Του Γ. Λακόπουλου
Η ανεξαρτησία μιας εφημερίδας πρακτικά είναι η ανεξαρτησία των δημοσιογράφων της, οι οποίοι απολογούνται μόνο τη συνείδηση τους και στον διευθυντή τους και σε κανέναν άλλον.
Αυτή η ανεξαρτησία όμως ασκείται σε ένα πλαίσιο ιδεών, μια κοσμοθεωρίας εν τέλει, στην οποία εντάσσεται η πολιτική, η αισθητική, η αντίληψη της ιστορίας και οι κοινωνικές αναφορές.
Αυτό το πλαίσιο δεν είναι ίδιο για κάθε εφημερίδα και τις διαχωρίζει μεταξύ τους. Είναι αυτό που αποκαλείται εκδοτική πολιτική, ή αλλιώς πολιτική γραμμή. Και είναι αυτό που κατοχυρώνει τη χειραφέτηση της εφημερίδας έναντι των μηχανισμών που επιχειρούν να την επηρεάσουν.
Εκτός από τις εφημερίδες που δηλώνουν ευθέως και εντίμως κομματικά όργανα, ή υπάγονται σε δηλωμένη πηγή επιρροής τους, οι άλλες -για να πετύχουν- οφείλουν να κινούνται στο πλαίσιο με το οποίο εμφανίσθηκαν ενώπιον του αναγνωστικού κοινού. Γιατί με αυτό το πλαίσιο συνδέθηκαν μαζί του πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά, αισθητικά κ.λπ.. Γι αυτό τις αγοράζει ο πολίτης.
Αυτό κρίνεται καθημερινά, γιατί καθώς έλεγε ένας αναγνωρισμένος μάνατζερ του Τύπου η εφημερίδα ψηφίζεται καθημερινά. Με βάση την πολιτική γραμμή της, εκτός από το περιεχόμενό της. Ο Τύπος είναι ελεύθερος, αλλά το θέμα είναι πώς θα καταφέρει να είναι και επιτυχημένος ως επιχείρηση, για να μην υποδουλώνεται σε συμφέροντα.
Όσες φορές οι εφημερίδες έχουν ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα το πλήρωσαν κυκλοφοριακά. Προδικτατορικά, όταν το Συγκρότημα Λαμπράκη κινήθηκε κατά του πλαισίου που ανέδειξε την Ένωση Κέντρου οι αναγνώστες του έκαιγαν τις εφημερίδες του στη Χρήστου Λαδά. Μέχρι να επανέλθει.
Ο «Ελεύθερος Τύπος» των Αγγελόπουλων, η πρώτη πραγματικά ανεξάρτητη εφημερίδα, έχασε όταν οι ανταγωνιστές του επέβαλαν την εντύπωση ότι προτίθεται να κινηθεί εκτός των ορίων της συντηρητικής παράταξης.
Το πιο προφανές παράδειγμα είναι πάλι ο ΔΟΛ. Άλλαξε την ιστορική πλεύση του στο πλευρό της Δημοκρατικής Παράταξης με την ευρεία της έννοια -Κέντρο, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ- στηρίζοντας τον Σαμαρά και τον Μητσοτάκη. Εγκαταλείφθηκε από το κοινό του και κατέρρευσε χάνοντας έσοδα και κύρος, άρα ικανότητα να εξυπηρετεί τα δάνεια του με νέο δανεισμό.
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι υπάρχει ένα άτυπο αλλά ισχυρό συμβόλαιο τιμής ανάμεσα στον αναγνώστη και την εφημερίδα του. Κάθε εφημερίδα είναι ελεύθερη να δημοσιεύει ό,τι κρίνει η ίδια – αλίμονο. Αλλά αυτό που κρίνει κρίνεται και τελικά διαμορφώνει τη βιωσιμότητα της, αν μιλάμε γι’ αυτό και όχι για λεφτά άλλης προέλευσης που διατίθενται για μια εφημερίδα.
Αν η εφημερίδα παραβιάσει αυτό το συμβόλαιο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται και την εγκαταλείπει, οπότε χάνει την επιρροή της. Ιδίως αν επιχειρήσει με τη κεντρική γραμμή της, ή με την αρθρογραφία της να τον πείσει να αλλάξει και αυτός πολιτικές πεποιθήσεις. Γιατί ο πολίτης πρώτα επιλέγει κόμμα και μετά εφημερίδα.
Η πολιτική γραμμή της επιτυχημένης εφημερίδας πρέπει να είναι διαυγής και να κινείται στις αρχικές ράγες της. Να μην στηρίζει κόμμα, αλλά ένα πλαίσιο αρχών, ιδεών, πολιτικών επιλογών στις οποίες εντάσσεται και το κόμμα ως ανώτερη μορφή οργάνωσης όσων κινούνται στο ίδιο πλαίσιο.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σέβεται την ιδεολογία, τους αγώνες, την ιστορία, τα σύμβολα και τα πρόσωπα του πολιτικού χώρου στον οποίο δηλώνει ότι κινείται. Π.χ. μια ελληνική εφημερίδα της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορεί να τάσσεται κατά των απεργιών και των κοινωνικών αγώνων, να στηρίζει τυφλά το Μνημόνιο και το ΔΝΤ, να αλλοιώνει το ιστορικό παρελθόν της παράταξης, αποσιωπώντας π.χ. την Αποστασία.
Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ως… ιδιοκτήτης αυτού του χώρου, να δρα υπέρ ενός αντίπαλου του, ή να εμπλέκεται στα εσωτερικά του υπέρ μιας φράξιας του. Ο ΔΟΛ είναι σ’ αυτό το θέμα επίσης παράδειγμα προς αποφυγή.
Αν μάλιστα και ο νέος ιδιοκτήτης του επιτρέψει -ή επιβάλει- να συνεχιστεί η μετεξέλιξη του σε μηχανισμό υποστήριξης του Μητσοτάκη και της Δεξιάς -με πρόσχημα την αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ- το τέλος των εφημερίδων του είναι προδιαγεγραμμένο.
Είναι δικαίωμά του βέβαια να κινούνται και να γράφουν οι εφημερίδες του όπως ο ίδιος αποφασίζει. Αλλά θα πετάξει τα λεφτά του. Γιατί όλα κρίνονται το περίπτερο και κάνεις δεν ρίχνει αιωνίως νερό σε τρύπιο πηγάδι.
Η ανεξαρτησία μιας εφημερίδας ως άθροισμα της ανεξαρτησίας των δημοσιογράφων της, μέσα σε ένα διακριτό πλαίσιο, δεν μπορεί να οδηγεί τους δημοσιογράφους να διατυπώνουν προσωπικές εμπάθειες -έως και τα προσωπικά απωθημένα τους- και να υπηρετούν κομματικές επιλογές που υπερβαίνουν το πλαίσιο της εφημερίδας, ή αντιστρέφονται διατεταγμένα την πολιτική γραμμή της
Η εφημερίδα δεν υπάρχει για να διατυπώνουν αυτοί τη γνώμη τους, αλλά αντιθέτως: διατυπώνουν τη γνώμη τους για να υπάρχει η εφημερίδα. Κοντά στο νου κι η γνώση. Η αρθρογραφία της πρέπει να είναι συμβατή με το πλαίσιο που η ίδια επέλεξε και με βάση το οποίο απέκτησε αναγνωστικό κοινό.
Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι μια εφημερίδα, ευλόγως, δεν εντάσσει ποτέ στο δυναμικό της πρόσωπα που χρησιμοποιούν τις σελίδες της για να διώχνουν αναγνώστες, με τις διακηρυγμένες κομματικές θέσεις τους, ή επειδή δρουν ως οργανωμένα μέλη κομμάτων και συνεργάτες πολιτικών.
