«Ένοχη» κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν γιατί αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα τα sms τα οποία αντάλλαξε με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid19.
Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «δεν έχει δώσει εύλογη εξήγηση που να δικαιολογεί τη μη κατοχή των ζητούμενων εγγράφων» και της ζητά να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα.
Η υπόθεση ξεκίνησε από τους New York Times, οι οποίοι αποκάλυψαν για πρώτη φορά τα μηνύματα σε μια συνέντευξη με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Pfizer, Αλμπέρ Μπουρλά με την πρώην επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας στις Βρυξέλλες, Ματίνα Στεβή- Γκριντνεφ. Οι NYT άσκησαν αγωγή κατά της απόφασης της Επιτροπής να μην δημοσιεύσει τα μηνύματα κειμένου το 2022.
Στη συνέντευξη του Απριλίου 2021 στους New York Times, ο Μπουρλά περιέγραψε τις συναλλαγές με τη Φον Ντερ Λάιεν ως ενίσχυση της «βαθιάς εμπιστοσύνης». Η συμφωνία για το εμβόλιο, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2021, περιελάμβανε τη δέσμευση της Ε.Ε. να αγοράσει έως και 1,8 δισεκατομμύρια δόσεις του εμβολίου Pfizer-BioNTech για την Covid-19, τη μεγαλύτερη μακράν από όλες τις συμφωνίες που υπέγραψαν οι Βρυξέλλες.
Για πολύ καιρό, η Κομισιόν δεν παραδεχόταν καν ότι υπήρχαν τα μηνύματα μεταξύ Φον Ντερ Λάιεν και Μπουρλά. Η ίδια η πρόεδρος της Κομισιόν προφανώς δεν σχολίασε ποτέ τι περιείχαν. Τελικά, η νομική ομάδα της Επιτροπής έκανε μια δύσκολη δήλωση λέγοντας ότι δεν αρνήθηκε ότι ανταλλάχθηκαν μηνύματα.
Αναλυτικά η απόφαση για την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
«Πρόσβαση στα έγγραφα: ακυρώνεται η απόφαση της Επιτροπής με την οποία η τελευταία αρνήθηκε να παράσχει σε δημοσιογράφο της εφημερίδας New York Times πρόσβαση στα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Προέδρου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer.
Με αίτηση που υπέβαλε δυνάμει του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα 1, η Ματίνα Στεβί, δημοσιογράφος η οποία εργάζεται για την ημερήσια εφημερίδα The New York Times, ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσβαση σε όλα τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Προέδρου Ursula von der Leyen και του Άλμπερτ Μπουρλά, διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 11ης Μαΐου 2022.
Η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι δεν είχε στην κατοχή της τα έγγραφα που ζητήθηκαν με αυτήν. Η Μ. Στεβί και η εφημερίδα The New York Times ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής. Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σκοπός του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων. Επομένως, κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να παρέχεται στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων.
Ωστόσο, όταν ένα θεσμικό όργανο δηλώνει, απαντώντας σε αίτηση πρόσβασης, ότι ένα έγγραφο δεν υπάρχει, τεκμαίρεται η μη ύπαρξη του εγγράφου, σύμφωνα με το τεκμήριο αλήθειας που ισχύει για τη δήλωση αυτή. Πάντως, το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί βάσει κρίσιμων και συγκλινόντων στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών. Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι απαντήσεις της Επιτροπής ως προς τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας στηρίζονται είτε σε εικασίες είτε σε μεταβαλλόμενες ή ανακριβείς πληροφορίες.
Αντιθέτως, η Μ. Στεβί και η εφημερίδα The New York Times προσκόμισαν κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία τα οποία περιγράφουν την ύπαρξη επαφών, ιδίως υπό τη μορφή γραπτών μηνυμάτων, μεταξύ της Προέδρου της Επιτροπής και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής αγοράς εμβολίων από την εταιρία αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Επομένως, κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο περί μη ύπαρξης και μη κατοχής των ζητηθέντων εγγράφων. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στον ισχυρισμό ότι δεν έχει στην κατοχή της τα ζητηθέντα έγγραφα, αλλά πρέπει να παράσχει πειστικές εξηγήσεις βάσει των οποίων το κοινό και το Γενικό Δικαστήριο να έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν γιατί δεν είναι δυνατή η ανεύρεση των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή δεν εξήγησε λεπτομερώς τι είδους αναζητήσεις πραγματοποίησε για να εντοπίσει τα εν λόγω έγγραφα ούτε σε ποιους χώρους διεξήγαγε τις αναζητήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, δεν παρέσχε πειστική εξήγηση για να δικαιολογήσει τη μη κατοχή των ζητηθέντων εγγράφων. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς αν τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα είχαν διαγραφεί και, εφόσον είχαν διαγραφεί, αν η διαγραφή είχε γίνει οικειοθελώς ή αυτομάτως, ή αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί.
Τέλος, η Επιτροπή δεν εξήγησε με πειστικό τρόπο ούτε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο της αγοράς εμβολίων κατά της νόσου COVID-19 δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες ή πληροφορίες που έχρηζαν παρακολούθησης ώστε να πρέπει να διασφαλιστεί η διατήρησή τους».