Toυ Μελέτη Ρεντούμη
Η κυβέρνηση είναι αλήθεια ότι χαλάρωσε όπως όλοι μας τις ημέρες των εορτών και με αφετηρία το νέο έτος που μόλις ξεκίνησε, έχει δομήσει μια δική της πρόταση για το πιο κομβικό ζήτημα που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και την πορεία της οικονομίας, που δεν είναι άλλο από το ασφαλιστικό.
Η πρόταση που έχει δει το φως της δημοσιότητας και φυσικά θ’αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές στα πλαίσια της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου, σίγουρα δεν λύνει το πρόβλημα ούτε το αντιμετωπίζει στην βάση του.
Επιχειρείται, λοιπόν, για μία ακόμη φορά, να δοθεί μια λύση με όρους λαϊκισμού ώστε να επικοινωνηθεί στον κόσμο ότι δεν μειώνονται οι κύριες συντάξεις, όταν θα υπάρξει, σχεδόν σίγουρα, μείωση τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές, εφόσον τα μέτρα που προτείνονται είναι καθαρά εισπρακτικά και βυθίζουν την αγορά σε τέλμα για μία ακόμη φορά.
Τα μεγάλα λάθη της κυβέρνησης όσον αφορά την πρότασή της είναι τα ακόλουθα:
1.Υποστηρίζει ότι το σύστημα μπορεί να είναι βιώσιμο χωρίς περικοπές μέχρι το 2031, που σημαίνει ότι προτείνει ημίμετρα ώστε να παραταθεί το ισχύον καθεστώς για 15 χρόνια ακόμα στα πλαίσια μιας επιδοματικής πολιτικής χωρίς αναπτυξιακό κίνητρο. Ένα συνταξιοδοτικό σύστημα, με βάση τις αναλογιστικές μελέτες, για να χαρακτηριστεί βιώσιμο θα πρέπει να υπερβαίνει τον μέσο χρόνο ασφάλισης ενός εργαζομένου, δηλαδή πάνω από 35 χρόνια ασφάλισης.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση η ελληνική οικονομία αν συνεχίσει να βρίσκεται σε ύφεση ή έστω σε αναιμική ανάπτυξη ως προς το ΑΕΠ, θ’αντιμετωπίσει δραματικές περικοπές για τους σημερινούς εργαζόμενους στην ηλικιακή ζώνη των 40-50 ετών.
2. Παρέχει σε όλους ανεξαιρέτως εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, ακόμα και με 15 έτη ασφάλισης, όταν υπάρχουν ακόμα και σήμερα συντάξεις των 400 ευρώ που ενσωματώνουν το βασικό αλλά και το αναλογικό τμήμα της σύνταξης και μάλιστα με 30 χρόνια ασφάλισης.
Οφείλει εδώ η κυβέρνηση να θέσει εισοδηματικά κριτήρια για την 15 ετία ή ν’αυξήσει το όριο ηλικίας για την κατοχύρωση εθνικής σύνταξης, δεδομένου ότι έχει αυξηθεί σημαντικά το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα από την δεκαετία του 70 και μετά.
3.Προτείνει αύξηση εργοδοτικών εισφορών αλλά και των εργαζομένων σε ποσοστά 1% και 0.5% αντίστοιχα, όταν έχει ήδη επανέλθει αναδρομικά από τα μέσα του 2015, η εισφορά αλληλεγγύης αυξημένη κατά 30% και η προκαταβολή φόρου των επιχειρήσεων είναι πλέον στο 100%.
Σε μια αγορά που τόσο η λιανική όσο και η χονδρική πώληση έχουν καταρρεύσει, οι εξαγωγές έχουν συρρικνωθεί αλλά και οι εισαγωγές έχουν καταποντιστεί λόγω των capital controls, οποιαδήποτε αύξηση εισφορών, θα οδηγήσει άμεσα σε χιλιάδες απολύσεις ή εναλλακτικά σε μαύρη αδήλωτη εργασία.
Είναι ανήκουστο με ανεργία στο 26% μεσοσταθμικά, αλλά και ανεργία μέχρι 25 ετών στο 60%, να επιχειρείται ταφόπλακα στην απασχόληση.
4.Πρόταση για επιβολή φόρου στις τραπεζικές συναλλαγές. Πρόκειται για μια παραλλαγή του φόρου Tobin, ο οποίος αφορά κυρίως τις χρηματιστηριακές συναλλαγές,
Αφορά κατά πολλούς αναλυτές, ένα καθαρά εισπρακτικό μέτρο χωρίς αντίκρυσμα το οποίο είναι ανεδαφικό και αυτοαναιρεί τον ρόλο του.
Πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που η ίδια έκλεισε, να δηλώνει ότι θέλει την ευρεία χρήση του πλαστικού χρήματος εναντίον της φοροδιαφυγής και ταυτόχρονα ν’ανακοινώνει νέο φόρο;
Εκεί δηλαδή που ήταν σε εξέλιξη η διαδικασία μείωσης των προμηθειών για χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, τώρα ο πολίτης θα χρεώνεται και με την απλή ανάληψη ή οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή το ύψος των οποίων δεν έχει διευκρινιστεί.
Είναι βέβαιο ότι εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα δημιουργήσει μια νέα μαύρη αγορά με μετρητά για την αποφυγή των χρεώσεων καθώς και αυτόματη μείωση της χρήσης του πλαστικού χρήματος.
Όπως γίνεται κατανοητό, με βάση τα παραπάνω, ακόμα και να γίνουν πλήρως αποδεκτά από τους δανειστές, γεγονός ελάχιστα πιθανό βέβαια, το ασφαλιστικό σύστημα όχι μόνο δεν κρίνεται βιώσιμο, αλλά επιβαρύνει σφόδρα την πραγματική οικονομία σε μια περίοδο που κάθε φορολογούμενος και κάθε επιχείρηση, μετράει τις πληγές της από την επιβολή των capital controls.
Η κυβέρνηση, οφείλει ν’αφήσει τις παλινωδίες και να θεσμοθετήσει άμεσα σοβαρά αναπτυξιακά μέτρα με άρσης της γραφειοκρατίας ώστε ν’ανοίξουν νέες εγχώριες επιχειρήσεις και να έρθουν σημαντικές επενδύσεις στη χώρα.
Μόνο με την αύξηση του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας, θα έρθουν νέες θέσεις εργασίας και ασφαλιστικές εισφορές και θα καταστούν βιώσιμα τα Ταμεία και άρα θα μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια στις επόμενες γενεές τόσο η βασική όσο και η αναλογική σύνταξη.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δυναμικής Ελλάδας.