«Από τον νόστο του Οδυσσέα στην Οδύσσεια στο Μαξίμου» – Ένα σύγχρονο πολιτικό έπος που ζητά κάθαρση

Του Απόστολου Λουλουδάκη 

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ…

– Ομήρου Οδύσσεια 

Στο κλασικό του έργο The World of Odysseus (ο κόσμος του Οδυσσέα), ο Moses I. Finley αναλύει το ομηρικό έπος όχι ως μύθο φαντασίας, αλλά ως καθρέφτη μίας προκρατικής, σχεδόν αναρχικής, κοινωνίας τιμής και προσωπικών σχέσεων. Η ομηρική κοινωνία, όπως την περιγράφει ο Finley, βασίζεται στην αμοιβαιότητα, στην προσωπική φήμη (κλέος), και στη συμβολική ισχύ της επιστροφής ως αποκατάστασης της κοινωνικής τάξης.

Το έπος το οποίο ακολουθεί, προτείνεται ως σύγχρονη πολιτική αντι-Οδύσσεια. Ο πολιτικός ήρωας, Κυριάκος, δεν πορεύεται διαμέσου της πολιτικής τρικυμίας προς μια Ιθάκη δικαιοσύνης, αλλά επιβιβάζεται σε ένα ταξίδι σφετερισμού, επικοινωνιακής ομίχλης, και ηθικού ναυαγίου. Εν αντιθέσει προς τον Ὀδυσσέα, που επιστρέφει στην οἰκία του για να αποκαταστήσει το δίκαιο, ο Μητσοτάκης φθάνει σε ένα ειδικό δικαστήριο, σύμβολο νέμεσης και αντίτιμου για την κατάχρηση εξουσίας.

Ο κόσμος του Μητσοτάκη θυμίζει τον κόσμο του Οδυσσέα, όπως τον αναλύει ο Finley: είναι ένας κόσμος χωρίς κράτος με τη νεωτερική έννοια, χωρίς θεσμούς εμπιστοσύνης, όπου οι σχέσεις εξουσίας βασίζονται όχι στον νόμο, αλλά στην πατρωνία, στις εξαρτήσεις, στους φόβους και στις “ελεγχόμενες ανταμοιβές”.

Η από μηχανής εμφάνιση του λαού ως θεϊκής παρέμβασης — στο τέλος του έπους — αντιστρέφει την ομηρική εσχατολογία. Εδώ, ο λαός δεν περιμένει τον ήρωα να τον λυτρώσει. Αντίθετα, τον δικάζει. Η επιστροφή δεν είναι αναγνώριση, αλλά αποκαθήλωση.

Έτσι, το νέο έπος πρέπει να αναγνωσθεί ως πολιτικό έπος αλληγορίας, εμπνευσμένο από την ομηρική φόρμα, αλλά αντιστραμμένο ως προς την ηθική της κατεύθυνση. Στο σύμπαν του Μητσοτάκη, η μοίρα δεν ευνοεί τον πολύτροπο, αλλά τον ευσυνείδητο, και το τέλος δεν ανήκει στον ἥρωα, αλλά στην πολιτική κάθαρση.

Ραψωδία Α’ — Η πορεία προς το Μέγαρο Μαξίμου

Άντρα μου πες, Ω! Μούσα, τον πολυμήχανο ηγέτη,

που στ’ Αθήνα περιπλανήθηκε, ζητώντας τον ψηλό θρόνο,

όχι σαν τον Οδυσσέα για να γυρίσει στην Ιθάκη,

μα απ’ τη φιλοδοξία οδηγήθηκε ίσια στο Μαξίμου

και στα άδυτα της εξουσίας, όπου τα αξιώματα αστράφτουν.

Όχι Δούρειος ίππος, μα αρχηγός απ’ το Κολωνάκι,

γόνος παλιού πατέρα, με φωτοστέφανο Μητσοτακείου,

με λόγια γλυκά και σοφίσματα ξεγέλασε

λαό μυημένο στους τίτλους της ανάπτυξης.

Ραψωδία Βʼ — Οι Σειρήνες της τηλεόρασης

Μέσα στα δελτία ειδήσεων, οι σειρήνες τραγουδούσαν γλυκά:

«Εσύ είσαι ο νέος Μωυσής, ο οδηγός μέσα στο χάος,

φως αντρικό σε σκοτεινούς καιρούς και πανδημία.»

