Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Αν η πολιτική ασκείται δια του λόγου, εδώ και χρόνια μόνο δυο άνθρωποι έχουν το χάρισμα να τραβήξουν την προσοχή με τη συγκρότηση. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Το βράδυ της Τρίτης, έξι άνθρωποι κλείστηκαν σε ένα στούντιο της ΕΡΤ. Με σκοπό να πείσουν, ο καθένας από την πλευρά του, όσους σπεύσουν στις επικείμενες εσωκομματικές κάλπες του ΠΑΣΟΚ, να τους προτιμήσουν για την ηγεσία του.
Αυτό κράτησε κάπου δυόμισι ώρες. Όταν τέλειωσε, τα πράγματα ήταν ακριβώς εκεί που βρίσκονταν πριν ξεκινήσει. Κανείς δεν έπεισε για κάτι παραπάνω από αυτό που είναι ήδη, κατά τη συλλογική αξιολόγηση.
Όποιος δεν παρακολούθησε το πράσινο «debate», δεν έχασε και τίποτε σπουδαίο. Μπορεί όμως να διαβάσει τα πρακτικά στο iΕidiseis.gr. Αλλά είναι αμφίβολο αν θα ενθουσιαστεί ιδιαίτερα, ώστε να σπεύσει στις κάλπες…
Ήταν κάτι σαν online κομματική συνεδρίαση. Με διακυμάνσεις ανάμεσα σε αδιαφορία, εναλλαγές εντάσεων, μειωτικών αλλά μελιστάλακτων επιθέσεων και νύξεων τοξικής οικειότητας και σε κοινοτυπίες, ασύνδετες αναφορές στα πάντα και στο τίποτε, αυτοπροβολή ατεκμηρίωτων προσωπικών δυνατοτήτων και ισορροπίες προς τα κάτω.
Έλειπε η σύνδεση της πολιτικής με την ιδεολογία και των απόψεων με το όραμα, των τοποθετήσεων με το κύρος…
Οι τόνοι γενικά έμειναν χαμηλά. Σαν ένα είδος συλλογικής ενσυναίσθησης ότι δεν έχουν τίποτε άλλο για να ξεχωρίσουν από τους γείτονες στο απέναντι μπαλκόνι – που ξεκατινιάζονται, με αποκάλυψη εαυτών και αλλήλων, στο όνομα της… Αριστεράς!
Ωστόσο, κανείς από τους έξι δεν γέμιζε τον χώρο. Δεν υπήρχε αναμεσά τους ηγετική προσωπικότητα που κερδίζει τις εντυπώσεις με τον λόγο, την ατομική ακτινοβολία, την κατάθεση τολμηρών προτάσεων, την ικανότητα να αναδεικνύει στόχους για τη χώρα και να περνάει μηνύματα στο κοινό, ως φορέας ιστορικού παραταξιακού φορτιού.
Αν η πολιτική είναι αναμέτρηση για τον τρόπο που θα κινηθούν τα πράγματα, από το ένα σημείο στο άλλο, κανείς δεν έδειξε να τον γνωρίζει.
Ο Ανδρουλάκης προσπάθησε να κρατήσει τα κεκτημένα και το ψιλοκατάφερε. Ο Γερουλάνος να δείξει – με αστική σοβαρότητα – ότι γνωρίζει τα πράγματα. Η Γιαννακοπούλου κινήθηκε περισσότερο σαν «λαγός».
Η Διαμαντοπούλου έλεγε «το κόμμα μας» και οι άλλοι μειδιούσαν: «το ποιο;». Ο Δούκας θέλει δουλειά πολλή. Και ο Κατρίνης ανέδειξε την αξία την κοινοβουλευτικής εμπειρίας.
Ως εκεί. Πού είσαι Ανδρέα να τους δεις. Αν αυτοί είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει το ΠΑΣΟΚ, μάλλον πρέπει να ξεχάσει την πολυτραγουδισμένη «επιστροφή» στην κυβερνησιμότητα.
Ήταν απογοητευτικό ότι φορείς πολιτικής μετριότητας προβάλουν τους εαυτούς τους, ως ικανούς να κυβερνήσουν, αρκεί να πάρουν την ηγεσία του τρίτου κατά σειρά κόμματος στη Βουλή. Ο ένας την είχε – αλλά πάλι ο Μητσοτάκης κυβερνάει.
Η ένδεια της βραδιάς άρχιζε από το πολιτικό βάρος καθενός και κατέληγε στη χαμηλής έμπνευσης ρητορική του, διανθισμένη με κακά ελληνικά…
Κανείς δεν συνάρπαζε με το περιεχόμενο των θέσεων, το μέταλλο της φωνής και την πολιτική γοητεία του.
Κακά τα ψέματα: Αν η πολιτική ασκείται δια του λόγου, στον χώρο που οριοθετείται ως «Δημοκρατική παράταξη», εδώ και χρόνια μόνο δυο άνθρωποι έχουν το χάρισμα να τραβήξουν την προσοχή με τη συγκρότηση της δημόσιας παρουσίας τους: ο Βαγγέλης Βενιζέλος και ο Αλέξης Τσίπρας.
Και οι δυο είναι απόντες – από το διαρκές debate πολιτικής σκηνής. Και οι νοσταλγοί των εμφανίσεών τους στον δημόσιο χώρο – στη Βουλή, ή στην τηλεόραση, πυκνώνουν…
ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR