Της Νόρας Ράλλη
Μετά το πρωτοποριακό και ρηξικέλευθο «Το πιατάκι της Φάρλεϊ» που συντάραξε κοινό και κριτικούς, μετά τη μεγαλειώδη υπερπαραγωγή «Το χαλάκι της Ολγας» που ξεθεμελίωσε το πολιτικό σκηνικό και το επανέφερε πάνω σε χαλιά, σε περσικά χαλιά και σε «χάλια, που ανήκουν στο κράτος», όπως πολύ σωστά μας θύμισε ο Αδωνις, μπερδεύοντας τα «χάλια» με τα «χαλιά» γιατί μπορεί, έρχεται το πολυαναμενόμενο, τρίτο μέρος της τριλογίας, με τίτλο «Το διαμαντάκι της Αννας»!
Πρόκειται για ένα δράμα διαρκείας (ποια Μάρθα και ποια Βούρτση; εδώ μιλάμε θα κλάψουνε μανούλες στην κυριολεξία), όπου η κάμερα-στιλό καταγράφει τη ζωή μιας δυστυχισμένης, γεννημένης μέσα στα ορυχεία του λιγνίτη μελαχρινής κοπέλας (που και ξανθιά να ήταν, με τόσο ορυχείο, θα μελανούριζε, δεν υπήρχε περίπτωση), με πατέρα κομμουνιστή, που μεροδούλι-μεροφάι. Ο πατέρας επιστρέφει κάθε μέρα κατάκοπος στο σπίτι, πετάει με το ένα χέρι το χιλιομπαλωμένο σακάκι πάνω σε ένα σκοροφαγωμένο ντιβάνι, όπου κοιμάται με την απλή πλην τίμια γυναίκα του, που γνώρισε στα νιάτα του και δεν ξέρουμε τίποτε άλλο γι’ αυτήν, σε ένα ντιβάνι που μοσχομυρίζει ωστόσο λουλάκι και κερί μέλισσας, μαζεμένο στα κρυφά από τα μελίσσια του γείτονα, νύχτα, με πανσέληνο, από τα χεράκια της γυναίκας του, που κατά τα άλλα δεν ξέρουμε τίποτε άλλο γι’ αυτήν, και το οποίο τρίζει κάθε τρίτη Κυριακή του μήνα. Ε, μια τέτοια Κυριακή ήτανε που καταπιάστηκε με το να φτιάξει την Αννούλα, η οποία στο αυτό ντιβάνι εγεννήθη εις σεπτόν έτος 1959. Τότε οι περισσότεροι κομμουνιστές ήταν ή φυλακή ή σε διακοπές διαρκείας σε ακριτικά νησιά με έξοδα του κράτους, αλλά ο αυτός πατέρας ξέφυγε και έδειξε στη μικρή από μικρή πώς να ξεφεύγει και η ίδια, ώστε να μπορέσει κάποτε να ξεφύγει από τη μαύρη της (λόγω του λιγνίτη) μοίρα και να περπατάει σε πολύ πιο ακριβά χαλιά ακόμη κι απ’ της Ολγας τις μπουχάρες!
Δίπλα στη λάμπα λαδιού διάβαζε η Αννούλα, παραδίπλα τού προαναφερθέντος ντιβανίου, που συνέχιζε να μυρίζει λουλάκι και κερί μέλισσας, μαζεμένο με τα χεράκια της μητέρας της για την οποία δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο, και εκεί που μελετούσε Γενική Οικοδομική και Σχέδιο, γιατί ήθελε να γίνει πολιτικός μηχανικός, αποφάσισε να κάνει αυτό ακριβώς: θα επέβαλλε τη δική της Γενική Οικοδομική με ένα Σχέδιο που καλλιεργούνταν στο μυαλό της, μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους του ορυχείου, σχεδόν από τη στιγμή που γεννήθηκε, ώστε να μη χρειάζεται να ξαναγυρίσει ποτέ πίσω εκεί που γεννήθηκε.
Και το κατάφερε: Στα 26 της έγινε νομάρχης, μετά έγινε πρόεδρος του Ελληνικού Οργανισμού Μικρών-Μεσαίων Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας, μετά έγινε γ.γ. Βιομηχανίας (ω ναι!), μετά εξελέγη βουλευτής Κοζάνης, μετά ορίστηκε υφυπουργός Ανάπτυξης με ευθύνη για τις ιδιωτικοποιήσεις (ω ναι…) επί κυβέρνησης Σημίτη, μετά έγινε επίτροπος της Κομισιόν με αρμοδιότητα την «απασχόληση» (μας πρόκοψε), πιο μετά επενεξελέγη βουλευτής, πιο πιο μετά μεταεπανεξελέγη, ε και αμέσως μετά έγινε υπουργός Παιδείας επί κυβέρνησης Γιωργάκη Παπανδρέου και συνέχισε ως τέτοια στην κυβέρνηση του τραπεζίτη Παπαδήμου και μετά ως ακριβώς τέτοια στη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.
Εκεί πια άνοιξε τον δρόμο προς τη Γενική Αποδομική: συμβούλια διοίκησης στα ΑΕΙ, κινήσεις προς την ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, φωτοτυπίες αντί για βιβλία στα σχολεία, κλείσιμο εκατοντάδων σχολικών μονάδων, συγχωνεύσεις άλλων τόσων. Μετά έγινε υπουργός (Αδιανόητης) Ανάπτυξης, μετά βγήκε στην ελεύθερη αγορά και ίδρυσε το think tank «Το Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη» (ένα τανκ όπου μπαίνουν μέσα και σκέφτονται είναι αυτό), για να προκόψει και την Ευρώπη, που έγκωσε στη μεταρρύθμιση, παραλίγο να μπει στον ΟΟΣΑ ως γ.γ. (πολύ χρήμα εκεί – της κόστισε που δεν! Υπάρχει ένας σχετικός τραγικός μονόλογος στο έργο, με την Αννα Καΐλα να περιγράφει με προφανή οδύνη τις καΐλες της), ε και μετά έγινε πρόεδρος της Επιτροπής Σοφών της Ε.Ε. για την Κοινωνική Πρόνοια.
Αυτό δεν είναι βιογραφικό. Αυτό είναι… το διαμαντάκι της Αννας. Που έλαμψε από τα σκοτάδια του ορυχείου. Fin.
(Προσεχώς στους κινηματογράφους της γειτονιάς σας. Αντί εισιτηρίου, η ψήφος σας)
ΑΠΟ ΤHN EΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