Κι ο ηγέτης ανέβηκε — όχι σε καράβι, μα σ’ ένα βήμα,

κρατώντας τάμπλετ, QR και ανελέητους αριθμούς.

Ραψωδία Γ’ — Το Κύμα των Τηλεφωνημάτων

Όμως η Μοίρα δεν αποκαλύπτει τα πάντα σε όλους.

Υπήρχε Δούρειος όφις στο μάτι της εξουσίας —

και τον είπαν “Predator”, μα δεν ήταν θηρίο,

παρά λογισμικό άγρυπνο, πανταχού παρόν.

Μ’ αυτό είχε βασιλική ακοή και όραση,

όχι μόνο στους εχθρούς, μα και σε φίλους και δικούς.

Κι αποκαλύφθηκε πως ο πολυμήχανος δεν ήταν πια σοφός,

μα άνακτας των υποκλοπών, φέρνοντας σάπια αρετή.

Ραψωδία Δ’ — Κάθαρση όχι Ιθακική, αλλά Ειδική

Και τώρα, ω Μούσα, πες μας πώς τελείωσε η πλάνη.
Ήρθε στο Μαξίμου, σαν πατέρας παντογνώστης,
μα δεν φάνηκε πιστός, ούτε φίλος της Δικαιοσύνης.
Κι έτσι οι Ερινύες ξύπνησαν — και συγκαλέστηκαν βουλές,
που έστησαν Ειδικό Δικαστήριο — όχι Σκύλλα, ούτε Χάρυβδη,
μα άνθρωποι του νόμου, που κρατούν και τον νόμο και τον πέλεκυ.

Δεν γύρισε πίσω, σαν τον Οδυσσέα, στην Πηνελόπη του,
μα κάθισε στην έδρα — εξομολογούμενος ή αρνούμενος,
κι ο λαός από κάτω χτυπούσε βαρύ ζεϊμπέκικο·
τον χορό της πτώσης — το μεγάλο ζεϊμπέκικο του Μητσοτάκη.

Ραψωδία Ε’ — Η Σκύλλα της Ακρίβειας 

Σκύλα καθόταν στις πύλες της κεντρικής αγοράς,

θηρίο με έξι κεφάλια, έξι στόματα ανοιχτά,

και το καθένα τιμολογούσε: ψωμί, γάλα, ρεύμα, ενοίκιο,

κι απ’ όλα τα σαγόνια ακουγόταν: «Πλειστηριασμός ή σιωπή!»

Ο άναξ Κυριάκος, καβάλα στης ΕΡΤ το κύμα, έλεγε:

«Η χώρα αναστήθηκε! Οι καρποί της ανάπτυξης έρχονται!»

Κι όμως το έθνος σιωπηλό, με φάκελο άδειο στο χέρι

και χρέος στην καρδιά — βάρος που πονά, όχι λίγο.

Υπουργοί σαν σύντροφοι του Οδυσσέα, μα ούτε Περσέας ούτε Νέστορας,

μόνο σε χρυσοποίκιλτες boards, λέγαν με ύφος αλαζονείας:

«Η αγορά ρυθμίζεται μόνη της — ΔΕΝ θα παρέμβουμε!»

Κι η Σκύλλα, όπως κάθε βδομάδα, έτρωγε τίμιους μισθούς.

Ραψωδία Ϛ’ — Τηλέμαχος του Ψηφιακού Μετασχηματισμού 

Υπάρχει γιος του άνακτα — όχι από σάρκα, μα από έργο,

ονομαζόμενος Τηλέμαχος, γνωστός και ως Gov.gr.

Ανέτειλε λαμπρός, κατ’ εικόνα Μητσοτάκειου,

αντί για ήρωας, έφερε «κωδικούς taxis» στους πολίτες.

Με ένα απλό scrolling έβγαιναν άδειες, πρόστιμα, πιστοποιητικά·

ο λαός θαύμαζε: «Μήπως αυτό είναι η Ευρώπη;»

Μα ο Τηλέμαχος, όπως κάθε νέος, ζητούσε έναν πατέρα

παράδειγμα φωτεινό, όχι σκιά στον πίσω κήπο.

Και είπε: «Πατέρα, έφερες σύγχρονο κράτος,

μα ο λογαριασμός ψεύδεται, και η διαφάνεια σωπαίνει.

