Του Μελέτη Ρεντούμη
Η κυβέρνηση προχώρησε στη δημοσιοποίηση ενός πλαισίου προτάσεων για τη συνταγματική αναθεώρηση, ανοίγοντας ουσιαστικά τη δημόσια συζήτηση για τις θεσμικές τομές που, σύμφωνα με την ίδια, χρειάζεται η χώρα ώστε να συμβαδίσει με τις προκλήσεις της νέας εποχής. Οι προτάσεις αυτές αγγίζουν κρίσιμα άρθρα του Συντάγματος, με ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα διαφάνειας, λογοδοσίας, λειτουργίας των θεσμών και περιβαλλοντικής προστασίας, προκαλώντας ήδη ζωηρό πολιτικό και νομικό διάλογο.
Πιο συγκεκριμένα, η πλέον συζητημένη αλλαγή αφορά το άρθρο 103, όπου προτείνεται η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Στόχος είναι, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η ενίσχυση της αξιολόγησης και της αποδοτικότητας στο Δημόσιο, ώστε να δημιουργηθεί ένα ευέλικτο, λειτουργικό και αξιοκρατικό κράτος.
Σημαντική επίσης είναι η πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 86, το οποίο αφορά την ποινική ευθύνη των υπουργών. Η πρόθεση εδώ είναι να απεμπλακεί η Βουλή από τον άμεσο έλεγχο των σχετικών διαδικασιών και να ενισχυθεί ο ρόλος του φυσικού δικαστή, περιορίζοντας την αίσθηση ατιμωρησίας που διαχρονικά πληγώνει την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνταγματικών παρεμβάσεων και σε άλλα άρθρα. Συγκεκριμένα, εξετάζεται το άρθρο 90 που αφορά τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, για έναν περισσότερο ανεξάρτητο και θεσμικά διασφαλισμένο μηχανισμό.
Παράλληλα, επιδιώκεται αλλαγή και στο άρθρο 24 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, ώστε να βρεθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην φυσική κληρονομία και τους πολεοδομικούς κανονισμούς.
Τέλος, δεν πρέπει να αγνοηθεί η πρόθεση της κυβέρνησης να παρέμβει στο άρθρο 30, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, με στόχο να υπάρχει μία και μόνη εξαετής θητεία για κάθε πρόεδρο με στόχο να ενισχυθεί η διαφάνεια, η συνέχεια του κράτους, αλλά και να επιδιωχθούν ευρύτερες συναινέσεις.
Οι προτάσεις αυτές, στο σύνολό τους, αντανακλούν την πρόθεση για έναν εκσυγχρονισμό του Συντάγματος που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και του κράτους. Η προσπάθεια ενίσχυσης της διαφάνειας, της αποτελεσματικότητας και της θεσμικής λογοδοσίας μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε μία αναβάθμιση της δημοκρατικής ζωής και σε βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνοδευτεί και από τη βούληση για πραγματική εφαρμογή των όσων προβλέπονται.
Διότι, παρά τη σημαντικότητα της αναθεώρησης, το μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα παραμένει η εφαρμοστικότητα των νόμων που έχουν ήδη ψηφιστεί. Η νομοθετική παραγωγή δεν συνοδεύεται πάντοτε από τη βούληση ή την ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να υλοποιήσει τις προβλέψεις της. Καθυστερήσεις, αναποτελεσματικότητα, γραφειοκρατία και ατιμωρησία συχνά υπονομεύουν ακόμη και τις πιο αξιόλογες θεσμικές πρωτοβουλίες.
Με λίγα λόγια,η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν μπορεί να καλύψει από μόνη της αυτό το έλλειμμα, ούτε να υποκαταστήσει την ανάγκη για βαθιές διοικητικές και πολιτισμικές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο λειτουργίας της κράτους.
Συμπερασματικά, οι νέες προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση συνιστούν μία φιλόδοξη θεσμική παρέμβαση, με πιθανότητες να επιφέρουν θετικές αλλαγές στη λειτουργία της Δημοκρατίας και στην καθημερινότητα των πολιτών. Ωστόσο, το κεντρικό ζητούμενο παραμένει η μετατροπή των θεσμικών προθέσεων σε απτή πράξη.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό προϋποθέτει συνέπεια, πολιτικό ήθος και αποφασιστικότητα στην εφαρμογή του νόμου από όλους, πέρα από κόμματα και κυβερνήσεις με στόχο το Σύνταγμα που θα συμφωνηθεί να είναι ένας ζωντανός οργανισμός που προστατεύει, εξελίσσει και ενώνει την κοινωνία.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός