Του Γ. Λακόπουλου
Ήταν μια ακόμη πολύ κακή συζήτηση στη Βουλή που ανέδειξε ότι σε μια κρίσιμη στιγμή οι πολιτικές δυνάμεις αντί να συγκλίνουν ανοίγουν το χάσμα μεταξύ τους. Μια συζήτηση στην οποία ο πολιτικός λόγος υποκαταστάθηκε από τις προσωπικές αντεγκλήσεις στα όρια του ξεκατινιάσματος.
Όσο για το αποτέλεσμα μια από τα ίδια. Από ουσία μηδέν και από εντυπώσεις για μια φορά ακόμη ο Τσίπρας έκλεβε εκκλησία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήρξατο χειρών αδίκων σ’ αυτή την αντικοινοβουλευτική συζήτηση. Πήγε στη Βουλή αποφασισμένος να προκαλέσει ένταση με αφορμή το θέμα που ο ίδιος έφερε στην πρώτη εμφάνισή του σε ‘Ώρα του πρωθυπουργού»- την εγκληματικότητα. Θέλει να προβάλει ως εκσυγχρονιστής και προοδευτικός, αλλά το δόγμα «τάξη και ασφάλεια» διαπερνά και τη δική του πολιτική σκέψη.
Θεώρησε, λοιπόν, ότι είναι η ώρα να αναδείξει ένα θέμα -με υπαρκτές διαστάσεις -που του επιτρέπει να κλείσει το μάτι στην ακροδεξιά. Η επικαιρότητα, παραδόξως, τον διευκόλυνε καθώς τις τελευταίες ημέρες πλήθυναν τα επεισόδια στο κέντρο της πόλης.
Με άχαρη ανάγνωση του κειμένου που του είχαν ετοιμάζει το θερμόμετρο δεν ανέβαινε. Γι’ αυτό το τερμάτισε. «Είστε πρωθυπουργός ή προβοκάτορας;» ρώτησε τον Αλέξη Τσίπρα. Μιλούσε ο αρχηγός της ΝΔ ή ο αντιπρόεδρός του Άδωνις Γεωργιάδης; Ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, είναι κακεντρέχεια
Σε πολλά, αν όχι σε όλα, από πραγματικά περιστατικά τα οποία ανέφερε ο Κυριάκος είχε δίκιο. Όπως έχουν όσοι αναφέρονται σ’ αυτό το θέμα. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα παρουσίασε, το ύφος που υιοθέτησε, υποδήλωσε ότι δεν τον αφορά το πρόβλημα αυτό καθ’ εαυτό. Απλώς έκρινε ότι γι’ αυτόν είναι προνομιακό πεδίο. Ότι τον συμφέρει να αναφέρεται στο φόβο, στην ανασφάλεια και στην ανησυχία που προκαλεί στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Αλλά η κυβέρνηση στην οποία αναφέρθηκε κυβερνάει μόλις δυο χρόνια. Και βέβαια δεν είναι αυτή που έφερε την εγκληματικότητα. Υπήρχε και πριν και θα υπάρχει και μετά από αυτήν.
Επί των ημερών του πατρός Μητσοτάκη η ΝΔ προέβαλε ότι το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά ο Ανδρέας Παπανδρέου ταυτίζεται με την τρομοκρατία. Κάτι ανάλογο προσπάθησε να υπονοήσει ο Κυριάκος για τη σημερινή κυβέρνηση προσφεύγοντας σε ευτελή επιχειρήματα, ακροδεξιές ατάκες και υπονοούμενα καφενείου για την αναρχία και την εγκληματικότητα.
Δεν είναι πολύ γενναίο για έναν πολιτικό που θέλει να κυβερνήσει να παίρνει ένα φαινόμενο σαν την εγκληματικότητα -που αφορά όλον τον κόσμο και όλες τις εποχές, όλες τις χώρες- και να προσπαθεί να το φορτώσει αποκλειστικά στην κυβέρνηση. Να αφαιρεί τη δημοκρατική ουσία από την αστυνόμευση και να υποκλίνεται στην κατάχρηση εξουσίας.
Ο Τσίπρας κατ’ αρχήν απάντησε με στοιχεία και σχετικά ήπια. Απλώς στο τέλος κάλεσε τον αντίπαλό του να μιλήσει για την αξιολόγηση και για το ταξίδι του στη Γερμάνια.
Ο Μητσοτάκης θα μπορούσε απλώς να απαντήσει. Αλλά προτίμησε να γενικεύσει την επίθεση φτάνοντας ως τους υπαινιγμούς για την παρουσία ενός υπουργού σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι και το γνωστό ταξίδι Τσίπρα στο Παρίσι. Έχοντας το λουρί λυμένο για καυγά ο Πρωθυπουργός τον έριξε στο καναβάτσο σε προσωπικό επίπεδο: από το πόθεν έσχες μέχρι τον Κήρυκα Χανίων. Το κλίμα στράβωσε και το αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των περιστάσεων.
Αυτή δεν είναι εμφάνιση πολιτικών αρχηγών στη Βουλή. Αλλά ο πρώτος που έριξε το επίπεδο, ίσως γιατί δεν μπορεί να το πάει παραπάνω, ήταν ο Κυριάκος. Κακό του κεφαλιού του βέβαια. Ο πρόεδρος της ΝΔ είναι αδύναμος στην αντιπαράθεση και σε ό,τι αφορά το ύφος της παρουσίας του και την επιχειρηματολογία του. Για μια φορά ακόμη πέρασε ο ίδιος τη θηλειά στο λαιμό του. Αυτό μπορεί να βλάπτει τον ίδιο, αλλά δεν ωφελεί κανέναν. Ο κοινοβουλευτισμός έχασε από αυτή τη συζήτηση.