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία με βάση ένα προοδευτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Αλλά ο Πάνος Σκουρλέτης ζήτησε τη συγκρότηση «αριστερού πόλου», δηλαδή πρότεινε μειοψηφική πολιτική.
Η απόκλιση δεν κλιμακώθηκε. Όπως δεν κλιμακώθηκαν οι διαφωνίες για την- ατυχή ως προς το ύφος , το περιεχόμενο και τους στόχους – Διακήρυξη, που ετέθη υπόψη του Τσακαλώτου προτού υιοθετηθεί. Είναι προφανές ότι η πραγματική ιδρυτική Διακήρυξη θα προκύψει από το συνέδριο, που δεν θα είναι «ιδιοκτησίας» της κομματικής γραφειοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως επιδίωκαν ορισμένα στελέχη του.
Το συμπέρασμα είναι ότι η η εσωκομματική διαδικασία του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ δεν όρθωσε εμπόδια στη διαδικασία για τη συγκρότηση του νέου ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να πάρει οποιοδήποτε όνομα- με πιθανότερο το ΣΥΡΙΖΑ-Πράσινη Συμμαχία». Αλλά ένα πράγμα δεν θα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει: ότι πρόκειται για νέο κόμμα που δομείται εξ αρχής «από κάτω» -με βάση τις επιλογές του Αλέξη Τσίπρα και όχι εσωκομματικούς συμβιβασμούς. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ βγήκε κυρίαρχος από τη συγκεκριμένη συνεδρίαση για δυο λόγους. Ο ένας είναι γιατί η κυριαρχία του έχει αναγνωριστεί από την κοινωνία και πρωτίστως από τους πολίτες που αυτοτοποθετούνται στη Δημοκρατική Παράταξη. Ο άλλος είναι ότι για να έχει αυτή η παράταξη προοπτική να ξανακυβερνήσει οφείλει να στοιχηθεί πίσω από τον Τσίπρα.
Αυτό προφανώς το κάνει ήδη. Πέραν της καθολικής επικράτησης στον ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης Τσίπρας είναι πρόσωπο αναφοράς για το μισό Κινάλ και για δυνάμεις και πρόσωπα που κινούνται αναμεσά στο παραδοσιακό Κέντρο και την Παραδοσιακή Αριστερά. Και είναι πλέον αμφίβολο αν υπάρχει περιθώριο να σταθεί άλλο κόμμα πλέον ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.
Αυτή η εξέλιξη δεν περιορίζεται στη Δημοκρατική Παράταξη, που ενοποιείται κατά κάποιο τρόπο ποιοτικά ανώτερο από τις προγενέστερες ενοποιήσεις της από του δυο Παπανδρέου στα μέσα των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Αλλά η πολιτική είναι σαν τα αέρια- δεν έχει σύνορα. Επειδή αυτή η ενοποίηση εξασφαλίζει πολιτική ισχύ και κυβερνησιμότητα, θα επηρεάσει και την απέναντι παράταξη. Έτσι ακριβώς όπως η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ ως οργανωμένου κόμματος, επηρέασε και τη ΝΔ, τις εποχές που αντέγραψε το ίδιο μοντέλο.
Αν έχουμε λοιπόν ένα σύγχρονο προοδευτικό κόμμα που θα συμπτύσσει την Αριστερά και την Κεντροαριστερά στον ίδιο πολιτικό φορέας εξουσίας, θα προκύψουν και στη ΝΔ διεργασίες που θα επιδιώξουν το αντίστοιχο για τη συντηρητική παράταξη. Ένα σύγχρονο κεντροδεξιό κόμμα με αντίστοιχη δομή.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η ΝΔ θα αναγκασθεί να δώσει τέλος στην οικογενειοκρατία που τη μαστίζει. Ένα συντηρητικό ευρωπαϊκό κόμμα στον 21ο αιώνα δεν μπορεί να διαμορφώνεται με βάση το κληρονομικό δίκαιο.
Από αυτή την άποψη η δυναστεία Μητσοτάκη είναι η τελευταία. Ο συντηρητικός χώρος θα ενοποιηθεί και η ΝΔ θα μετεξελιχθεί σε κόμμα αρχών χωρίς κληρονόμους.
Αυτή ελπιδοφόρα εξέλιξή είναι ισοδύναμη με οιονεί μετακίνηση στην Δ’ Ελληνική Δημοκρατία. Με την έννοια ότι δυο σύγχρονα κόμματα με στιβαρές δημοκρατικά εκλεγμένες ηγεσίες, θα εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση. Σε ένα νέο πολιτικό σύστημα που έχει μάθει από τα λάθη του μεταπολιτευτικού παρελθόντος , θα προχωρήσει πιο εύκολα στους μετασχηματισμούς που έχει ανάγκη η χώρα.
Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο αυτές οι διεργασίες θα συμπτύξουν τις δυο ιστορικά διαμορφωμένες παρατάξεις σε αντίστοιχους ενοποιημένους πολιτικούς φορείς. Αυτή η εξέλιξη θα τείνει – εκλίπουσας της απλής αναλογικής-να επαναφέρει τα πράγματα στην τρικομματική Βουλή που είχε η χώρα το 1981: ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΚΚΕ. Δεν είναι κακή εξέλιξη, αν δεν επαναληφθούν οι αμαρτίες του παλιού δικομματισμού.