Παρεμπιπτόντως η εφημερίδα δεν εντάσσει στο δυναμικό της -ή απομακρύνει- πρόσωπα που έχουν προφανείς σχέσεις με οικονομικά συμφέροντα, εργάζονται για επιχειρηματίες, ή είναι οι ίδιοι επιχειρηματίες, καθώς και πρόσωπα που εμφανώς δρουν για το συμφέρον τρίτων και όχι της εφημερίδας και των αναγνωστών της.
Να συνοψίσουμε: Μετά το περιεχόμενο η πολιτική γραμμή είναι το παν σε μια εφημερίδα. Είναι τα διαπιστευτήρια της στο κοινό τους και πρέπει να αναδεικνύει τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία στο ευρύτερο πλαίσιο που επέλεξε εξ αρχής και υποσχέθηκε στους αγοραστές της.
Προσοχή! Αυτό δεν αποκλείει τη φιλοξενία αντίθετων απόψεων, και αρθρογραφίας από άλλους χώρους και με άλλες αντιλήψεις. Το αντίθετο. Πρέπει να εμπλουτίζεται με αυτές.
Ούτε αφαιρεί το δικαίωμα των συντακτών της -που είναι ταυτόχρονα ή αποκλειστικά η σχολιογραφία- και πολύ περισσότερο των εξωτερικών συνεργατών της να διατυπώνουν είτε κριτική, είτε υποστηρικτικά τη θέση τους σε πρόσωπα και πράγματα του πολιτικού χώρους της εφημερίδας, διαφοροποιούμενοι και από τη κεντρική γραμμή της.
Άλλο αυτό και άλλο η στράτευση τους υπέρ της αντίπαλης παράταξης, ήτοι υπέρ των αντίθετων από αυτά που έχουν συνδέσει την εφημερίδα με το κοινό της και την κοινή γνώμη γενικότερα.
Η ελευθερία γνώμης δεν μπορεί να είναι η μόνιμη ρήξη με τις αρχές της εφημερίδας και η προκλητική αντιμετώπιση του κοινού της. Δεν μπορεί δηλαδή να αποβαίνει σε βάρος της εφημερίδας, ωφελώντας κάποιους έξω από αυτήν. Δεν είναι λογοκρισία να ξέρει ο καθένας τα όρια της ελευθερίας του.
Γι’ όλα αυτά έχουμε δύο παραδείγματα:
Το ένα είναι η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ των Αλαφούζων, η οποία -ιδιαίτερα υπό την κοσμοπολίτικη αντίληψη του Αλέξη Παπαχελά τα τελευταία χρόνια- είναι πράγματι μια σύγχρονη εφημερίδα διεθνών προδιαγραφών με πλουραλιστικό περιεχόμενο, χωρίς να πάψει να είναι η ναυαρχίδα της συντηρητικής παράταξης και της Κεντροδεξιάς, από τα πλαίσια της οποίας δεν ξέφυγε ποτέ.
Το άλλο είναι ο ΔΟΛ του Ψυχάρη που έκανε ακριβώς το αντίθετο, εγκλωβίσθηκε σε βαλκάνιες και παλαιοκομματικές αντιλήψεις για το ρόλο του ΒΗΜΑΤΟΣ και των ΝΕΩΝ που έγιναν ορμητήριο της ΝΔ κατά του ΣΥΡΙΖΑ και γενικά κατά των παραδοσιακών αξίων της δημοκρατικής παράταξης -που οι ίδιες είχαν αναδείξει παλιότερα- με αποτέλεσμα το Συγκρότημα να γίνει θύμα της κρίσης που το ίδιο προκάλεσε στον εαυτό του.
Με βάση τα παραπάνω, προφανώς, το Συγκρότημα με την αλλαγή ιδιοκτησίας μετατρέπεται πραγματικά σε εργαστήρι εκδοτικής πολιτικής…