Τα κόμματα, ο Πρόεδρος και η συναίνεση

Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη

 ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ 2Η Σύσκεψη των Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υπήρξε, αναμφίβολα, μια τραυματική θεσμική εμπειρία, που ήρθε να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ήδη προβληματική λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.

Ως εκ τούτου, ένας άτυπος θεσμός, που προέκυψε στην συνταγματική μας πραγματικότητα σαν έσχατη λύση, προκειμένου να μπορεί να επιτευχθεί  συνεννόηση των κομμάτων για μείζονα πολιτικά ζητήματα εθνικής σημασίας, κινδυνεύει  να περιπέσει σε ανυποληψία, όχι γιατί η  διαμεσολάβηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, δεν είναι αναγκαία αλλά διότι τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να αρθούν, ούτε καν σε τόσο κρίσιμες για τη χώρα στιγμές, στο ύψος των περιστάσεων.

Α. Η πρώτη ευθύνη βαρύνει προδήλως την κυβέρνηση, η οποία δυστυχώς δεν εννοεί να καταλάβει, παρά τις επανειλημμένες θεσμικές αστοχίες της, ότι οι ισορροπίες του πολιτικού μας συστήματος είναι εξαιρετικά εύθραυστες και ότι, κατά συνέπειαν, η στάση της απέναντι στη λειτουργία των θεσμών πρέπει να είναι εξόχως προσεκτική και μελετημένη, ώστε να αποκατασταθεί στη χώρα η αναγκαία εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, που είναι απαραίτητη για την αναζήτηση των επιβαλλόμενων συναινέσεων και συγκλίσεων για την έξοδο από την κρίση.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία για σύσκεψη των αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αν έκρινε ότι υπάρχουν μείζονα θέματα που χρειάζονται εθνική συνεννόηση –και είναι προφανές ότι υπάρχουν τέτοια θέματα και μάλιστα πολύ περισσότερα από αυτά που επέλεξε– έπρεπε όντως να απευθυνθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως έκανε,  υπό την απαρέγκλιτη όμως προϋπόθεση ότι θα είχε προετοιμάσει πολύ καλύτερα την όλη διαδικασία. Αυτό σημαίνει, ιδίως, ότι θα έπρεπε να προηγηθεί μια προσεκτική προεργασία, που θα έπρεπε κατά την άποψή μου να ξεκινήσει από την σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου, όπου θα ετίθεντο τα σχετικά ζητήματα και θα λαμβάνονταν οι σχετικές αποφάσεις, και να καταλήξει στην συγκεκριμένη επεξεργασία θέσεων που θα εισάγονταν στη διαβούλευση, με σαφές τόσο το περιεχόμενο των επιχειρούμενων λύσεων όσο και το εύρος της επιζητούμενης συναίνεσης.

Αντί όλων αυτών είχαμε μια Σύσκεψη βεβιασμένη, πρόχειρα προετοιμασμένη και χωρίς ξεκάθαρη στόχευση, που έδωσε δικαιολογημένα την εντύπωση, ακόμη και αν δεν ήταν αυτή η πρόθεση, ότι ήταν απλώς μια κίνηση τακτικής, για να επωμισθούν την ευθύνη για κάποια δύσκολα μέτρα όλες οι πολιτικές δυνάμεις.

Β. Αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να είναι υπερήφανα για την στάση τους. Αντί να επισημάνουν την ανάγκη εθνικής συνεννόησης (και μάλιστα όχι μόνο για τα προταθέντα αλλά και για πολλά άλλα ζητήματα), και να στηλιτεύσουν απλώς στην Σύσκεψη το θεσμικό και πολιτικό έλλειμμα των συγκεκριμένων πολιτικών πρωτοβουλιών –αντιπροτείνοντας ταυτόχρονα την ορθή διεκπεραίωση μιας τέτοιας διαδικασίας– αντιμετώπισαν εξ αρχής την σχετική πρόταση με πλήθος υπεκφυγών και δικαιολογιών, που δεν δείχνει υπεύθυνη πολιτική συμπεριφορά και συναίσθηση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Το επιχείρημα, για παράδειγμα, ότι το ασφαλιστικό δεν είναι «εθνικό θέμα» και άρα δεν προσιδιάζει σε μια Σύσκεψη Αρχηγών είναι τουλάχιστον ατυχές, αν δεν είναι προσχηματικό, διότι η ατζέντα σε μια τέτοια άτυπη διαδικασία δεν μπορεί να είναι άκρως τυποποιημένη και εξ ορισμού περιορισμένη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, αποκλείοντας άλλα θέματα από τα οποία ενδεχομένως κρίνεται η οικονομική επιβίωση της χώρας.

