Απόπειρα γιορτής

Του Ιωάννη Δαμίγου

Όλα έτοιμα, σχεδιασμένα και μελετημένα ώστε να μη λείψει τίποτα. Γιορτή.  Ξαφνικά και αδικαιολόγητα δείλιασα. Τα πρώτα είχαν ανατραπεί, δεύτερα και τρίτα σε επίθεση, αναπόφευκτη η ήττα. Αργά πια, οι πρώτοι κατέφθασαν, συνήλθα. Τα πυρακτωμένα χρωματιστά λαμπιόνια μαρκάρουν το δέρμα μου, ψηλό ψεύτικο έλατο πιάνει άδεια τετραγωνικά αναγνώρισης, στενεύοντας χώρο λειψής επικοινωνίας. Οι μπάλες που κρέμονται στα πλαστικά κλαριά, απειλούν το κρανίο μου, ας αιωρούνται ανάλαφρες δήθεν, η λάμψη με τυφλώνει, με κωφεύει, την μουσική αισθάνομαι στα μπάσα κραδασμών των ηχείων. Να γιορτάζω πρέπει. Γιρλάντες σφίγγουν τον λαιμό  μου και χρυσόσκονη βασανίζει το λαρύγγι μου, φτύνω προσπαθώντας, μάταια, αιφνιδιαστική απεργία σιελογόνων αδένων. Μα δεν με βλέπει κανείς, κοιτώντας το είδωλό μου, το ψύχραιμο.

Μια φάτνη χάσκει κενή στον πάτο, έτοιμη να χωρά την στριγκλιά κραυγή όλου του κόσμου, του αδιαμαρτύρητου, του ενστικτώδους και πρωτόγονου, των πολυώροφων σπηλαίων με οθόνη κουδουνιού και ράδιο στο αυτόματο ασανσέρ μόνιμα ευχάριστης καθοδικής κατεύθυνσης. 

Να ξοδευτεί η γιορτή του ψεύδους, να περάσει, ανάμνηση σε βιτρίνα ληγμένων συναισθημάτων χωρίς φωτισμό, σε λεωφόρο αδιάφορων μοναχικών περιπατητών, κοιμισμένων σε πεζοδρόμια ξεχασμένων υπάρξεων. Πεταμένα στολίδια αυριανή συγκομιδή της πρωινής θορυβώδους σκουπιδιάρας. Ανακύκλωση ουρών προσκυνήματος φρούδων ελπίδων, εκτόνωση ανάγκης μείωσης υπαίτιων στόχων επίθεσης.  Αναζήτηση ειδώλων, μιας και οι αξίες θάφτηκαν στα μπάζα ανθρώπινου ιερού δα εκδικητικού πολιτισμού, με θύμα τον αδύναμο, τον μικρό, τον αντιστασιακό, τον μόνο. Κοιτάζουν και λυπούνται οι γιορταζόμενοι και επιλέγουν, ναι. 

Βάρος οι πολλές ευχές πλάκωσαν τις πράξεις, τις λεηλάτησαν, τις κανάκεψαν. Πλημμύρας κατακλυσμιαίο φαινόμενο δαύτες, δωρεάν αλίμονο προσφερόμενες, απ’ όλους σε όλους. Μα ευτυχώς τις ξεχνούν κι αυτοί που τις δίνουν κι αυτοί που τις παίρνουν, χωρίς ποινή. Αντίθετα με τις κατάρες. Άτοπες όμως και οι δύο, ανεκπλήρωτες.  Να βρεθούμε, χαθήκαμε …

Αναμνήσεις μισεμένες, μόνο χαλασμένα αγιοβασιλιάτικα συμβόλαια και γραμμάτια σε συρτάρια, το κέρασμα και πέρασμα της χαμένης ζωής, που γλίστρησε στις χαραμάδες της προόδου και σκέπασε η λήθη. Απατηλά τραγούδια και κέφι εφήμερο, χαμόγελο μόνιμα οδυνηρό στις ενώσεις της μασέλας, ν’ ακούγονται πάντα από μακριά, απ’ αλλού κι απλησίαστα.

Μοναξιά των πολλών τέτοια, που τρέπεται σε φυγή, αφήνοντάς σε ορφανό εν μέσω συνωστισμού ελλείμματος.  Κρυφοί και φανεροί εραστές η μουσική και το ποτό. Πιστοί.

Σαν στα παλιά τηλεγραφήματα το stop, να στοιχειώνει ακόμη την ακίνητη ζωή μας. Αναβολή, περίμενε, τα πάντα και τίποτα, ακαμάτη.

Σου έδωσαν το θαύμα και το έκανες τρικ, το νερό πλημμύρα, την φλόγα πυρκαγιά, τον έρωτα καψούρα και τον θάνατο ακόμα πιο θάνατο.

Έχει κι άλλο σε λίγες μέρες, ο χρόνος εμπρός πίσω, νέος παλιός το ίδιο κάνει, ξανά χύμα ευχές, χαμόγελα κράμπας, κιλά που τσιτώνουν το ύφασμα. με τα φριχτά ίδια πρόσωπα υποσχόμενα δίαιτα .από Δευτέρα, όπως αριστερός από Δευτέρα, μα με τρόπο. 

Στραβοτιμονιά γι’ αυτούς που “έφυγαν”, ορθοπεταλιά γι’ αυτούς που συνεχίζουν, ανήφορος κοιτώντας από την κορυφή, κατήφορος πάλι από την ίδια θέση. Κουρασμένη και κορεσμένη η κοινωνία, τόσο στον ανήφορο όσο και στον κατήφορο, με τον ίδιο βαθμό δυσκολίας και ευκολίας στους ίδιους στείρους δρόμους. Με την βαρύτητα να θυμίζει το μάταιο του υλικού μας, της αλήθειας.

Το παγάκι λιώνει στο ποτό, το νερώνει μαζί με την διάθεση. Κυματίζει στο τσούγκρισμα, τρεμουλιαστά, σαν επαπειλούμενη τρικυμία. Οι παρείσακτοι πάντα παρόντες και θορυβώντας, αλίμονο, ενώ αυτοί που θ’ άπρεπε να βρίσκονται εδώ, μονίμως σιωπηλά απόντες. 

Οι χρόνοι μπαίνουν και φεύγοντας μ’ αδειάζουν, κλέφτες σεσημασμένοι. Κι’ ο νέος θα πονηρευτεί, απ’ τους πρώτους μήνες αθωότητας …

Απόπειρα γιορτής. Άδειος ο καθρέπτης, ίδιοι “νεκροί” κι ας περνούν κι ας χορεύουν εμπρός του. Ξημερώνοντας, φεύγουν τα φαντάσματα …