Του Νίκου Χριστοδουλάκη
ΓΕΝΙΚΑ
Στην κοινή γνώμη – αλλά και στον δημόσιο λόγο – υπάρχει μια εκτεταμένη σύγχυση για το πότε ακριβώς η Ελλάδα εντάχθηκε στον πυρήνα της Ευρωζώνης. Πολλοί εκλαμβάνουν ως απαρχή της ένταξης την ημερομηνία φυσικής κυκλοφορίας του Ευρώ που έλαβε χώρα το 2002 ταυτόχρονα για όλες τις 12 πρώτες χώρες. Επειδή μάλιστα οι άλλες 11 χώρες είχαν εισέλθει θεσμικά στην ΟΝΕ το 1998, είχε τότε προβληθεί από ορισμένους η άποψη ότι η Ελλάδα καθυστέρησε 4 χρόνια γιατί δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τα απαιτούμενα κριτήρια. Και φυσικά δεν παρέλειπαν να προσθέσουν ότι αφού καθυστέρησε τόσο πολύ, δεν έπρεπε να είχε εισέλθει καθόλου!
Οι παρανοήσεις αυτές διογκώθηκαν κατά την περίοδο της χρηματο-πιστωτικής κρίσης και στάθηκαν αφορμές για την διάδοση απίθανων μύθων για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Ο κυριότερος ήταν ότι συντελέστηκε χάλκευση των κριτηρίων για την αξιολόγηση της καταλληλότητας εισόδου της χώρας, παραβλέποντας ασύστολα ότι ακριβώς τα ίδια κριτήρια είχαν χρησιμοποιηθεί για την ένταξη όλων των υπόλοιπων χωρών το 1998.
Στην πραγματικότητα όμως η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ είχε λάβει χώρα τον Μάρτιο 2000, και όχι μεταγενέστερα. Δηλαδή με διετή αλλά όχι τετραετή καθυστέρηση. Και γιατί είχε συμβεί αυτό; Γιατί έπρεπε να είχαν περάσει τουλάχιστον 2 έτη με την Δραχμή να παραμένει στην ζώνη στενής διακύμανσης του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM II) και ο χρόνος αυτός άρχισε να μετράει μετά την υποτίμηση του 1998.
Για να συνοψίσουμε λοιπόν, η Δραχμή μπήκε στον Μηχανισμό ισοτιμιών, μετά την υποτίμηση κατά 12,5% που υπέστη ακριβώς 2 χρόνια πριν τον Μάρτιο 1998. Η απόφαση πλήρους και ισότιμης ένταξης ελήφθη στις 8 Μαρτίου 2000 και η Ελλάδα έγινε δεκτή ως το 12ο μέλος της κυοφορούμενης ΟΝΕ.
ΤΙ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ
Την δεκαετία του 1990, η Ελλάδα είχε θέσει υπέρτατο στόχο την ένταξη της στην δημιουργούμενη Οικονομική και Νομισματική Ένωση, και μάλιστα με μία θεαματική πολιτική συναίνεση αφού όλα σχεδόν τα κόμματα (πλην ΚΚΕ) είχαν ψηφίσει την Συνθήκη του Μάαστριχτ στο Κοινοβούλιο. Όμως χρόνιες υστερήσεις και αδυναμίες έκαναν το εγχείρημα να φαίνεται ανέφικτο και στην πορεία χρειάστηκε να επανασχεδιαστούν πολλά.
Υπήρχαν καταρχήν ακόμα οι συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού που είχαν χαρακτηρίσει τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι κυρίαρχες πολιτικές είχαν διαμορφώσει τείχη διαχωρισμού των πολιτών στο εσωτερικό της χώρας, ενώ η αποκοπή της από σημαντικές διεθνείς πρωτοβουλίες τουλάχιστον έως την πτώση της χούντας το 1974 την είχαν καθηλώσει σε ένα ρόλο ουραγού στην ευρωπαϊκή πορεία. Την περίοδο 1974-1980 υπήρξε μία ουσιαστική στροφή στον προσανατολισμό της χώρας, αλλά δεν ήταν χρονικά επαρκής να εδραιώσει μια νέα ταυτότητα (και ταχύτητα) στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.
Το ΠΑΣΟΚ με τις πολιτικές του 1980 γεφύρωσε αρκετά την εσωτερική απόκλιση, όμως με τα χρέη, τα ελλείμματα και τον πληθωρισμό όξυνε αισθητά την εξωτερική απόκλιση με την πορεία των άλλων χωρών. Συχνά η τελευταία διαφοροποίηση είχε επενδυθεί ιδεολογικά και εντός του ΠΑΣΟΚ. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι και τις εκλογές του 1993, υπήρχαν αρκετοί μέσα στο ΠΑΣΟΚ που δεν ήθελαν την ΕΕ, δυσφορούσαν για την Συνθήκη του Μάαστριχτ και ανοιχτά προτιμούσαν μια χώρα να πρωτοστατεί στον Τρίτο Κόσμο παρά να έχει πάρε-δώσε με το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, όπως περιφρονητικά αποκαλείτο μέχρι τότε ο ευρωπαϊκός πυρήνας.
Όμως μετά τις εκλογές του 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν άφησε περιθώρια για τέτοια πειράματα και επικύρωσε την στρατηγική στροφή (και ταύτιση πλέον) με την ΕΕ. Η νέα κυβέρνηση του πέτυχε να εγκριθεί ένα νέο ρεαλιστικό Πρόγραμμα Σύγκλισης και άρχισε να το εφαρμόζει παρά τις εσωτερικές αντιστάσεις και τις διεθνείς αντιξοότητες.
Η διαδικασία σύγκλισης απέκτησε μια νέα δυναμική και αξιοπιστία μετά την ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Κώστα Σημίτη το 1996 και συνεχίστηκε αταλάντευτα έως ότου εγκρίθηκαν οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια συμμετοχής.
Παράλληλα με τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, υπήρξε όμως και ένα γενικότερο κοινωνικό ρεύμα αποδοχής, υπεράσπισης και τελικά επικράτησης των πολιτικών που υπηρετούσαν αυτόν τον στόχο. Θα εστιάσω σε δύο μέτωπα που ίσως φαίνονται σήμερα πολύ μακρινά και αυτονόητα, αλλά τότε χρειάστηκε να διαμορφωθούν διά πυρός και σιδήρου.
(Ι) Αποκρατικοποιήσεις
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπήρξε σε καμμία χώρα – πλην βεβαίως της Βρετανίας και των χωρών που είχαν ξεπηδήσει από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού – κάποιο μαζικό κύμα ιδιωτικοποιήσεων, ούτε ποτέ είχε αναφερθεί ως κεντρική επιλογή το ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων για να ελαφρυνθεί το χρέος και το έλλειμμα, παρά τα αντιθέτως νομιζόμενα από μία μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης. Κάθε χώρα έκρινε μόνη της τι την συνέφερε περισσότερο και έπραττε αναλόγως. Στην Ελλάδα, αυτό που επικράτησε ήταν η αναδιάρθρωση της οικονομίας, ο κίνδυνος υστέρησης απέναντί στις τεχνολογικές αλλαγές σε μία περίοδο ραγδαίων εξελίξεων και παγκοσμιοποίησης, και ο φόβος μήπως χαθεί η ευκαιρία συμμετοχής στις εξελίξεις στα Βαλκάνια μετά την πτώση του υπαρκτού.
Έτσι λοιπόν, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα (όπως και σε χώρες με παρόμοια χαρακτηριστικά στην Νότια Ευρώπη) θεώρησαν ότι αρκετές κρατικές επιχειρήσεις αφενός απομυζούσαν πολλές κρατικές ενισχύσεις που δεν μπορούσαν να συνεχιστούν ενόψει της ΟΝΕ, και αφετέρου ήταν βαρυφορτωμένες από προσωπικό και έντονη συνδικαλιστική επιρροή, (αυτή είναι μία κομψή διατύπωση, γιατί συχνά επρόκειτο για συνθήκες απροκάλυπτης ομηρίας των κυβερνήσεων και της κοινωνίας από τα συνδικάτα). Έτσι ξεκίνησε μία σειρά αποκρατικοποιήσεων, πρώτα στον τομέα των τραπεζών, μετά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και σταδιακά αρκετών άλλων μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων.
Δεν πήγαν όμως καλά από την αρχή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σημειώθηκαν τρομακτικές αποτυχίες, οι οποίες επέτειναν ακόμα περισσότερο την εχθρότητα της κοινής γνώμης, αλλά και τις συγκρούσεις που ξεσπούσαν σε κάθε σχεδόν απόπειρα ιδιωτικοποιήσεων. Θυμόμαστε όλοι τα εξευτελιστικά γεγονότα στους δρόμους της Αθήνας όταν η τότε κυβέρνηση της ΝΔ είχε προχωρήσει χωρίς σχεδιασμό και προτεραιότητες στην ιδιωτικοποίηση των χρεοκοπημένων αστικών συγκοινωνιών. Όλα αυτά είχαν χαραχτεί ως «εφιάλτης» στην κοινή γνώμη διαμορφώνοντας μία εικόνα περί του τι επρόκειτο να σημάνει μια ενδεχόμενη επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων σε άλλους τομείς.
Όταν ήρθε στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ το 1993, αυτό που έκανε ήταν να σχεδιάσει προσεκτικά μια σειρά κρατικοποιήσεων ξεκινώντας όχι από τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις αλλά από τους τομείς που βρισκόταν σε πορεία άνθισης και προοπτικής, όπως εμφατικά ήταν τότε ο τραπεζικός τομέας και οι τηλεπικοινωνίες. Κάτι τέτοιο θα διασφάλιζε όχι μόνο την ανάπτυξη το κλάδου αλλά και την απασχόληση των εργαζομένων, εξαλείφοντας τον φόβο για απώλεια των θέσεων εργασίας που πυροδοτούσε τις αντιδράσεις.
Η αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ βέβαια είχε ήδη αποτύχει μερικές φορές στο παρελθόν όταν επιχειρήθηκε – και πάλι άτσαλα και πρόχειρα από την κυβέρνηση της ΝΔ – να πωληθεί απευθείας στο εξωτερικό. Το 1996 η πρώτη και μικρή μετοχοποίηση του 10% του ΟΤΕ σχεδιάστηκε με μεγάλη προσοχή, λες και θα γινόταν εκτόξευση διαστημοπλοίου σε άγνωστο πλανήτη!
Δεν έλειψαν βέβαια ούτε και τότε οι ισχυρές αντιδράσεις κατά περίπτωση. Παρόλα αυτά, προχώρησαν οι ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζών και άνοιξαν ένα δρόμο πιο θετικής προδιάθεσης στην κοινή γνώμη. Κορυφαία και δραματική στιγμή ο άγριος προπηλακισμός του εκλιπόντος Χάρη Σταματόπουλου, που έκανε τον γύρο του κόσμου.
Θετικές εξελίξεις υπήρξαν και στα αποτελέσματα των αποκρατικοποιήσεων, τα οποία δεν άργησαν να φανούν όσον αφορά την ποιότητα και την ευρύτητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Όλο και περισσότεροι κατανοούσαν πλέον ότι έπρεπε να υπάρξει εκσυγχρονισμός, αναδιοργάνωση και νέες επενδύσεις στον δύσκαμπτο και προβληματικό τομέα των κρατικών επιχειρήσεων.
(ΙΙ) Συνδικάτα
Όταν ψηφίζεται η Συμφωνία του Μάαστριχτ το 1992, στην ηγεσία της τότε ΓΣΕΕ βρίσκονται ο Λάμπρος Κανελλόπουλος και ο Ροβέρτος Σπυρόπουλος, οι οποίοι παίζουν καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή του κυρίαρχου συνδικαλιστικού λόγου και παίρνουν πρωτοβουλίες για την διοργάνωση σεμιναρίων και συζητήσεων στο Ινστιτούτο Εργασίας για το κοινό νόμισμα και την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Επικρατεί παράλληλα μια πιο ρεαλιστική στάση στα μισθολογικά αιτήματα, πράγμα που επιτρέπει να διαμορφωθεί ένα πιο αισιόδοξο μέτωπο για την χαλιναγώγηση του πληθωρισμού.
Την πολιτική τους συνεχίζει ο Χρήστος Πολυζωγόπουλος, ενώ αντίστοιχες πολιτικές υιοθετούν ο Σπύρος Γιατράς και Γιάννης Κουτσούκος στην ΑΔΕΔΥ, αλλά και συγκεκριμένες Ομοσπονδίες, όπως η ΟΤΟΕ, η ΓΕΝΟΠ, η ΟΛΜΕ και άλλες. Καθόλου τυχαία, στο κρίσιμο Συνέδριο ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο 1996, πολλά στελέχη συμπαρατάσσονται με τον πολιτικό φορέα αυτής της άποψης, τον Κ. Σημίτη, ο οποίος αναδεικνύεται τελικά σε πρόεδρο του Κινήματος.
Διαμορφώνεται έτσι μία συμπαγής πολιτική συμμαχία που χωρίς μείζονες κλυδωνισμούς και εσωτερικές διαιρέσεις, διασφαλίζει την πορεία και ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ στις 8 Μαρτίου 2000.
(ΙΙΙ) Το Αιφνιδιαστικό Γεγονός
Το πρωί της 8ης Μαρτίου και την ίδια ακριβώς ώρα που ο πρωθυπουργός κ. Σημίτης και ο υπουργός Εθν. Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου ανακοίνωναν στο Ζάππειο την ευνοϊκή απόφαση για την έγκριση εισόδου της Ελλάδας στην ΟΝΕ, ξεσπούσε μία πρωτοφανής καταιγίδα πωλήσεων (sell-off) στο XAA.
Υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να συμβεί το αντίθετο, καθώς η ένταξη μιας χώρας στην ΟΝΕ ήταν η μακροχρόνια εγγύηση ότι τα επιτόκια της θα παρέμεναν χαμηλά, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ομοίως και κατά συνέπεια οι μετοχές ως εναλλακτική επενδυτική επιλογή θα γινόταν αυτομάτως πιο ελκυστική. Ποιοι κερδοσκόπησαν εκείνη την ώρα, γιατί το έκαναν, από τι κίνητρα ελαύνοντο και ποιους εξυπηρέτησαν, παραμένει μέχρι σήμερα προς διερεύνηση.
Η ΣΗΜΑΣΊΑ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε ήδη καθυστερήσει δύο έτη από την ένταξη των άλλων χωρών το 1998, η είσοδος στην ΟΝΕ της επέτρεψε όχι μόνο να συγχρονιστεί μαζί τους στην φυσική κυκλοφορία του Ευρώ το 2002, αλλά και να αντιμετωπίσει με καλύτερους όρους τις διεθνείς αναταραχές και κρίσεις της περιόδου 2001-2003. Και αυτές δεν ήταν καθόλου λίγες ούτε αμελητέες. Για παράδειγμα:
(α) Η κρίση και χρεοκοπία στην Αργεντινή (1998-2002)
(β) Η κρίση στην αγορά ομολόγων το 2000 λόγω της τεχνολογικής φούσκας και της κατάρρευσης των αγορών κεφαλαίου. Εκτός ΟΝΕ, η κρίση αυτή θα μπορούσε να εκτροχιάσει εντελώς την προοπτική σύγκλισης εάν είχε αφεθεί για μεταγενέστερο στάδιο.
(γ) Η θυελλώδης χρηματοπιστωτική κρίση στην Τουρκία και η μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής Λίρας
(δ) Οι επιπτώσεις από την επίθεση της 11 Σεπτεμβρίου 2001 στην διεθνή οικονομία
Όμως η Ελλάδα είχε πλέον «φωλιάσει» σε μια μεγαλύτερη και ασφαλέστερη περιφερειακή συγκρότηση, η οποία και την προφύλαξε από νέες και δύσκολες αναστατώσεις εκείνη την κρίσιμη διετία.
Αυτή ακριβώς η αίσθηση ότι και η Ελλάδα μπορεί πλέον να στέκεται όρθια σε διεθνείς κρίσεις (ή τουλάχιστον να μην καταρρέει), την όπλισε με εμπιστοσύνη για να προνοήσει στην αντιμετώπιση της νέα επερχόμενης αβεβαιότητας που ξέσπασε διεθνώς το 2003, λόγω της Αγγλο-αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ.
Δυστυχώς όμως τόσο η εμπειρία αντιμετώπισης μιας μεγάλης έλλειψης ρευστότητας όσο και η τεχνογνωσία πρόληψης των κρίσεων βαθμιαία εξαφανίζονταν από τον δημόσιο χώρο. Στις δημοσιονομικές διακηρύξεις των κομμάτων τα χρόνια που ακολούθησαν άρχισε να επικρατεί αφενός μια στάση αδιαφορίας για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η διόγκωση του εσωτερικού και εξωτερικού ελλείμματος, και αφετέρου μια άγνοια κινδύνου για την αντιμετώπιση τους. Η μεγάλη αυτή υπνοβασία οδήγησε στην τραγωδία της νέας κρίσης το 2009-2010. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση …