Του Ανδρέα Μακρίδη(*)
Ήτανε καλοκαίρι ακόμα, όταν στα 1823, οι φίλοι της επαναστατημένης Ελλάδας μάθαιναν για τον θάνατό του. Φοιτητές και διανοούμενοι, ρομαντικοί και φιλελεύθεροι, ριζοσπάστες, χριστιανοί ή ανθρωπιστές σε όλη την Ευρώπη, συλλάβιζαν το όνομα του άγνωστου οπλαρχηγού απ’ το Σούλι: Μάρκος Μπότσαρης, ο νέος Λεωνίδας.
Η Επανάσταση είχε πολλούς γενναίους πρωταγωνιστές. Κάποιοι απ’ αυτούς επισκίασαν τους άλλους. Οι πάντες γράψαν και μιλήσανε για τον Κολοκοτρώνη, αλλά αν μια τέχνη γνώριζε καλύτερα κι από το γιαταγάνι ο Γέρος, αυτή ήταν η επιβίωση. Για τον Μάρκο, η επιβίωση δεν ήτανε ποτέ αυτοσκοπός. Ούτε κι η αρχηγία.
Στις 9 Αυγούστου του ’23, ο Μπότσαρης αποφασίζει να επιτεθεί μονάχος με τους 350 Σουλιώτες του ενάντια στο υπερδεκαπλάσιο ασκέρι του Πασά της Σκόδρας, που κατερχόταν απ’ την Αλβανία για να καταπνίξει την Επανάσταση. Σ’ αυτή του την αποστολή αυτοκτονίας, ο Μπότσαρης θα πέσει νεκρός, λίγο πριν καταφέρει να σκοτώσει τον αντίπαλο αρχηγό μες στη σκηνή του. Ο ιστορικός του Αγώνα, Τζωρτζ Φίνλεϋ, θα καταγράψει:
«Περί τα μεσάνυκτα της 9ης Αυγούστου 1823, οι Ορθόδοξοι Τόσκοι προκατέλαβον το στρατόπεδο των Καθολικών και Μουσουλμάνων Γκέκηδων. Ο Μάρκος Βότσαρης, επί κεφαλής τριακοσίων πεντήκοντα Σουλιωτών, εισέβαλεν εις το μέσον του εχθρού, και έτρεξε να φονεύση τον βέην. Το Οθωμανικόν στράτευμα, εξεγερθέν του ύπνου, έφευγε προτροπάδην, καταλείπον τα όπλα οπίσω του. Εάν οι Έλληνες καπεταναίοι είχον κατέλξη μετά των αρματωλών της Αιτωλίας και Ακαρνανίας από των χωρίων, οπόθεν ραθύμως έβλεπον τας λάμψεις των Σουλιωτικών όπλων, θα ηδύναντο να εκμηδενίσωσι την Τουρκικήν δύναμιν. Αλλά ο Ελληνικός φθόνος εθυσίασε τον Ελληναλβανόν ήρωα»
Τις τιμές που δεν απέδωσε η Ελλάδα στον Μάρκο Μπότσαρη, θα αποδώσει η Ευρώπη απ’ άκρου εις άκρον. Τον θάνατό του θα τραγουδήσουν ποιητές όπως η Γιοχάνα Κίνκελ και ο Βίλχελμ Μύλλερ, «ο Μύλλερ των Ελλήνων» από την Γερμανία, ενώ τον τάφο του θα φιλοτεχνήσει, παρά τις απαγορεύσεις της γαλλικής κυβέρνησης, ο περίφημος γλύπτης Νταβίντ ντ’ Ανζέ. Το Παρίσι του έρωτα και της επανάστασης, θα αφιερώσει αργότερα στον αρβανίτη ήρωα, έναν απ’ τους δρόμους του και έναν σταθμό του Μετρό.
«Είναι υπέροχο το Παρίσι γράφει στους Αθλίους του, ο Βίκτωρ Ουγκώ. Έχει μια θαυμαστή 14η Ιουλίου που απολύτρωσε την υφήλιο. Έκαμε όλα τα έθνη να δώσουν τον όρκο ν’ αποχτήσουν σύνταγμα με κάθε θυσία. Τη νύχτα της 4ης Αυγούστου, διαλύει μέσα σε τρεις ώρες, χίλια χρόνια φεουδαρχίας. Η λογική του γίνεται το νεύρο της καθολικής θέλησης. Πολλαπλασιάζεται με όλες τις μορφές του αφθάστου. Φεγγοβολάει στον Ουάσιγκτον, στον Κοσιούσκο, στον Μπολίβαρ, στον Μπότσαρη, στο Ριέγκο, στο Μπεμ, στο Μανίν, στον Λοπέζ, στον Τζων Μπράουν, στον Γαριβάλδη. Βρίσκεται παντού όπου λαμπαδιάζει το μέλλον: Στη Βοστώνη το 1779, στη νήσο Λεόν το 1820, στην Πέστη το 1848, στο Παλέρμο το 1860.
Ψιθυρίζει το ισχυρό σύνθημα: Ελευθερία, στο αυτί των Αμερικάνων απελευθερωτικών που είχαν συγκεντρωθεί στο Χάρπερς Φέρρυ, καθώς και στ’ αυτί των πατριωτών της Αγκώνας που είχαν μαζευτεί στα σκοτεινά, στις Αψίδες, μπρος στο πανδοχείο Γκότσι, στην ακροθαλασσιά. Αυτό δημιουργεί τον Κανάρη. Αυτό δημιουργεί τον Κιρόγκα. Αυτό δημιουργεί τον Πιζακάνε. Το Παρίσι ακτινοβολεί μεγαλείο στην οικουμένη. Πηγαίνοντας εκεί που τους σπρώχνει η πνοή του, πεθαίνουν ο Βύρωνας στο Μεσολόγγι και ο Μαζέ στη Βαρκελώνα»
Ο Τζων Μπράουν, ο ένας από τους δύο επώνυμους ήρωες του Παρισιού του Ουγκώ, είναι Αμερικανός. Το πορτρέτο του, το συναντάμε πλάι σ’ αυτό του Μπότσαρη και στο δωμάτιο ενός υποβρυχίου που κινείται 20.000 λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα, υπό τις διαταγές του ρομαντικού εκδικητή, Κάπταιν Νέμο, του ήρωα των παιδικών μας χρόνων:
«Τότε ακριβώς, την προσοχή μου τράβηξαν κάποιες γκραβούρες που κρέμονταν στον τοίχο, που δεν τις είχα προσέξει κατά την πρώτη μου επίσκεψη. Ήσαν πορτρέτα μεγάλων ανδρών της ιστορίας, που πέρασαν τη ζωή τους σε μιαν ατέρμονη αφοσίωση σε ένα μεγάλο ανθρώπινο ιδανικό: Ο Ταντέους Κοσκιούσκο, ο ήρωας του οποίου οι τελευταίες λέξεις ήταν Finis Poloniae, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Λεωνίδας της σύγχρονης Ελλάδας, ο Ντάνιελ Ο Κόνελ, ο υπερασπιστής της Ιρλανδίας, ο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, ιδρυτής της Αμερικανικής Ένωσης, ο Μανίν, ο Ιταλός πατριώτης, ο Λίνκολν, που έπεσε απ’ τη σφαίρα ενός οπαδού της δουλείας και τελικά, αυτός ο μάρτυρας για την απελευθέρωση της μαύρης φυλής, ο Τζων Μπράουν, κρεμάμενος στην αγχόνη του, όπως το μολύβι του Βίκτωρα Ουγκώ, τόσο τρομακτικά σχεδίασε. Τι να συνέδεε τις ηρωικές αυτές ψυχές με την ψυχή του Κάπταιν Νέμο;».
Πράγματι, η εικόνα του Μπότσαρη είχε αναχωρήσει νωρίς από την ευρωπαϊκή ήπειρο, μαζί με τα πρώτα καράβια που έφερναν τις ειδήσεις της ελευθερίας, αλλά κι αργότερα, Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, κάθε μορφωμένος Αμερικανός γνώριζε το ποίημα Marco Bozzaris του Φιτζ-Γκρην Χάλεκ, από τα αναγνωστικά του σχολείου του, όπου οι νεαροί μαθητές καλούνταν να το αποστηθίσουν. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο οραματιστής Τζων Μπράουν επρόκειτο να ακολουθήσει το υπόδειγμα του Έλληνα οπλαρχηγού σε κάποιον άλλο ιερό αγώνα: Στον αγώνα κατά της δουλείας.
Τον Τζων Μπράουν τον είπανε τρελό. Φανατικός εχθρός της υποδούλωσης των μαύρων στις ΗΠΑ, και έχοντας πατήσει τα πενήντα του χρόνια, ξεκίνησε ένοπλες επιδρομές ενάντια σε φυτείες του αμερικανικού νότου με στόχο την απελευθέρωση των σκλάβων. Στα 1859, μαζί με 24 συντρόφους του, επιτέθηκε εναντίον μιας κρατικής αποθήκης οπλισμού στο Χάρπερς Φέρρυ της Δυτική Βιρτζίνια, με σκοπό να οπλίσει τους σκλάβους του Νότου για να εξεγερθούν ενάντια στους αφέντες τους. Η επίθεση απέτυχε και ο Μπράουν συνελήφθη, και καταδικάστηκε για τον φόνο πέντε ανδρών της φρουράς, ηθική αυτουργία σε εξέγερση και προδοσία. Ο φιλόσοφος Ραλφ Ουάλντο Έμερσον, ένας από τους διανοούμενους υποστηρικτές του Αμερικανού οραματιστή, παρατήρησε: Αν υποφέρει, θα δοξάσει την αγχόνη σαν τον Σταυρό.
Η σκιά του Μπότσαρη είναι παρούσα στο κίνημα του Μπράουν. Στον κύκλο των έξι κρυφών υποστηρικτών του, εκτός απ’ τον Έμερσον βρίσκουμε τον Σάμιουελ Χάου, ένθερμο φιλέλληνα που είχε συμμετάσχει και επί δύο χρόνια στην Επανάσταση του ’21 ως εθελοντής ιατρός. Ο Χάου είχε υποστηρίξει την ένοπλη δράση κατά της δουλείας στο Κάνσας, και είχε εξασφαλίσει 200 τουφέκια και άλλα 200 ρεβόλβερ. Όπως μαρτυρά η κόρη του Χάου, πέρα απ’ την χρηματοδότηση και την υποστήριξη αυτή, ο πατέρας της προσέφερε συμβολικά στον Μπράουν και ένα ρεβόλβερ ανά χείρας, κλεισμένο σε μία θήκη από ξύλο φουντουκιάς. Μία τρίτη προσωπικότητα του κύκλου των υποστηρικτών του, o δημοσιογράφος Φράνκλιν Σάνμπορν, θα αναφέρει χαρακτηριστικά:
“Ο Μπράουν έχει γίνει στον κόσμο εν γένει, ένας απ’ τους αθάνατους πρωταγωνιστές της ελευθερίας- ιστορικούς ή μυθικούς- ανάμεσα στους οποίους λογαριάζουμε τον Λεωνίδα, τους Μακκαβαίους, τον Τέλλο, τον Γουίνκελριντ, τον Γουάλας, τον Χόφερ και τον Μάρκο Μπότσαρη»
Στον Αμερικανικό Εμφύλιο που ακολούθησε ενάμιση μόλις χρόνο μετά τον απαγχονισμό του Τζων Μπράουν, το όνομα του ήρωα θα βρεθεί στα χείλη των στρατιωτών της Ομοσπονδίας, σε ένα από τα εμβατήριά τους με τίτλο «Το σώμα του Τζων Μπράουν», το οποίο αργότερα μετεξελίχθηκε στον περίφημο «Θούριο της Δημοκρατίας» (Battle Hymn of the Republic), με στίχους που έγραψε η σύζυγος του Σάμιουελ Χάου, η Τζούλια Γουάρντ. – μία γυναίκα πρωτοπόρος στον αγώνα για την χειραφέτηση των γυναικών και την κατάργηση της δουλείας.
Το κύμα του ελευθερίας που σάρωσε την Βόρειο Αμερική, δεν θα ήταν δυνατόν να περιοριστεί στα όριά της. Η πρώτη χώρα που τίμησε τον Τζων Μπράουν έξω απ’ τις ΗΠΑ, υπήρξε και πάλι η Αϊτή, η πρώην χώρα των σκλάβων που είχε πρώτη αναγνωρίσει και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. Το όνομα του απαγχονισμένου ήρωα, δόθηκε στη μεγαλύτερη λεωφόρο της πρωτεύουσας, του Πορτ-ο-Πρενς. Κι ανάμεσα στους θαυμαστές του Αμερικανού αγωνιστή, απαντούμε και τον μεγάλο Κουβανό συγγραφέα, δημοσιογράφο και πατριώτη, Χοσέ Μαρτί.