Γ. Εν κατακλείδι, η εικόνα που έδωσαν προς τα έξω τα κόμματα είναι νομίζω αντιστρόφως ανάλογη από αυτήν που αναμένουν οι πολίτες προκειμένου να επιτευχθεί η έξοδος από την κρίση. Παράλληλα, δε, επιτείνει την αναξιοπιστία τόσο του πολιτικού συστήματος, γενικά, όσο και των επιμέρους κομμάτων. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στα κόμματα-καρικατούρες, του Καμένου και του Λεβέντη, για τα οποία η αναξιοπιστία είναι εγγενής. Το μεγάλο πρόβλημα αφορά αφ’ενός μεν τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ αφ’ετέρου δε τα υπόλοιπα κόμματα που συμμετείχαν, όπως συμμετείχαν, στην Σύσκεψη. Ειδικότερα:

Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσει επιτέλους να προχωρήσει σε ειλικρινείς ουσιαστικές πρωτοβουλίες διαλόγου, κατά τα προεκτεθέντα, αφ’ενός μεν υιοθετώντας ένα περισσότερο συναινετικό και λιγότερο καταγγελτικό ύφος (στο οποίο, δυστυχώς,  προσέφυγε και πάλι, μετά την Σύσκεψη, ο πρωθυπουργός), αφ’ετέρου δε προβαίνοντας σε γενναία αυτοκριτική (αντί των μισόλογων) τόσο ως προς τα τεράστια  λάθη και τις τραγικές επιλογές προσώπων κατά την κυβερνητική του θητεία όσο και ως προς την απαράδεκτα διχαστική, απροκάλυπτα συντεχνιακή, υπερφίαλη και αμετροεπή στάση του κατά την περίοδο της αντιπολίτευσης.

Αλλά και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, ΝΔ, Συμπαράταξη και  Ποτάμι, πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουν την αλλαγή που έγινε στους πολιτικούς συσχετισμούς της χώρας και να αποδεχθούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ένα κυβερνητικό κόμμα που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό και προσπαθεί να προσαρμοσθεί στην νέα πραγματικότητα. Ιδίως, δε, πρέπει να παύσουν να αντιμετωπίζουν τον πολιτικό στίβο σαν μια προσπάθεια να βγάλουν τα πολιτικά απωθημένα τους και να εμφανισθούν δικαιωμένα για την έως τώρα στάση τους, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιτέλους να συνειδητοποιήσουν ότι οι επανειλημμένες αποδοκιμασίες τους στις εκλογές δεν είναι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα μιας παρανόησης από έναν λαό «παρασυρμένο» από τον  παραπλανητικό λαϊκισμό των σημερινών κυβερνώντων κομμάτων (σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημά τους) αλλά σχετίζεται ιδίως με τον βαθύτατο καθεστωτισμό τους, την προνομιακή σχέση τους με διαπλεκόμενα συμφέροντα, τα τραγικά εγκληματικά κυβερνητικά τους σφάλματα (για τα δύο πρώτα κόμματα), αλλά και με την ανεπαρκή, επαμφοτερίζουσα και συχνά ανεύθυνη και προβληματική άσκηση αντιπολίτευσης (και από τα τρία), που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο ούτε για πολιτικές ούτε για προσωπικές «δικαιώσεις».

Δ. Με άλλα λόγια, το κομματικό σύστημα, αν θέλει να αποκαταστήσει μια στοιχειώδη σοβαρότητα και αξιοπιστία, αντί να επιδίδεται, ένθεν κακείθεν, σε πολιτικούς λεονταρισμούς και εύκολους δημαγωγικούς εντυπωσιασμούς (με τις διαβόητες πλέον «κόκκινες γραμμές» και τα άλλα ηχηρά παρόμοια), πρέπει να πει ένα «ως εδώ και μη παρέκει», να ανακρούσει πρύμναν και να ανασκουμπωθεί σε όλα τα επίπεδα, για να σωθεί ό,τι είναι δυνατόν να σωθεί, πριν είναι πολύ αργά.    Και αυτό σε επίπεδο πολιτικού συστήματος σημαίνει, προεχόντως, ότι τα κόμματα που ενδιαφέρονται για την σωτηρία της χώρας πρέπει να τερματίσουν την εμπόλεμη κατάσταση, με «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και συνδιαλλαγής», και στην συνέχεια να ενισχύσουν τους θεσμούς που διασφαλίζουν στοιχειώδεις όρους συναίνεσης και σύγκλισης, καλλιεργώντας ιδίως ένα κλίμα οργανωμένου και συνεχούς διαλόγου για όλα τα μείζονα ζητήματα.

Για τον διάλογο αυτόν, μάλιστα, κρίνω σκόπιμες τρεις τελικές επισημάνσεις:

α. Διάλογος δεν σημαίνει εγκατάλειψη των βασικών ιδεολογικοπολιτικών προταγμάτων του κάθε κόμματος, υπό το πρίσμα μιας ισοπεδωτικής και άνευ ετέρου συναίνεσης, ούτε πολύ περισσότερο μια εξαναγκασμένη συμμετοχή όλων σε οικουμενικά κυβερνητικά σχήματα. Τα κόμματα πρέπει να προσέλθουν σε αυτόν τον διάλογο με το ιδιαίτερο και διακριτό ιδεολογικό τους φορτίο, με τις δικές τους πολιτικές προτάσεις και με την δική τους θεώρηση της σημερινής πραγματικότητας. Το κύριο δε ζητούμενο είναι ένα μίνιμουμ συμφωνίας σε μείζονες επιλογές, από τις οποίες κρίνεται το μέλλον της χώρας. Από εκεί και πέρα,  αν προκύψουν και ευρύτερες πολιτικές συγκλίσεις, είτε στην προοπτική συγκρότησης ενός ευρύτερου συνασπισμού του προοδευτικού χώρου (κάτι που προϋποθέτει την προηγούμενη ανασύνθεσή του) είτε, για κάποιο διάστημα, στην προοπτική ενός ακόμη ευρύτερου φιλοευρωπαϊκού σχήματος, που θα περιλαμβάνει πλέον και την ΝΔ –με ταυτόχρονη απόχρεμψη, και στις δύο περιπτώσεις, του ανεκδιήγητου και βαθύτατα ευρωσκεπτιστικού, πλην εξουσιολάγνου, κόμματος των ΑΝΕΛ– αυτό θα πρέπει να είναι το ώριμο αποτέλεσμα και όχι η εκβιαστική προϋπόθεση του διαλόγου.

β. Η ένταξη της συνταγματικής αναθεώρησης στην αρχική ατζέντα αυτού του διαλόγου είναι μεν ορθή αλλά δεν πρέπει να θεωρείται πανάκεια, υπό το πρίσμα μιας υπερβατικής αντίληψης για τον ρόλο και τις δυνατότητες του Συντάγματος. Με αυτά τα δεδομένα, υπάρχουν πράγματι αλλαγές που φαίνεται να έχουν ωριμάσει στην συνείδηση του πολιτικού κόσμου και άρα που μπορούν να τύχουν εύκολα ευρύτερης συμφωνίας. Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες που δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει σε συγκεκριμένες και κοινά αποδεκτές προτάσεις. Ως εκ τούτου πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο οργανωμένου, συστηματικού και ειλικρινούς διαλόγου, διότι μόνον αν συγκεντρώσουν ευρεία αλλά και συνειδητή συναίνεση μπορούν να σηματοδοτήσουν μια συνολικότερη αλλαγή παραδείγματος για το πολιτικό μας σύστημα, προκειμένου αυτό να ανταποκριθεί, με την αναγκαία επάρκεια και πληρότητα, στις προκλήσεις των καιρών.

Ωστόσο, πριν φθάσουμε σε μια τέτοια συμφωνία, πρέπει και εδώ να προηγηθούν «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», δηλαδή αλλαγές που δεν χρειάζονται συνταγματική αναθεώρηση αλλά μπορούν να αλλάξουν ριζικά  το κλίμα, όπως ιδίως η αλλαγή του εκλογικού συστήματος (που θα ήταν λάθος να συσχετισθεί με το Σύνταγμα) και μια γενναία διοικητική μεταρρύθμιση, με αφετηρία την καθιέρωση του επιτελικού κράτους (οι σχετικές προτάσεις μου, για αμφότερες τις αλλαγές, έχουν ήδη διατυπωθεί επανειλημμένα στον Τύπο αλλά και στις φιλόξενες στήλες αυτής της ηλεκτρονικής εφημερίδας).

γ. Για την αλλαγή του κλίματος, προς την κατεύθυνση της συνδιαλλαγής και της συναίνεσης, αλλά και για την οργάνωση ενός ειλικρινούς και απροκατάληπτου διαλόγου, για τα μείζονα πολιτικά ζητήματα, η κυβέρνηση πράγματι επιβάλλεται να αξιοποιήσει τις καλές υπηρεσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος όχι μόνον διαδραμάτισε ιδιαίτερα θετικό (ίσως και καταλυτικό) ρόλο για την αποτροπή του Grexit αλλά και φαίνεται διατεθειμένος να αναλάβει και εφεξής όλες τις δυνατές πρωτοβουλίες, τανύζοντας στο έπακρο τα θεμιτά όρια των αρμοδιοτήτων του, προκειμένου να συμβάλει σε μια τέτοια εξέλιξη.

Ωστόσο και στο σημείο αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στους κυβερνητικούς χειρισμούς, προκειμένου οι όποιες πρωτοβουλίες του Προέδρου όχι μόνον να είναι αλλά και να φαίνονται πολιτικά ουδέτερες. Το ζητούμενο δηλαδή είναι να παραμείνει ο Πρόεδρος σε έναν αυστηρά εποικοδομητικό και μετριαστικό ρόλο, συμβατό με τις ρυθμιστικές αρμοδιότητές του, ώστε να διευκολύνεται η πολιτική συνεννόηση για τα μείζονα, χωρίς να εγείρονται οποιεσδήποτε υπόνοιες είτε για μεροληπτικές  παρεμβάσεις του (υπέρ θέσεων ή/και προσώπων) είτε, πολύ περισσότερο, για εμπλοκή του, καθ’οιονδήποτε τρόπο, στην πολιτική διαμάχη.

 

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών