Toυ Νικόλα Σεβαστάκη
Όλο αυτό που συμβαίνει με τον Κασσελάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι δυσάρεστο και αξιολύπητο, αλλά όχι ευκαιρία για φτηνά ανέκδοτα.
ΤI HTAN O ΣΥΡΙΖΑ; Έχουν γραφτεί και ειπωθεί σχεδόν τα πάντα σε αυτά τα δέκα, δεκαπέντε χρόνια των μεγάλων αναταραχών και αλλαγών. Ξέρουμε, όμως, τι απόγινε αυτός ο πολιτικός χώρος που γίνεται τώρα, για άλλη μια φορά, αφορμή για καλαμπούρια και πικρά σχόλια από αντιπάλους και πρώην πιστούς.
Με δυο λόγια: στα χρόνια της χρεοκοπίας, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να εκπροσωπήσει συναισθήματα και κάποιες προσδοκίες πολλών Ελλήνων που έβλεπαν την κατάρρευση ενός οικοδομήματος και ένιωθαν να τους πολιορκεί η απώλεια. Απώλεια όχι μόνο οικονομική αλλά και ψυχολογική και συναφής με την κοινωνική τους θέση και τον αυτοσεβασμό. Με όπλο έναν θυμωμένο κεϊνσιανισμό (ποτέ υπερβολικά ριζοσπαστικό στην ουσία) κατάφερε να του αναθέσουν (κυρίως στον Αλέξη Τσίπρα) την ελάφρυνση των συνεπειών της κρίσης. Όταν αργότερα η κυβερνητική του θητεία θα σημαδευτεί από τις στροφές και τις προσαρμογές μιας πιο «ρεαλιστικής» φάσης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αυτοανακηρυχτεί η κυρίαρχη αντιδεξιά δύναμη της χώρας, ένα είδος πίστας για μια αόριστη «δημοκρατική παράταξη» κατά ενός πρωθυπουργού που αναπαριστανόταν διαρκώς ως ηγέτης μιας αυταρχικής και σκληρής δεξιάς.
Ας πούμε εν τέλει πως οι επιτυχίες στην εκπροσώπηση συναισθημάτων και ο θυμωμένος κεϊνσιανισμός (ο οποίος γρήγορα συνάντησε τα όρια των μνημονιακών δεσμεύσεων) δεν μπόρεσαν να φτιάξουν κάτι ανθεκτικό. Δεν έγιναν ποτέ πολιτική εκπροσώπηση ζωντανών δυνάμεων και χώρων. Το αστείο μάλιστα είναι πως ο λεγόμενος κινηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ – ήδη εξασθενημένος το 2014-15, προτού αναλάβει τη διακυβέρνηση− ήταν περισσότερο μια προβολή των επικριτών του παρά κάτι αληθινό. Η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ (κι εδώ πολλοί έχουμε το μικρό ή μεγάλο μερίδιό μας) του προσέδωσε συχνά ριζοσπαστικές ιδιότητες που δεν είχε ή δεν τις είχε στον βαθμό που φαντάζονταν κάποιοι εντός και εκτός. Στον πραγματικό ΣΥΡΙΖΑ κυριάρχησε μάλλον η αδυναμία και μετά η αδιαφορία για σύνθεση του ριζοσπαστισμού με τον μεταρρυθμισμό. Η όποια προοδευτική κρατική βούληση δεν ενώθηκε αληθινά με αιτήματα και αγωνίες πολιτών και κινημάτων, αλλά οδήγησε σε ένα κόμμα στελεχιακής πολιτικής. Η ήττα του 2019 και όσα ακολούθησαν θα δώσουν μια ευκαιρία για τη διατήρηση και την ανάπτυξη του πολιτικού χώρου που είχε ακόμα σημαντικά αποθέματα στήριξης. Τότε όμως ήρθε η κρίση της πανδημίας, ο ισχυρός κυβερνητικός παρεμβατισμός ανάσχεσης διά της χρηματοδότησης και η μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής στον διαδικτυακό πόλεμο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επαναπαύτηκε σε μεγάλο βαθμό στα κύματα αρνητικής καμπάνιας και, εκ νέου, σε ένα παιχνίδι ενθάρρυνσης και αναπαραγωγής αντικυβερνητικών συναισθημάτων. Αυτό όμως που κατά την πρώτη αντιμνημονιακή συγκυρία κατέβαζε κόσμο στον δρόμο, στην εποχή μετά το 2020 παίχτηκε απλώς στα «τρολ» και σε μια σειρά μπαρόκ αντιμητσοτακικών σεκάνς. Αυτό που το 2012 ήταν ορατή αγανάκτηση, μετά το 2020 είναι δυσφορική αποστασιοποίηση και πικρόχολη επιβίωση. Παρά το ότι υπήρχαν αναμφισβήτητα καλύτερες επεξεργασίες πολιτικής και κοινοβουλευτική εργασία και επιβίωναν (ακόμα) εστίες αριστερής θεωρίας, όλα αυτά υποχωρούσαν και γινόταν απλώς ένα ανιαρό, «ακαδημαϊκό» υπόστρωμα που δεν ενδιέφερε το κοινό που είχε δημιουργηθεί.
Για έναν κόσμο, ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε κυρίως ο Αλέξης Τσίπρας εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τα υπόλοιπα (τα ιδεολογικά, τα «θεωρητικά», τα προγράμματα) γίνονταν όλο και εντονότερα πηγή κούρασης και εκνευρισμού. Συντελέστηκε μια βαθιά απο-ριζοσπαστικοποίηση του χώρου, όχι ως καρπός κατανόησης των πολιτικών όρων της κατάστασης, αλλά ως απλό μπάφιασμα, κόπωση και νευρωτική αναζήτηση ενός αρχηγού που θα ξαναέβαζε στο παιχνίδι της εξουσίας έναν καταπτοημένο ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτήν τη δίοδο κόπωσης, διαψεύσεων και οργής με την «ανικανότητα» του ενός ή του άλλου, από αυτό το υλικό που είχε ήδη συρρικνώσει τον πολιτικό ΣΥΡΙΖΑ, ξεπήδησαν ο Κασσελάκης και ο κασσελακισμός. Στη θέση του ηθικού πλεονεκτήματος, φύτρωσε μια ανίδεη αυτοπεποίθηση με άγνοια κινδύνου.
Τώρα παρακολουθούμε μια ιστορία αποσύνθεσης που έχει άγνωστη κατάληξη σε σχέση με το ποια εν τέλει πρόσωπα και οργανωτικός σκελετός θα επιβιώσουν με την ίδια ή μια άλλη ονομασία. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε το σημαντικότερο: τα κόμματα, οι πολιτικές ονομασίες, ακόμα και το κομματικό προσωπικό, είναι η μία πλευρά της Ιστορίας. Πολλοί απολαμβάνουν τώρα την (κατά)πτωση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε από μια θέση αριστερής δικαίωσης είτε με την ανακούφιση όσων πιστεύουν ότι ένας κεντρώος/κεντροδεξιός μονοπολισμός είναι η μόνη λογική και μοντέρνα εκδοχή για τη χώρα. Φυσικά, η απόλαυση κι ακόμα και το μαύρο χιούμορ και μια δόση μοχθηρής χαράς είναι κομμάτι των ανθρώπινων παθών στην πολιτική. Υπήρξαν άλλωστε πολλοί λόγοι για να ασκήσει κανείς κριτική και να «αποδομήσει» τους «συριζαίους» και τα πολιτικά προϊόντα τους. Να όμως που εδώ και χρόνια άλλοι βρίσκονται στις θέσεις εξουσίας, ενώ και διεθνώς τα μεγάλα και τραυματικά ζητήματα δεν τα έχει δημιουργήσει η αριστερά, ούτε η λαϊκιστική, ούτε η ριζοσπαστική. Η μετατόπιση τεράστιας ισχύος σε ιδιωτικά συμφέροντα και ανεξέλεγκτες εταιρείες, η κρίση των δημόσιων χώρων, η κλιματική κατάρρευση που συνδέεται άρρηκτα με επιλογές οικονομικές και αναπτυξιακές (και όχι απλώς με έλλειψη σύνεσης των ατόμων) είναι πράγματα απείρως πιο σημαντικά από τη χαμηλή ή στραβή πολιτική κουλτούρα κάποιων αριστερών κομμάτων. Εξάλλου, με εξαιρέσεις, σήμερα το ρεύμα είναι ο δεξιός ριζοσπαστισμός και από την άλλη η αδυναμία των κεντροτεχνοκρατικών σχηματισμών να δημιουργήσουν καλύτερους όρους ζωής για τους πολλούς.
Επιστρέφοντας έτσι στο ψυχόδραμα με τον Κασσελάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ, όλο αυτό είναι δυσάρεστο και αξιολύπητο, όχι όμως ευκαιρία για φτηνά ανέκδοτα. Στην ουσία πήγε στα άκρα μια διαδικασία που έχει παρελθόν. Το είπαμε ήδη: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν κόμμα κοινωνικών εκπροσωπήσεων όσο χώρος στελεχών και άρθρωσης δημόσιων, αντικυβερνητικών συναισθημάτων. Δεν κατάφερε να αποτελέσει ούτε σθεναρή μεταρρυθμιστική αριστερά ούτε κινηματική αριστερά. Έγινε κόμμα μιας μετακινούμενης εκλογικής βάσης και υψηλής οπαδικής έντασης στη βάση ενός προσωποκεντρικού «αντιμητσοτακισμού». Με τον Στέφανο Κασσελάκη θα πέσει όλο το βάρος ώστε ο χώρος να μετατραπεί σε ένα είδος κόμματος προσωπικής καμπάνιας, απροσδιόριστο αντικείμενο μιας παράδοξης μείξης του ινφλουερισμού της αγοράς και ενός υβριδικού αριστερο-πατριωτισμού.
Σε αυτό το σημείο η αντίδραση της «πολιτικής γραφειοκρατίας» έρχεται να πει «όχι». Για τους δικούς της λόγους. Αυτό το «όχι» είναι σημαντικό, αν και με πρόσωπα (αρκετά από αυτά) και όρους που φαίνεται να συντηρούν τα αβαθή νερά ενός ξεδοντιασμένου κόμματος. Είναι πια τόσο το βάρος των απογοητεύσεων και των ιδιωτεύσεων που έχουν πυκνώσει εδώ και χρόνια, ώστε η μόνη δυνατότητα πειθούς για κάτι άλλο να περνάει από πραγματικές κινήσεις καινούργιας αρχής. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αποτέλεσμα ενός συνδυασμού ιστορικών ευκαιριών και πολιτικών επιλογών είναι παρελθόν. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο για τον πολιτικό χώρο του σοσιαλισμού ή μιας πραγματικής κοινωνικής δημοκρατίας που πρέπει να επιδιώκει να αφαιρεί κυριαρχία και πλούτο από συγκεκριμένα συμφέροντα για να αναπνεύσουν οι υπόλοιποι, οι περισσότεροι. Όσα κόμματα υπάρξουν και σταθούν με επάρκεια σε αυτή την ανάγκη και βρουν πραγματικά ερείσματα (όχι τα φανατικά τρολ ούτε τους αρθρογράφους γνώμης), μπορεί να συνθέσουν μια παράταξη κι όχι απλώς μικρομεσαίους οργανισμούς που αγωνιούν για την αυτοσυντήρησή τους.
ΑΠO TH LIFO