
Του Ιωάννη Δαμίγου
Για ακόμα μια φορά και όχι τελευταία, πράγμα σίγουρο, ζήσαμε μια τεράστια πολυεπίπεδη καταστροφή πλημμυρικών φαινομένων, από έλλειψη υποδομών. Προηγήθηκαν οι καταστροφικές πυρκαγιές, η στυγνή δολοφονία των επτακοσίων και πλέον προσφύγων (πνιγμός), η εν ψυχρώ εκτέλεση των επιβατών των τρένων στα Τέμπη, η εγκληματική «σπρωξιά» σε επιβάτη στον καταπέλτη, οι δολοφονίες νέων από τάγματα εφόδου φασιστών και δυστυχώς πολλαπλές και απεχθείς πράξεις στον δημόσιο βίο.
Μοιραία, όσο αναίσθητη και να έχει καταστεί η κοινωνία, όσο και να καλλιεργείται επιτήδεια το «εγώ», μια πρόσκαιρη, όπως πάντα, εθνική θλίψη είναι διάχυτη στα στρώματά της. Κυριαρχεί σαν αίσθηση, αλλά λειτουργεί λυτρωτικά για τους ανεύθυνους κυβερνητικούς. «Η θλίψη είναι ο πόνος χωρίς προορισμό».
Η θλίψη όταν δεν έχει διεύθυνση παραλήπτη, είναι στείρα. Φθείρει μέσα κι έξω τον θλιμμένο, αν δεν λάβει χώρο, τόπο και σκοπό έκφρασης, αν δεν καταλογίσει ευθύνη στο αίτιο. Όταν παραμένει απροσδιόριστη και γενικόλογη, δημιουργεί ακόμα περισσότερες αγοραίες ευκαιρίες δράσης στο καθεστώς, μια και του προσφέρει αδρανώντας, πλήρη ελευθερία κινήσεων.
Η στείρα θλίψη, καταλαμβάνει αίφνης όλους τους ανθρώπους πέρα από κοινωνική θέση, στάση, έως ενός ορίου, καθώς ακολουθεί η επεξεργασία της. Λίγοι προχωρούν στην απαραίτητη αξιολόγηση από τα καταφανή στοιχεία, αποδίδοντας τα αίτια στους καθ’ ύλην αρμόδιους, «δρομολογώντας» την θλίψη, καταλήγοντας σε αποφάσεις, προχωρώντας. Η πλειονότητα όμως, λόγω έλλειψης κρίσης, άρα και περιορισμένη δυνατότητα γόνιμης σκέψης, αδυνατώντας να κατανοήσει την πηγή των δεινών, μια και συμμετέχει εκούσια επιλέγοντας τους ανεύθυνους, περνά στο επόμενο στάδιο αυτό της κατάθλιψης, της στασιμότητας. Η λαγνεία στην παρακολούθηση από τηλεοπτικούς δέκτες, των τραγικών εικόνων καταστροφής και πόνου σε κατάχρηση, επιτείνει το ψυχολογικό αδιέξοδο.
Η στείρα θλίψη, οδηγεί στην ανάγκη της «ευσπλαχνίας» των κρατούντων, μέσω προσφορά pass, στους επαίτες και θλιμμένους ως χαρτζιλίκι. Άλλωστε, μετά την καταιγίδα εμφανίζεται και το «ουράνιο τόξο» της επενδυτικής βαθμίδας, ως αντίδοτο στην θλίψη. Δεν το κατανοούν οι καμένοι και οι πλημμυρισμένοι, αλλά κάτι καλό πρέπει να είναι. «Χαμογελάστε ρε, τι σας ζητάνε;»