Αυξήσεις στα ασφαλιστήρια υγείας και παρεμβάσεις

Του Μελέτη Ρεντούμη

Το τελευταίο διάστημα, η ελληνική αγορά ασφαλίσεων υγείας έχει βρεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, καθώς οι προγραμματισμένες αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας προκαλούν ανησυχία τόσο στους ασφαλισμένους όσο και στην ευρύτερη οικονομία. Οι ανακοινώσεις για αυξήσεις έως και 15% στα ασφάλιστρα έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, με την κυβέρνηση να επιχειρεί να θέσει φρένο σε αυτές τις ανατιμήσεις, αναγνωρίζοντας τη σημαντική επιβάρυνση που προκαλούν στα νοικοκυριά.

Παρόλα αυτά από την πλευρά τους οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, έχουν μία δική τους οπτική και αναφέρουν τους δικούς τους παράγοντες αύξησης των ασφαλίστρων ως ακολούθως :

  • Την άνοδο του κόστους των ιατρικών υπηρεσιών και των φαρμάκων.
  • Την αυξανόμενη ζήτηση για ποιοτικές υπηρεσίες υγείας.
  • Τη γήρανση του πληθυσμού, που αυξάνει τις απαιτήσεις για ιατρική περίθαλψη.
  • Τον πληθωρισμό και τις γενικότερες οικονομικές πιέσεις που μετακυλίονται στους καταναλωτές.

Είναι ενδεικτικό πως οι αυξήσεις αυτές πλήττουν κυρίως τους κατόχους ισόβιων ασφαλιστηρίων υγείας, οι οποίοι βλέπουν τα κόστη να εκτοξεύονται όπου σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζονται να διακόψουν τις καλύψεις τους, με κίνδυνο στην γενικότερη περίθαλψη τους.

Η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας την κοινωνική και οικονομική πίεση, εξετάζει τη θέσπιση μέτρων περιορισμού των αυξήσεων, όπως:

  • Θέσπιση ανώτατου ορίου στις ετήσιες αυξήσεις ασφαλίστρων.
  • Απαγόρευση αυξήσεων που δεν τεκμηριώνονται από αντικειμενικά κριτήρια, όπως η αύξηση του ιατρικού κόστους.
  • Ενίσχυση της διαφάνειας στις ασφαλιστικές εταιρείες ώστε οι καταναλωτές να γνωρίζουν αναλυτικά τους λόγους των αυξήσεων.

Με αυτή την λογική, η επιβολή περιορισμών στις αυξήσεις των ασφαλίστρων μπορεί να έχει μικτές συνέπειες για την ασφαλιστική αγορά όπως :

  • Προστασία των καταναλωτών: Διασφαλίζεται ότι οι ασφαλισμένοι δεν θα επιβαρυνθούν υπέρμετρα, προστατεύοντας τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
  • Διατήρηση των ασφαλισμένων: Περιορίζεται η διακοπή συμβολαίων, ειδικά των ισόβιων ασφαλιστηρίων.
  • Ενίσχυση εμπιστοσύνης: Οι πολίτες ενδέχεται να εμπιστευτούν περισσότερο τον θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης.
  • Πιθανή μείωση επενδύσεων: Οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορεί να περιορίσουν την ανάπτυξη νέων προϊόντων λόγω μειωμένων εσόδων.
  • Πίεση στα οικονομικά αποτελέσματα: Οι εταιρείες θα κληθούν να απορροφήσουν μέρος του κόστους, κάτι που μπορεί να επηρεάσει τη βιωσιμότητά τους.
  • Κίνδυνος για την ποιότητα υπηρεσιών: Η μείωση εσόδων ενδέχεται να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, με σημαντική μείωση των καλύψεων καθώς και αύξηση των ορίων απαλλαγής.

Με βάση τις παραπάνω συνέπειες για τους ασφαλισμένους και τις εταιρίες, υπάρχουν σαφώς και προεκτάσεις για την ελληνική οικονομία, όπως η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης καθώς οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα, περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, επηρεάζοντας αρνητικά την κατανάλωση.

Επίσης ενδέχεται να αυξηθεί και το κόστος του δημόσιου συστήματος υγείας, με το σκεπτικό πως αν περισσότεροι πολίτες εγκαταλείψουν τα ιδιωτικά ασφαλιστήρια, θα στραφούν στο δημόσιο σύστημα υγείας, αυξάνοντας την πίεση στον κρατικό προϋπολογισμό.

Συμπερασματικά θα λέγαμε πως η ισορροπία μεταξύ της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών εταιρειών και της προστασίας των καταναλωτών είναι κρίσιμη για την ευστάθεια του συστήματος και της ασφαλιστικής αγοράς εν γένει.

Η παρέμβαση της κυβέρνησης για τον περιορισμό των αυξήσεων στα ασφάλιστρα υγείας αποτελεί μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και η οικονομική σταθερότητα, όμως απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός ώστε να μην προκληθούν αρνητικές παρενέργειες στην ασφαλιστική αγορά, προκαλώντας αβεβαιότητα και μειωμένη ρευστότητα που μπορεί στο τέλος να επιβαρύνουν, τόσο τα ασφαλιστικά ταμεία όσο και τον μέσο ασφαλισμένο φορολογούμενο.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός