Του Νίκου Λακόπουλου
Η ιστορία του νεοελληνικού κράτους αρχίζει ως θρίλερ. Ο νεαρός ρομαντικός και μελαγχολικός ποιητής Μιχάλης Κυρίτζης, ο Ρήγας Φεραίος, κάλεσε όλους τους Βαλκάνιους «εις τα όπλα διά να αναλάβουν την αρχαίαν δόξαν και ελευθερίαν», ώσπου έπεσε με τους λίγους συντρόφους του στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας. Ο πατριάρχης, που μισεί τα μαθηματικά και τη φυσική και γενικά τας «αλλοκότους τινάς καινοτομίας και νέας νομοθεσίας », θα εκδώσει «Πατρικήν Διδασκαλίαν» εναντίον του Ρήγα.
Ο σουλτάνος ήταν για το πατριαρχείο «πρύτανης των αγαθών και φύλακας της ζωής και ασφάλειας των Ελλήνων». Ο Ρήγας επικίνδυνος. Δεν απειλούσε μόνο την οθωμανική κυριαρχία, αλλά και το καθεστώς. Οι Αυστριακοί βασάνισαν τα μέλη της οργάνωσης στα μπουντρούμια με πυρωμένα σίδερα και τροχούς, κι ό,τι απέμεινε από τα κορμιά τους πετάχτηκε, με περιφρόνηση και μίσος, στο Δούναβη.
Λίγα χρόνια αργότερα πεντακόσιοι ιερολοχίτες με βραδειμβούργια σιρίτια κι ένα κράνος με γείσο κι έμβλημα το «Ελευθερία ή Θάνατος» θα σφαγιαστούν στο Δραγατσάνι. Τριάντα εφτά ζωντανά εφηβικά κορμιά, φοβισμένα κι αλυσοδεμένα, θα φτάσουν με εξευτελισμούς από το Βουκουρέστι, πεζή, στην Πόλη για να τα αποκεφαλίσει ο ίδιος ο σουλτάνος. Τα υπόλοιπα από τα κεφάλια των ιερολοχιτών –που δεν μπόρεσαν να σωθούν– θα τα πάρει ως δώρο κομμένα και ματωμένα μέσα σε λινάτσες με άχυρα.
Το όραμα του Ρήγα για μια βαλκανική ομοσπονδία θα σκοτωθεί οριστικά όταν ο Ρουμάνος επαναστάτης Τούντορ Βλαντιμιρέσκου δολοφονείται μεσάνυχτα σε ενέδρα από ανθρώπους του Υψηλάντη. Φαίνεται πως η Επανάσταση σχεδιάστηκε από τρεις εμπόρους –τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας– που συναντήθηκαν συνωμοτικά στην Οδησσό το 1814 για να φτιάξουν τη μυστική οργάνωση που ορκίζεται στο Υπέρτατο Ον. H εταιρεία είχε υποτιθεμένο «χορηγό» τη Ρωσία, αλλά συχνά οι Ρώσοι υποκινούσαν εξεγέρσεις για να πιέζουν την Τουρκία και μετά εγκατέλειπαν τους γκιαούρηδες στο έλεος των Οθωμανών.
Από τους ηγέτες της εταιρείας ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο, μέλος της Εταιρείας Ελευθέρων Τεκτόνων, θα φύγει πικραμένος για το Βουκουρέστι όταν η Επανάσταση πνέει τα λοίσθια. Θα επιστρέψει το 1837, πάμπτωχος, όταν έμαθε ότι ένας άλλος Φιλικός, ο Αναγνωστόπουλος, τον κατηγόρησε ότι έκλεψε τα χρήματα της «εθνικής κάσας». Για να αποδείξει την αθωότητά του γράφει τα Απομνημονεύματα της Εταιρείας. Θα πάρει το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Ζούσε σε μια τρώγλη στην οδό Νικοδήμου 27, ώσπου το 1852 τον βρήκαν νεκρό κάτω από τη σκάλα του κοινοβουλίου. Ήταν πια εβδομήντα τεσσάρων χρονών. Είπαν ότι γλίστρησε και τον κηδεύσανε με τιμές στρατηγού.
Οι Φιλικοί
Ο Νικόλαος Κουμπάρος, από την Άρτα, που εμπορευόταν σκούφους, πέθανε πριν από την Επανάσταση. Ο πιο νέος, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, γιος του γουνέμπορου Νικηφόρου Τεκελή από τον Τύρναβο που είχε παντρευτεί μια πλούσια νύφη στα Γιάννενα, ήταν ένας πανέμορφος νεαρός που λέγεται ότι βιάστηκε από το γιο του Αλή Πασά. Θα βρεθεί στο Παρίσι για σπουδές στην ιατρική, όπου θα συνδεθεί με τη μυστική οργάνωση Ελληνόγλωσσο Σχολείο. Στο Δραγατσάνι είναι υπασπιστής του Υψηλάντη και τραυματίζεται. Το 1827 είναι υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου του Κράτους. Θα φύγει –κι αυτός πικραμένος– το 1832 από την Ελλάδα, για να πεθάνει στη Μόσχα το 1851.
Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ συνδέεται με τη δολοφονία του τέταρτου από την ηγετική ομάδα της Φιλικής Εταιρείας. Ο Νικόλαος Γαλάτης πυροβολήθηκε πισώπλατα στην Ερμιόνη το 1919 από τον Τσακάλωφ. Μόλις είχε συναντήσει τον Καποδίστρια στην Οδησσό. Ο έμπιστος «υπουργός» του τσάρου πέταξε έξω τον Γαλάτη και του συνέστησε να πει σε αυτούς που τον έστειλαν να μάθουν να ζουν με τις κυβερνήσεις του «έως ότου η θεία πρόνοια ευνοήσει άλλως».
«Διά να σκέπτεται, κανείς, κύριε, περί τοιούτου σχεδίου, πρέπει να είναι τρελλός. Διά να τολμήσει δε να μου μιλήσει περί τούτου, εις τον οίκον τούτον, όπου έχω την τιμήν να υπηρετώ, ένα μέγα και κραταιόν αυτοκράτορα, πρέπει να είναι νέος, όστις μόλις εξήλθεν από τους βράχους της Ιθάκης ή ο οποίος παρεσύρθη δεν ηξεύρω υπό ποίων τυφλών παθών».
Κανείς δεν ξέρει γιατί δολοφονήθηκε ο Γαλάτης από την Ιθάκη και μαζί με αυτόν ο υπηρέτης του. Μια επιστολή που αποκαλύφθηκε όταν δημοσιεύτηκαν τα «Αρχεία» της Εταιρείας δίνει μία άλλη εκδοχή για την ιστορία της. Ένας άλλος Φιλικός, ο πάμπλουτος Σέκερης, γράφει στον Ξάνθο ότι «με επήρατε εις τον λαιμό σας» και «καθώς φέρεσθε θα αφήσω την φαμίλιαν εις τους πέντε δρόμους». Ζητά να του επιστρέψουν τα χρήματα (31.000 γρόσια). Οι Φιλικοί «δεν ήσαν άμοιροι επιτηδειότητος» θα γράψει ο ιστορικός Παπαρηγόπουλος. Ο «Φάκελος Γαλάτη» θα παραμείνει κλειστός, αλλά πολλοί ακόμα που έχουν σχέση μαζί του θα έχουν άσχημο τέλος.
Ο πατριάρχης αφόρισε τον Υψηλάντη αμέσως, αλλά δεν κατάφερε να σώσει το τομάρι του. Θα τον κρεμάσει ο σουλτάνος στη μεσαία πύλη του πατριαρχείου. Ύστερα από τρεις μέρες θα δώσει το πτώμα στον όχλο να το περιφέρουν στην Πόλη και να το πετάξουν σαν σακί στον Κεράτιο Κόλπο. Πιθανόν η επανάσταση αυτή να είχε τελειώσει πριν ξεκινήσει. Παρ’ όλα αυτά ο υποστράτηγος του ρωσικού στρατού, Αλέξανδρος Υψηλάντης, παίρνει άδεια, διαμηνύει στη φίλη του την τσαρίνα ότι πάει για «λουτροθεραπεία στην Ευρώπη» και στέλνει μια επιστολή στο Ρώσο πρέσβη στην Πόλη «να είναι άγρυπνος». Η Επανάσταση αρχίζει.
«Μπράβο, νεαρέ! Έτσι πρέπει!» φέρεται ότι είπε ο τσάρος χοροπηδώντας από τη χαρά του. Μία ώρα μετά είδε τον Μέτερνιχ και έγραψε διά χειρός Καποδίστρια μια επιστολή για να τον αποκηρύξει: «Ο Αυτοκράτωρ ουδεμίαν, ούτε εμμέσως παρέξι υμίν συνδρομήν. Διότι, επαναλαμβάνομεν λέγοντες, ήθελεν είσθαι ανάξιον αυτού του υποσκάπτειν τα θεμέλια της τουρκικής αυτοκρατορίας, διά επονειδίστου και εγκληματικής ενεργείας μυστικής εταιρείας».
Ο πρίγκιπας δεν είναι πια παρά μόνο ένας τυχοδιώκτης. Οι ιερολοχίτες σφαγιάστηκαν μακριά από την πατρίδα τους, κυνηγώντας το όραμα του γιου του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, μάλλον για μια ιδιωτική πατρίδα. Η Εταιρεία χρεοκόπησε κι ο Γιωργάκης Ολύμπιος ζώνεται με μπαρούτι στη Μονή του Σέχου για να ανατιναχτεί ζωντανός. «Οι Μοσχοβίτες Μεγιστάνες», γράφει στη διαθήκη του, «θέλουν νεκρό το άνθος της Ελλάδας, προτού έρθει η βοήθειά τους για να κατακτήσουν μόνο αμόρφωτες μάζες».
Η δεύτερη εστία της μέσα στην Κωνσταντινούπολη δεν άναψε ποτέ, αλλά στην Καλαμάτα, στις 17 Μαρτίου 1821, ο τελευταίος μπέης της περιοχής, ο Μαυρομιχάλης, με 5.000 Μανιάτες κήρυξε την Επανάσταση και δημιούργησε τη Μεσσηνιακή Γερουσία. Δέκα χρόνια μετά θα βρεθεί φυλακισμένος στην Ακροναυπλία από τον Καποδίστρια, που είναι πλέον κυβερνήτης του νέου κράτους. Ο Πετρόμπεης θα αποφυλακιστεί και θα γίνει επί Όθωνα γερουσιαστής και, τιμητικά, αντιστράτηγος. Αν και η Επανάσταση στις παραδουνάβιες περιοχές τελείωσε, οι Έλληνες απελευθερώνουν το Μοριά χάρη στο ταλέντο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, παλιού κουρσάρου, Kλέφτη και ταγματάρχη του αγγλικού στρατού.
Ο Εμφύλιος
Ο «Γέρος του Μοριά» είναι αγράμματος, αλλά έχει συνείδηση και μνήμη ελληνική. «Πρώτα η Πίστη και μετά η Πατρίδα», λέει, αλλά διαχωρίζει τη θρησκεία από το πατριαρχείο. «Ο Βιτσερές κάνει ό,τι του λέει ο Σουλτάνος». Το φθινόπωρο του 1823 στη Σιλίμνα της Τριπολιτσάς, μαζί με τους γιους του, τον Ανδρούτσο και τον Δημήτριο Υψηλάντη, θα βρεθεί πάλι μπροστά στην εικόνα του Χριστού να δίνει όρκο. Θα αγωνιστούν «μέχρις θανάτου, όλοι ενωμένοι», αλλά αυτή τη φορά ο εχθρός δεν είναι η Τουρκιά αλλά η «πανούκλα» Φαναριωτών και καλαμαράδων.
«Mην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες», λέει στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην εθνοσυνέλευση. Στις 13 Νοεμβρίου 1824 κάποιοι περιμένουν το χιλίαρχο και φρούραρχο Ναυπλίου Πάνο Κολοκοτρώνη σε ενέδρα θανάτου, έξω από την Τριπολιτσά. Οι δολοφόνοι τον έγδυσαν, τον λαφυραγώγησαν και του έκοψαν το κεφάλι. Οι Γκούρας, Μακρυγιάννης, Τζαβέλας και Καραϊσκάκης εισβάλλουν στην Αχαΐα και τη λεηλατούν με ανελέητες σφαγές, βιασμούς, εμπρησμούς και βασανιστήρια. Τον Παλαιών Πατρών Γερμανό τον σέρνουν πεζό. Ένας στρατιώτης ανεμίζει ένα φουστάνι και φωνάζει «πωλείται το φουστάνι της Ζαΐμενας». Τον Απρίλιο του 1825 ο Κολοκοτρώνης βρίσκεται φυλακισμένος στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, ενώ ο Κιουταχής πολιορκεί το Μεσολόγγι και ο Ιμπραήμ έχει καταλάβει την Πελοπόννησο.
Ο Γιάννης Γκούρας, τσοπανόπουλο, ξανθός, με πλούσια μαλλιά και εκφραστικά ωραία μάτια, ανήκε στο στρατό του Ανδρούτσου. Στην αρχή έσερνε το σκύλο του καπετάνιου ώσπου έγινε υπαρχηγός του και διορίστηκε από τον ίδιο φρούραρχος των Αθηνών. Τον Απρίλιο του 1825 σέρνει τον πρώην αρχηγό του, δεμένο, από το Μοναστήρι της Βελιδούς, κοντά στον αρχαίο Ορχομενό, όπου παραδόθηκε, ως την Ακρόπολη. Σε όλη τη διαδρομή τον φτύνουν, τον σκαμπιλίζουν και τον διαπομπεύουν. Ύστερα από βασανιστήρια δύο μηνών, τον έχουν ευνουχίσει και τον πετάνε στα βράχια του Ιερού Βράχου από το Ναό της Απτέρου Νίκης για για πουν ότι σκοτώθηκε καθώς επιχείρησε να αποδράσει.
Η εξόντωση του Οδυσσέα Ανδρούτσου συμπίπτει χρονικά με τη στιγμή που η αρχικά αδιάφορη Αγγλία ενδιαφέρεται για την Ελλάδα και πληρώνει να συνεχιστεί ο αγώνας. Ο Εμφύλιος γίνεται με τα λεφτά ενός δανείου, που έχει πάρει, το 1824, η κυβέρνηση Κουντουριώτη. Πολλοί οπλαρχηγοί, όπως ο Γώγος Μπακόλας και ο Βαρνακιώτης, θα προτιμήσουν να τα βρουν με τους Οθωμανούς, όταν θα έρθουν σε σύγκρουση με έναν άνθρωπο που φαίνεται να βρίσκεται πίσω από κάθε εθνική ήττα, μηχανορραφία και δολοφονία: τον «πρίγκιπα» Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τη σημαία της Φιλικής Εταιρείας με μια αυτοσχέδια γαλανόλευκη. Ήταν ένα μήνυμα στις Μεγάλες Δυνάμεις και τον Μέτερνιχ ότι η Επανάσταση δεν έχει σχέση με τα οράματα των καρμπονάρων και των κομμουνέρων.
«Βρε Μαυροκορδάτο! Είσαι σαν ξένο παραμύθι ανάμεσά μας! Ο πρίντζιπας τουλάχιστον [ο Δημ. Υψηλάντης] φοράει στολή!» θα πει ο Κολοκοτρώνης.
Το 1826 η Επανάσταση παζαρεύει ένα καθεστώς ημιαυτονομίας και δέχεται να καταβάλλει στους Οθωμανούς ενάμισι εκατομμύριο γρόσια το χρόνο. Η Ελλάδα όμως θα πρέπει να τσακιστεί τελείως, ώστε να αποδεχτεί κάθε λύση, χωρίς διαπραγματευτική δύναμη. Τον ελληνικό στρατό αναλαμβάνει ως αρχιστράτηγος ο Ρίτσαρντ Τσορτς, παραμερίζοντας τον Καραϊσκάκη, και το στόλο ο ναύαρχος Κόχραν, παραμερίζοντας τον Μιαούλη. Είναι και οι δύο καλά πληρωμένοι επαγγελματίες «φιλέλληνες».
Ο Ιρλανδός κουακέρος Ρίτσαρντ Τσορτς, από τα δεκάξι του στους Βασιλικούς Ρέιντζερς και τώρα υποστράτηγος, ήξερε από «ντόπια» στρατεύματα. Την Ελλάδα την ήξερε. Ήταν στην αποστολή το 1809 που κατέλαβε τα Ιόνια Νησιά, ταγματάρχης του Greek Light Infantry κι ανάμεσα στους Έλληνες που στρατολόγησε ήταν και ένας νεαρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αυτός θα τον προτείνει για αρχιστράτηγο.
