Του Γ. Λακόπουλου
Ο Βύρων Πολύδωρας είναι ο πρώτος θεωρητικός της σύγχρονης Δεξιάς- έστω της λαϊκής Δεξιάς. Και πάντως ο πρώτος στη ΝΔ που συνέλαβε το εγγενές πρόβλημά της από τη Μεταπολίτευση: την κυριαρχία στης Αριστεράς στο πεδίο των ιδεών.
Έτυχε να είναι και ο πιο κατάλληλος να επιχειρήσει αντιστροφή των όρων του παιχνιδιού: παθιασμένος πολιτικός, ιδεολόγος και διανοούμενος του χώρου.
Το επιχείρησε με δυο βιβλία προ ετών ελπίζοντας στην αναβάπτιση της συντηρητικής παράταξης στον εαυτό της, με βάση το συλλογικό ιστορικό παρελθόν.
Ενδεχομένως η προσπάθεια θα είχε συνέχεια. Αλλά δεν είχε ο Πολύδωρας. Βρέθηκε εκτός ενεργού πολιτικής και τελικά και εκτός ΝΔ. Ο Σαμαράς τον διέγραψε γιατί δεν ψήφισε το ΕΝΦΙΑ. Ο Κυριάκος δεν τον ήθελε για πρόεδρο του ΕΣΡ- όταν τον πρότεινε ο Τσίπρας.
Ωστόσο, σα να συνωμότησαν οι θεοί της πολιτικής, ήλθαν έτσι τα πράγματα και το 2012 αναδείχθηκε πρόεδρος τη Βουλής για μια μέρα. Αυτό τον εξόπλισε με τα προνόμια του πρώην προέδρου.
Δεν κάνει κατάχρηση, κινούμενος αστόχαστα στην επικοινωνιακή σφαίρα. Τα αξιοποίησε για ευρύτερες ενδοσκοπήσεις. Το πιο χαρακτηριστικό αποτέλεσμα είναι το βιβλίο «Όταν ανοίγαμε πανιά»- από τις Εκδόσεις Λιβάνη.
Πριν πάμε σ’ αυτό το εντυπωσιακό πόνημα να μην παραλείψουμε ότι η έλλειψη του «Σαμουράι» -όπως του κόλλησαν μετά τη μετάφραση του ομότιτλου βιβλίου- στο δημόσιο βίο είναι πολλαπλώς αισθητή. Και πάντως μοναδική για πατενταρισμένο δεξιό.
Όχι άδικα. Είναι ένας ιππότης της πολιτικής. Το ήθος της δημόσιας παρουσίας του συνδυάζεται με το χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό και την επιμονή στους κώδικες του παλαιού τρόπου άσκησης πολιτικής.
Η βαθιά πίστη στην ιδεολογία του -ακόμη και όταν έχει επίγνωση ότι η μεταφορά της στην πρακτική πολιτική έφερε δεινά στην κοινωνία- συνδυάζεται με την ιεραποστολική άσκηση πολιτικής εκ μέρους του.
Μπορεί να απορρίψεις την ιδεολογία του και τις πολιτικές θέσεις του Πολύδωρα, αλλά όχι τον ίδιο. Αξίζει αυτοφυώς σαν άνθρωπος.
Το φτωχόπαιδο από τα Περιβόλια Ολυμπίας, που ξεκίνησε την πορεία στη ζωή κάνοντας δουλειές του ποδαριού, κατάκτησε τα περισσότερα από όσα μπορεί να επιδιώξει κάποιος στο δημόσιο βίο.
Δείγμα των εκπτώσεων στη ΝΔ είναι ότι θέση του Πολύδωρα θα βρει κανείς σήμερα τον Άδωνι και τον Βορίδη. Εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ’ άρματα κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.
Ο ίδιος έκανε αυτό που θεωρούσε «τον αγώνα, τον καλό» για την παράταξη του και τη χώρα. Οι επίγονοί του κάνουν πολιτικό μάρκετινγκ για την πάρτη τους. Η κουλτούρα του ευπατρίδη παραμερίσθηκε από την επιδίωξη της προσωπικής κυριαρχίας.
Σήμερα στα 73 του είναι πια παρελθόν ως πολιτικός. Αλλά διόλου δεν τον χαλάει. Αν δεν γινόταν πολιτικός, θα ήταν φιλόσοφος και αν δεν ήταν φιλόσοφος, θα ήταν ιστορικός. Μετά από 40 βιβλία και δεκατρείς θητείες στη Βουλή’ από το 1981 ως το 2014 , με το «Όταν ανοίγαμε πανιά» συνοψίζει ότι τελικά είναι όλα μαζί ταυτόχρονα.
Είναι ένα βιβλίο για τον ελληνισμό. Πρωτίστως είναι έργο κόπου και προσήλωσης, όπως δείχνουν τα δέκα διευκρινιστικά παραρτήματα, το κατατοπιστικό ευρετήριο ονομάτων, το γνωμολογικό των εφτά σοφών, και οι πέντε σελίδες κλασσικής και ηλεκτρονικής βιβλιογραφίας.
Εκτός από προϊόν έμπνευσης και πάθους είναι και αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας και ολοκληρωμένης μελέτης. Ο ίδιος προϊδεάζει λέγοντας ότι «είναι ένα βιβλίο συνείδησης και πίστης, για το ιστορικό φαινόμενο που λέγεται “ελληνισμός».
Με τη δουλειά του θέλει να αποδείξει την «εθνική συνοχή και τη συνέχεια « των Ελλήνων. Εμβαθύνει αυτό το φαινόμενο από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι το Βυζάντιο. Με λατρευτική προσήλωση στην παρουσίαση της διαδρομής ενός «εθνολαού», για την διαχρονικότητα του οποίου επικαλείται ακόμη και τον Μπομπ Ντίλαν και την αναφορά του στον Όμηρο, όταν του απονεμήθηκε το Νόμπελ.
Το βιβλίο δείχνει ότι υπάρχει πολύς Πολύδωρας μέσα στον Πολύδωρα. Ευρυμαθής, με ευγένεια τρόπων και ελευθερία πνεύματος -που δεν είναι άσχετη με τη Harley Davidson του- παραμένει ενδιαφέρων ανοιχτόκαρδος και ειλικρινής. Φανατικά κοινοβουλευτικός και πάντα απέναντι στην Αριστερά, με την επιχειρηματολογία του, όχι με επινοήσεις.
Ο αναγνώστης θα κερδίσει από αυτό το βιβλίο: ιστορικά γεγονότα, πρόσωπα για ιστορικές περιόδους και περιοχές του ελληνισμού συνδέονται με ένα σπιράλ που το κάνει ελκυστικό η γραφή κάποιου που «ξέρει γράμματα».
Ο «Μπάιρον» έγραψε ένα κοπιώδες βιβλίο που τον αντιπροσωπεύει απολύτως. Ο τίτλος δεν παραπέμπει σε νοσταλγική αυτοβιογραφία. Δεν “άνοιξε πανιά” ο ίδιος και η παρέα του.
Αναφέρεται στο διαχρονικό “εμείς” των Ελλήνων και αποδίδει την βιωματική σχέση του με την μελέτη της διαδρομής του ελληνισμού εδώ και 3.500 χρόνια. Από αυτή την άποψη είναι το πιο πολιτικό βιβλίο του.