Ο Μαρτί θα μιλήσει για τον Τζων Μπράουν, «εκείνον τον τρελό, τον φτιαγμένο απ’ άστρα», θα μιλήσει και για την Ελλάδα, για τους στίχους της Ιλιάδας του Ομήρου, που «όποιος τους διαβάζει νοιώθει σαν γίγαντας, ή σαν να στέκεται στην κορφή ενός βουνού με την ατελείωτη θάλασσα κάτω απ’ τα πόδια του». Όπως έγραψε ο ίδιος, η Ιλιάδα υπήρξε η αφορμή για να μάθει ο Μαρτί γρήγορα τα γαλλικά, ώστε να μπορέσει να απολαύσει την περίφημη μετάφραση του Λεκόντ Ντε Λ’ιλ στη γλώσσα αυτή. Δεν είναι βεβαίως ο μόνος. Η Λατινική Αμερική έχει ήδη δική της παράδοση φιλελληνισμού. Ακόμα και η Κούβα, είχε γνωρίσει την ελληνική Επανάσταση, μέσα απ’ τους στίχους ενός διάπυρου φιλέλληνα, του Χοσέ Μαρία Χερέντια στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
Την ώρα της εξέγερσης της Κούβας εναντίον των Ισπανών, ο Χοσέ Μαρτί θα πρωτοστατήσει σ’ αυτήν και θα χάσει τη ζωή του στη μάχη των Ντος Ρίος. Μισόν περίπου αιώνα αργότερα, μια ομάδα 135 Κουβανών επαναστατών με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο, αποφασίζουν να δράσουν στο όνομα του Χοσέ Μαρτί, εναντίον της χούντας του στρατηγού Φουλχένσιο Μπατίστα, επιτιθέμενοι εναντίον ενός ολόκληρου στρατοπέδου στο Σαντιάγκο ντε Κούμπα. Η επίθεση θα στεφθεί από απόλυτη αποτυχία, καθώς οι 61 απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους, οι 51 συνελήφθησαν και μόνον 23 κατάφεραν να διαφύγουν. Η επίθεση αυτή, έμελλε να αποτελέσει την απαρχή της Κουβανικής Επανάστασης, που θα έδινε το δικό της ρυθμό στην ανάσα της λατινοαμερικανικής ηπείρου και ευρύτερα.
«Ο Φιντέλ Κάστρο, είναι ο ρομαντικός επαναστάτης που εξακολουθεί να ανακύπτει στην Ιστορία, όπως ο Κρόμγουελ στην Αγγλία και ο Τζων Μπράουν στις Ηνωμένες Πολιτείες» σημείωνε στο βιβλίο του για τον Κουβανό ηγέτη, ο αρθρογράφος των New York Times, Χέρμπερτ Μάθιους. Να είχε άραγε δίκιο; Οι ρομαντικοί, είναι άνθρωποι που κυνηγάνε το όνειρο, δεν διαχειρίζονται την καθημερινότητα. Άνθρωποι γεννημένοι για τη μάχη, όχι για της ειρήνης τους συμβιβασμούς. Αλλά αν ο Κάστρο ήταν σαν τον Κρόμγουελ, μήπως κι εκείνος δεν είχε κυβερνήσει με πυγμή τη χώρα του; Πού σταματάει το ιδεώδες και που να ξεκινάει η ανασφάλεια για τη δικαίωση, το πείσμα, η αγωνία της κυριαρχίας;
Ο Κομαντάντε φεύγει και με αυτόν τελειώνει μια εποχή. Και ο άνεμος της Καραϊβικής, που όπου θέλει πνέει μα την πορεία του δεν γνωρίζεις, κουβαλάει ήχους από σπαθιά και κανόνια, ήχους από ισπανικές ενσαλάντες, νέγρικα σπιρίτσουαλς, και ένα μοιρολόι σουλιώτικο πάνω από την Αβάνα…
*Ο Ανδρέας Μακρίδης είναι δημοσιογράφος.