Η Τρίτη Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο θα σταματήσει στις 6 Απριλίου μέχρι να πέσει το Μεσολόγγι. Θα επανέλθει το Μάρτιο του 1827 με τη «λύση»του Καποδίστρια ως κυβερνήτη. Ο ελληνικός στρατός παραδίδεται στους Άγγλους. Ένα νέο σύμφωνο με ένα μυστικό άρθρο προβλέπει την αποστολή δυνάμεων των «προστατών » στην Πελοπόννησο. Είναι η στιγμή που δολοφονείται με ένα βόλι το οποίο φεύγει από το ελληνικό στρατόπεδο ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης. Οι Τσορτς και Κόχραν θα φέρουν την καταστροφή του ελληνικού στρατού στο Φλοίσβο. Η συνθηκολόγηση προέβλεπε ο τόπος να εκκενωθεί από στρατεύματα μέχρι τη θάλασσα, τρεις αξιωματικοί να δοθούν όμηροι, η Ακρόπολη να παραδοθεί με τα πολεμοφόδια και πυροβόλα. Αυτό είναι το
οριστικό τέλος της Ελληνικής Επανάστασης.
Ύστερα από αλλεπάλληλες νίκες ο σουλτάνος δε συμφωνεί με το καθεστώς αυτονομίας. Στις 8 Οκτωβρίου 1827 ο ενωμένος συμμαχικός στόλος Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας καταστρέφει τον τουρκοαιγυπτιακό στο Ναυαρίνο, δίνοντας σε τρεις δρόμους των Αθηνών τα ονόματα των ηγετών της ναυμαχίας: Δεριγνύ, Χέυδεν, Κόδριγκτον. Φαίνεται όμως πως έγινε κάποιο λάθος. «Ήταν ένα ατυχές συμβάν σε βάρος παλαιού συμμάχου», θα δικαιολογηθεί ο Άγγλος μονάρχης.
Ο Κόδριγκτον παραβίασε τις εντολές που είχε και γι’ αυτό απομακρύνθηκε από τη θέση του. Ο Ιμπραήμ, από τα βουνά της Μεσσηνίας όπου είχε καταφύγει, υψώνει λευκή σημαία. Στις 8 Ιανουαρίου 1828 έρχεται στην Ελλάδα με ένα αγγλικό πλοίο εκείνος που είχε αποκηρύξει την Επανάσταση. Ο έμπιστος του προηγούμενου τσάρου και φίλος του Άγγλου υπουργού Κάνινγκ. Ο κόμης Capo D’Istria. «Χαίρε και Συ Κυβερνήτα!» τον προσφωνεί ο λόγιος Θεόφιλος Καΐρης.
«Μετά τοσούτον πολυχρόνιον αποδημίαν, επιστρέφεις εις την κοινήν πατρίδα, την βλέπεις, την χαιρετάς όχι πλέον δούλην και στενάζουσαν υπό τον ζυγόν, αλλ’ ελευθέραν και περιμένουσαν να Σε ίδη να οδηγήσης τα τέκνα της εις την αληθινήν ευδαιμονίαν και εις την αληθινήν δόξαν. Ζήθι!».
Κανείς δε δίνει τότε προσοχή στο ότι τελικά αυτό το κράτος γεννήθηκε από ένα λάθος. Και κανείς δε σκέφτεται πως οι Άγγλοι που το έκαναν θα φροντίσουν να διορθώσουν το λάθος.
Το Πρωτόκολλο
Ο κόμης Giovanni Capo D’Istria, με το όνομα της οικογένειας στο Λίμπρο Ντόρο της Δημοκρατίας της Βενετίας, είχε μισή καταγωγή από την Κύπρο και μισή από το Κόπερ της Σλοβενίας. Aν και Έλληνας, ήρθε μάλλον σαν ξένος στο Μοριά. Ανέστειλε το σύνταγμα, διέλυσε τη Βουλή και διοικούσε με μια γραμματεία διορισμένη από τον ίδιο. Αν και υποσχέθηκε εκλογές, τις ανέβαλε, κι όταν τις έκανε υπήρξαν κατηγορίες για νοθεία. Η πολιτική που θα ακολουθούσε ο κυβερνήτης φάνηκε αμέσως. Αντί να κάνει αναδασμό έδωσε τα κτήματα στους κοτζαμπάσηδες και στην Εκκλησία. Αν και ίδρυσε τυπογραφείο στην Αίγινα φίμωσε τις εφημερίδες κι έβαλε τα αδέλφια του, Βιάρο και Αυγουστίνο, στις θέσεις του αρχιναυάρχου και αρχιστράτηγου, λες και επρόκειτο για οικογενειακή επιχείρηση.
«Δι’ αυτούς κάψαμε τα σπίτια μας», λέει ο Μακρυγιάννης. «Ήρθαν να μας κυβερνήσουν να γένουν οι Ρουμελιώτες είλωτες αυτεινών. Όταν ο Κυβερνήτης μας έδειχνε πατριωτικά αιστήματα τον πίστεψαν αληθινόν. Δεν τον είχε νιώσει ακόμα ο μικρός λαός. Ο Κυβερνήτης καταφρόνεσε πολύ του Πετρόμπεγη το σπίτι. Ψωμί δεν είχαν να φάνε. Τους χάψωσαν στο Παλαμήδι όλους. Σιχάθηκα τέτοια λευτεριά. Αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Κυβερνήτη και να πεθάνουν».
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 είναι ένα ψυχρό συμβολαιογραφικό έγγραφο που δεν αναφέρεται σε ελευθερίες αλλά σε εδαφικές συντεταγμένες. Μιλά με τοπογραφική ακρίβεια για ένα οικόπεδο γύρω από την Πελοπόννησο και ορίζει τα σύνορά του προς ανατολή, δύση, βορρά και νότο. Η Αγγλία προσφέρει τώρα την Αιτωλοακαρνανία στους Τούρκους έναντι της Εύβοιας και απαγορεύει να υπάρχει ελληνικός στρατός δίπλα στα Επτάνησα, με τη ρητή διακοίνωση να αποσυρθούν οι Έλληνες από τα εκτός συνόρων εδάφη. «Μια εντελώς ανεξάρτητη χώρα θα ήταν μια τρέλα», λέει ο Άγγλος πρεσβευτής σερ Έντμουντ Λάιονς.
«Η Ελλάδα μπορεί να γίνει είτε ρωσική είτε αγγλική. Και αφού δεν πρέπει να γίνει ρωσική είναι ανάγκη να γίνει αγγλική». Το Πρωτόκολλο δεν καλείται καν να το υπογράψει η Ελλάδα. Αν και η Τουρκία είχε συμφωνήσει στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού ως σύνορα, κάποιοι θέλουν να σμικρύνουν το νέο κράτος που περιλαμβάνει μόνο το ένα τρίτο των Ελλήνων. Η Κρήτη και τα «ελεύθερα» Επτάνησα μένουν απέξω. Το κράτος ονομάζεται «Greece», ίσως από την αρχαία Γραικία.
«Η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν». Οι περισσότεροι ηγέτες της Επανάστασης –Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Παπαφλέσσας κ.ά.– είναι νεκροί. Μερικοί έχουν περάσει στους Τούρκους. Οι Φιλικοί έχουν παραμεριστεί. Το ελληνικό «κράτος» θα ξαναμιλήσει γι’ αυτούς το… 1910. Ο Υψηλάντης βρίσκεται σε αυστριακή φυλακή. Το Πρωτόκολλο δεν είναι πράξη ανεξαρτησίας, ούτε απόρροια της ελληνικής επανάστασης. Είναι η δέσμευση ότι νέα επανάσταση δε θα υπάρξει.
Ο πρώτος «διαχειριστής» του κρατιδίου, ο Βέλγος πρίγκιπας Λεοπόλδος, είχε ζητήσει να ενταχθεί και η Κρήτη στο νέο βασίλειο και να επικυρωθεί η εκλογή του από τον ελληνικό λαό. Θα παραιτηθεί πριν αναλάβει το κουτσουρεμένο προτεκτοράτο. Ο Καποδίστριας με διάφορα προσκόμματα αρνείται να αποσύρει τις ελληνικές δυνάμεις από τις περιοχές εκτός συνόρων. Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ήταν –μεταξύ των άλλων– και ένα συμβόλαιο θανάτου του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας.
Στις 14 Ιουλίου 1831 ο αγγλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός στόλος έχουν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας, καθώς μια νέα εξέγερση εκδηλώνεται, αυτή τη φορά εναντίον του Καποδίστρια και των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ καταλύει την υποτιθέμενη «εντελή ανεξαρτησία» ανατινάζοντας τη «Νήσο των Σπετσών» στην Ύδρα, όπου βρίσκεται πολιορκημένος ο παλιός κουρσάρος Μιαούλης, που απαντά τινάζοντας δύο ελληνικές φρεγάτες. Είναι 1η Αυγούστου 1831. Δύο μήνες μετά, στις 27 Σεπτέμβρη, δυο Μαυρομιχαλαίοι περίμεναν τον κόμη με τα όπλα τους έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο.
Ο Καποδίστριας διέκρινε απέξω τον Γιώργη και τον Κωνσταντή. Έβγαλαν το καπέλο τους. Ο κυβερνήτης έβγαλε κι αυτός το καπέλο του και χαιρέτησε πρώτα τον Γιώργη κι έπειτα γύρισε να χαιρετήσει και τον Κωνσταντή. Ο Γιώργης τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Το πιστόλι δεν πήρε φωτιά. Τράβηξε ένα άλλο και πυροβόλησε. Ο Κωσταντής του κάρφωσε το μαχαίρι του στην κοιλιά και τραυματισμένος άρχισε να τρέχει. Το πλήθος κυνήγησε τον Γιώργη, που βρέθηκε πεσμένος μες στο αίμα του, από μαχαιριές του κόσμου. «Κάμετέ μου ό,τι θέλετε, αλλά ο τύραννος πέθανε!» Το πλήθος τoν λιντσάρισε και τον πέταξε στη θάλασσα.
Η καρμανιόλα
Ο δεκαεξάχρονος Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach φόρεσε βιαστικά μια φουστανέλα κι έφτασε με πλοίο στο Nαύπλιο, όπου πλήθος κόσμου τον υποδέχεται με πανηγυρισμούς. Λες και δεν είχαν ξαναδεί φουστανέλα. Ή λες και δεν είχαν ξαναδεί «Βασιλέα των Ελλήνων». Φέρνει μαζί του 4.000 Βαυαρούς. Το Βασίλειον της Ελλάδος» θα έχει βαυαρικό στρατό, Βαυαρούς καθηγητές και τρεις αντιβασιλείς, Βαυαρούς. Οι αγωνιστές της Επανάστασης έπρεπε να εξαφανιστούν. Ή θα πήγαιναν στο σπίτι τους ή θα έμπαιναν στα «ελαφρά τάγματα » του τακτικού στρατού ως «ακροβολισταί».
Πολλά τάγματα περιφέρονταν πεινασμένα στην πρωτεύουσα. Μερικοί, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας, θα φυλακιστούν καταδικασμένοι σε θάνατο.Ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος θα βγει από τη φυλακή τυφλός, για να πάρει από το φιλεύσπλαχνο Όθωνα «άδεια επαιτείας» να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή στο ναό της Ευαγγελιστρίας. Πολλοί αγωνιστές ξαναπήραν τα βουνά για να γίνουν ληστές. Από τις 5.000 αγωνιστές του ’21 που περιφέρονται πεινασμένοι, το 1833 τριακόσιοι «άτακτοι» εξεγείρονται στο Ναύπλιο ζητώντας ψωμί. Τους έδωσαν λίγο αλεύρι και τους ζήτησαν να παραδώσουν τα καριοφίλια. Μερικοί τα έσπασαν αντί να τα δώσουν στους νέους κατακτητές.
Το Μάρτιο του 1834 οι αντιβασιλείς έφεραν και έστησαν στο Ναύπλιο και στο Μεσολόγγι καρμανιόλες και έκοψαν τα κεφάλια πολλών αγωνιστών. Στην εξέγερση των Μανιατών 2.500 Βαυαροί στρατιώτες εξευτελίστηκαν και βασανίστηκαν. Πολλοί άφησαν τα κόκαλά τους στη σκληρή γη της Μάνης με τους οχτακόσιους καθοπλισμένους πύργους. Πολλοί αιχμάλωτοι ανταλλάσσονταν με ένα ισπανικό τάλιρο, έξι φοίνικες ή μόλις με ένα φοίνικα –το νόμισμα του Καποδίστρια– αν ήταν αξιωματικοί. Οι αρχηγοί της εξέγερσης εκτελέστηκαν, αλλά ξέσπασε άλλη εξέγερση στην Ακαρνανία από τους Ναππαίους.