Το έθνος βλέπει tablets, μα χορεύει πάνω στην πείνα.

Τι αξίζει η ψηφιοποίηση, όταν η Δικαιοσύνη λείπει;»

Και ο πατέρας σώπασε, μπροστά σε ένα ζεϊμπέκικο που στριφογύριζε,

ένα βήμα — δύο οφειλές — τρεις υποκλοπές…

κι η λύρα θρήνησε.

Ραψωδία Ζ’ — Τα Τέμπη, ή Ο Θάνατος στον Σιδηρόδρομο 

Ω Τέμπη φονικά, χαράδρες του νεοελληνικού Άδη,

όπου ο θάνατος έτρεξε πιο γρήγορα απ’ την ανάπτυξη.

Μες σε νύχτα με φεγγάρι, δύο τρένα σιδερένια

έτρεχαν ίδιας ρότας — όχι από μοίρα, αλλά από αμέλεια.

Και δεν φταίνε Λαιστρυγόνες, ούτε Κύκλωπες,

αλλά άνθρωποι του πίνακα, διορισμένοι

σε σταθμούς χωρίς γνώση, χωρίς σήμα και χωρίς έλεος.

Κι η φωτιά ξέσπασε, κι οι ψυχές πέταξαν.

Και ήρθε ο άναξ Κυριάκος στο σημείο,

λέγοντας: «Όλα θα ερευνηθούν. Έφταιξε η μοίρα, ο σταθμάρχης —

όχι το κράτος. Η χώρα αλλάζει. Η αλήθεια έρχεται.»

Μα οι λέξεις δεν έφταναν· οι μάνες θρηνούσαν

σαν σε τραγωδία του Αισχύλου, μπροστά στο μνήμα κραυγάζοντας:

«Ούτε μια συγγνώμη. Ο άναξ έσβησε τον θρήνο

με σκόνη επικοινωνίας και PR.»

Και βάρυνε η σιωπή. Και το ζεϊμπέκικο σταμάτησε.

Ραψωδία Η’ — ΟΠΕΚΕΠΕ, ή Τα Λάφυρα της Γης 

Για χάρη της γης και της γεωργίας, χύθηκαν άφθονα τάλαντα

απ’ τις Βρυξέλλες σε χώρα της Ευρώπης πιο ακριβή απ’ όλες.

Ο ΟΠΕΚΕΠΕ, παλιά σαν Διόφαντος του χωραφιού,

τώρα έγινε Λερναία Ύδρα γεμάτη συμβάσεις.

Κι ο Μάκης, ο Βορίδης, άντρας παλιός, γέννημα της Βουλής,

άρχοντας σφραγίδων και θεσμών και αρμοδιοτήτων,

έφυγε σιωπηλά, όχι με δόξα, μα με παραίτηση.

Όχι από αδυναμία, μα απ’ τον άνεμο των ανακοινώσεων.

Και ρωτά ο λαός: «Πού είναι οι πόροι; Πού χαθήκαν

οι φάκελοι, οι εφαρμογές, οι κόμβοι του Data Center;»

Και το Μέγαρο σώπασε, σαν καπνός μετά από φλόγα.

Μα ο λαός, όχι πια λωτοφάγος, μα έθνος πληγωμένο,

κρατά στη μνήμη του τις λέξεις, σαν βέλη στη φαρέτρα:

«Μην χορεύεις στην άκρη, Μητσοτάκη,

πριν δώσεις λογαριασμό.»

Ραψωδία Θ’ — Αλέξης, ο Φέρων τις Σκιές

Και σε καιρό δύσκολο, ο Τσίπρας ανέβηκε

όχι σαν αντίπαλος, μα σαν φάντασμα λόγου,

με φωνή παλιάς επανάστασης,

που αναγγέλθηκε, μα ποτέ δεν γεννήθηκε.

Κατέβηκε απ’ τη Δύση, με γυαλιστερό στιλ,

με στόμα γλυκό, μα μάτια κουρασμένα.

Ήταν ο Αλέξης φέρων δώρα που δεν πιάνονται,

μα ελπίδες απ’ το χθες, άδειους φακέλους υποσχέσεων.

Και μίλησε: «Μνημονιακή σκευωρία,

βαθύ σύστημα, σταμάτα να βασανίζεις τη χώρα·

ο Κυριάκος, ο κυβερνών στα κρυφά, θα πέσει.

Μα εγώ, που έχω λαϊκή στάση, μπορώ ακόμα να πω…»

Και ο λαός δάκρυσε, όχι από χαρά, μα από ειρωνεία,

λέγοντας: «Ω βασιλιά των 17 υπογραφών,

μην ξανάρθεις φέρνοντας τάφους των μνημονίων·

το φανάρι σου έσβησε, η πόρτα του Άδη είναι πίσω σου.»

Κι έτσι ο Αλέξης, ακούγοντας τον δήμο,

σωπά και κάθεται μπροστά σε τηλεόραση

και βλέπει το μέλλον σαν αντίλαλο σκιών.

Ραψωδία Ι’ — Από Μηχανής Θεός

Και ήρθε η μέρα της κρίσης,

ο λαός στάθηκε όχι μόνο στην κάλπη,

μα με νου και γεμάτη μνήμη,

κρατώντας τον πόνο σαν ψήφο, την απάτη σαν σταυρό.

Και ο άνακτας Κυριάκος στάθηκε στο βήμα,

όπου ήλπιζε να χορέψει έναν τελευταίο ζεϊμπέκικο,

μα από τον ουρανό, σε σκοτάδι οικονομικό και ηθικό,

κατέβηκε φωνή μεγάλη — όχι απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε απ’ το ΠΑΣΟΚ.

Και όλοι είδαν μια μηχανή να κατεβαίνει

απ’ την οροφή της ζωής, σαν στα παλιά δράματα.

Και μέσα της δεν ήταν άντρας, ούτε στρατηγός,

αλλά ο Λαός, σε μορφή ανανεωτικής θεότητας.

Και είπε ο Θεός Λαός:

«Έπαιξες, Κυριάκο, σαν Οδυσσέας, μα χωρίς νόστο.

Υποσχέθηκες ανάπτυξη, μα έσπειρες όλεθρο.

Προστάτεψες το Μέγαρο, όχι τη Δημοκρατία.

Κατέβηκα όχι για να σώσω, αλλά για να σταματήσω —

την τραγωδία, τη λήθη, το σωστό προσωπείο.»

Και είπε ο Κυριάκος: «Και ποιο είναι το τέλος;»

Και είπε ο Θεός:

«Επιστροφή δεν θα υπάρξει. Μόνο λογαριασμός.»

Και ο λόγος έγινε σάλπισμα,

και ο χορός βγήκε με ψήφους στη σκηνή,

και η μηχανή ανέβηκε, και ο θεός αποσύρθηκε,

και η τραγωδία τελείωσε.

Ραψωδία Κ’ — Η Κρίση των Δικαστών

Και ήρθε η μέρα της σιωπής,

όχι σε πλατείες, αλλά σε Αίθουσα Μεγάλης Σφραγίδας.

Ο Κυριάκος, ακόμα με κομψότητα,

κάθισε όχι σαν άνακτας, αλλά σαν κατηγορούμενος.

Και αφού ήρθε ο Αρχιδικαστής, είπε:

«Σήμερα κρίνω όχι μόνο έναν άνθρωπο,

αλλά μία γενιά συγκάλυψης·

κρίνω αυτόν που μεγάλωσε μέσα στο σύστημα,

και κατέρρευσε κάτω από το βάρος των τρένων, των διαγωνισμών, των παρακολουθήσεων.»

Και ο Κήρυκας διάβασε την κρίση:

«Κατά πλειοψηφία των Ενδόξων Δικαστών,

και για όσα έγιναν με επικοινωνιακή σιωπή,

αφαιρούμε τα πολιτικά δικαιώματα

του Κυριάκου του Κωνσταντίνου.

Όχι ως τιμωρία, αλλά ως κάθαρση της Πολιτείας.»

Και ο χορός είπε:

«Γιατί τα σίδερα της φυλακής

δεν είναι για τους πονηρούς,

ούτε εκδικητική λύση·

αλλά ανάστημα του Νόμου,

και τέλος της ειρωνείας πίσω από δημοκρατικό φράχτη.»

Και έτσι τελείωσε η Μητσοτακεία·

όχι σαν έπος δόξας, αλλά σαν μάθημα απώλειας,

όπου οι χοροί δεν χειροκροτούν,

αλλά προειδοποιούν.

Τέλος.