Οι καθηγητές έχουν ονόματα όπως Fraal, Feder, Ulrich, Treimber. Πολλές φορές αυτοί που διδάσκουν δεν ξέρουν ελληνικά! Το 1843 ο καθηγητής Γοδεφρείδος Φέδερ τσακώνει τους φοιτητές να διασκεδάζουν μέσα στον «ιερό χώρο» του «πανεπιστημίου ». Ο επιστάτης τούς είχε προσφέρει κιόλας ένα αρνί και μια νταμιτζάνα κρασί από τη Ρούμελη. Οργισμένος ο Φέδερ απέλυσε τον Έλληνα επιστάτη. Μια βραδινή περίπολος Βαυαρών θα βασανίσει και θα σκοτώσει δύο φοιτητές. Η βαυαρική δικαιοσύνη δε θα τιμωρήσει ποτέ τους Βαυαρούς δολοφόνους.
Την 25η Μαρτίου που έγινε το 1838 εθνική εορτή –παρότι η Επανάσταση είχε αρχίσει νωρίτερα– η Ακρόπολη φωτιζόταν με φανούς και μπάντες του παλατιού έπαιζαν… βαυαρικά μινουέτα. Ένας μεγάλος σταυρός με τη φράση του Μεγάλου Κωνσταντίνου ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ φώτιζε το Λυκαβηττό. Φυσικά υπάρχουν και άλλες «εθνικές εορτές». Τα Αποβατήρια τον Γενάρη, που ήρθε ο Βασιλεύς, και τα γενέθλια του, το Μάη.
Η πρώτη γιορτή της 25ης Μαρτίου πήγε καλά. Η δεύτερη καλύτερα. Το 1841, μια ομάδα από εκατόν εξήντα φοιτητές εμφανίζεται με σημαίες και πικέτες που παρίσταναν την Ελλάδα σαν ένα καράβι χωρίς πηδάλιο, έτοιμη να ναυαγήσει. Ένας Βαυαρός… τράγος έτρωγε τα αμπέλια της. Πριν τους πιάσουν και τους βασανίσουν οι Βαυαροί χωροφύλακες, οι φοιτητές, είχαν προλάβει και έκαναν μια πρόποση.
«Προπίνω εις αιώνιον αίσχος των τυραννοφρόνων, των χαμερπών δούλων, των βαυαροφρόνων και της κοινωνίας μας η οποία τους ανέχεται».
Η Αντιβασιλεία για τα έξοδά της πήρε ένα ακόμα δάνειο, εξήντα εκατομμυρίων φράγκων, από τα οποία τα είκοσι δε δόθηκαν ποτέ. Από την τράπεζα για την εξυπηρέτηση του δανείου κατακρατήθηκαν άλλα είκοσι τρία. Τα υπόλοιπα δεκαεφτά σπαταλήθηκαν από την Αυλή. Το 1835 το «κράτος χρωστάει υπερτριπλάσια χρήματα από όσα είχε πάρει για να σιτίσει τους χιλιάδες Βαυαρούς που οι “Τρεις Αγχόνες” είχαν επιβάλει».
Ξαφνικά οι Ρώσοι ζήτησαν τα λεφτά που είχαν δανείσει. Οι Αγγλογάλλοι συμφώνησαν. Ο Όθωνας σταμάτησε τα έργα, ανέστειλε την καταβολή των μισθών και απέλυσε πολλούς δημόσιους υπαλλήλους. Ο Μαυροκορδάτος παραιτήθηκε και ανέλαβε ο ίδιος ο Όθωνας την κυβέρνηση.
Τα πρώτα φέιγ βολάν και οι πρώτοι νεκροί από τα πυρά των Βαυαρών στρατιωτών φέρνουν με μαγκούρες, ρόπαλα και ξύλα τον έφιππο Δημήτρη Καλλέργη, το στρατηγό Μακρυγιάννη, το ναύαρχο Κανάρη και το λαό να πολιορκούν το Παλάτι. Θέλουν σύνταγμα. Οι ξένοι καθηγητές έφυγαν. Η απόλυτη μοναρχία φαίνεται να τελείωσε στις 3 Σεπτέμβρη 1843, αλλά ο βασιλιάς διατήρησε την εξουσία.
(Από το βιβλίο Ο Αλέξης στη Χώρα των Θαυμάτων- Εκδόσεις Λιβάνη 2014)