Κώστας Καραμανλής – Αλέξης Τσίπρας: Βίοι παράλληλοι ή ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Οι παράλληλοι βίοι Καραμανλή-Τσίπρα παραπέμπουν στο συμπέρασμα από την ταινία «Μπρουμπέικερ» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ: οι προθέσεις για αλλαγές απολήγουν σε βάρος εκείνων που τις επιχειρούν.

Στην μεταπολεμική Ελλάδα τα κόμματα ήταν μπουλούκια πολιτευτών, γύρω από κάποιες ισχυρές προσωπικότητες, υπό την κηδεμονία του Παλατιού, των Αμερικανών, του Στρατού και εν γένει αυτού που ονόμαζαν τότε κατεστημένο- με την υποστήριξη ισχυρών εκδοτών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Οι προσπάθειες επηρεασμού των κυβερνήσεων και κομμάτων από επιχειρηματικά και εκδοτικά κέντρα ήταν ορατές, αλλά γενικά οι πολιτικοί είχαν τον πρώτο λόγο.

Ετσι εξελίχθηκε η πολιτική ζωή, ως τη στιγμή που ο Κώστας Μητσοτάκης -όταν δεν μπορούσε να διαδεχθεί τον Γέρο Της Δημοκρατίας στην Ένωση Κέντρου, μετά την ορμητική είσοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στη σκηνή-προθυμοποιήθηκε να οργανώσει την ανατροπή της λαοπρόβλητης κυβέρνησης του 53% – ως εντολοδόχος της παλατιανής καμαρίλας- και άνοιξε το δρόμο για την ανωμαλία του 1967.
Το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θεμελίωσε τη Δημοκρατία με, απαραβίαστο, Σύνταγμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου εξυγίανε το πολιτικό σύστημα με το θεσμό οργανωμένων κομμάτων, με μέλη, οργανώσεις και εσωκομματικές διαδικασίες.

Ετσι η πολιτική μεταβολή του 1981έγινε ομαλά και η διακυβέρνηση Παπανδρέου -πέρα από τις εσωτερικές αντινομίες της- αναπτύχθηκε πάνω στο δόγμα: στην πολιτική τον πρώτο λόγο έχουν οι πολιτικοί.
Ουδείς επιχειρηματίας διανοούνταν να τηλεφωνήσει στον Καραμανλή, ή στον Παπανδρέου και να δώσει …οδηγίες!

Βυσσοδομούσαν, οργάνωναν υπονομευτικές δράσεις, εξαγόραζαν πρόσωπα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να επιβάλουν τις επιλογές του εν ψυχρώ σε κόμματα και κυβερνήσεις.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας εμφανίσθηκαν δυο καινούργιες πηγές χρήματος και ισχύος: τα κοινοτικά κονδύλια και η μετάβαση από την έντυπη ενημέρωση στην ιδιωτική τηλεόραση και ραδιοφωνία. Με πλαίσιο τις αλλαγές που έφερνε η είσοδος της τεχνολογίας στην επικοινωνία και τη διανομή της πληροφορίας.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν διατεθειμένος να υποκύψει στην πίεση 2-3 συγκροτημάτων Τύπου της εποχής που διεκδικούσαν ρόλο στην κατανομή αυτών των πόρων. Αντίθετα πίστευε ότι η είσοδος νέων παικτών θα τα αποδυναμώσει και θα ενισχύσει την πολιτική εξουσία ως ρυθμιστή.

Τότε οργανώθηκε εναντίον του επίθεση ανατροπής σε δυο επίπεδα. Το ένα ήταν η ανάδειξη του αδίστακτου Κώστα Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ. Το άλλο η διάβρωση του ΠΑΣΟΚ- αλλά και της ΝΔ ταυτόχρονα-, από μέσα. Για τους αντίστοιχους ρόλους πριμοδοτήθηκαν ο Κ. Σημίτης και ο Μιλτ. Έβερτ.

Προκρίθηκε ο πρώτος , γιατί ο Έβερτ, από χαρακτήρα, δεν ήταν υποχείριο και ο Σημίτης ήταν μέλος της κυβέρνησης που ξανακέρδισε ο Παπανδρέου- ερήμην του.

Ετσι με όχημα τον « εκσυγχρονισμό» -που δεν έγινε ποτέ-περάσαμε στη δοξασμένη από τα ΜΜΕ «εποχή Σημίτη», που εξελίχθηκε σε πεδίο γενικευμένης διαφθοράς.

Τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» , κατά τον όρο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη-τον οποίο πρώτα ανέδειξαν και μετά ανέτρεψαν- ασκούσαν πλέον ουσιαστικά την κυβέρνηση- με εξαγορασμένους πολιτικούς και κυβέρνηση υποταγμένη στην ισχύ του χρήματος και των ΜΜΕ..
Κάποιους «εθνικούς στόχους» ανήγγειλε πρώτα ο Χρήστος Λαμπράκης και μετά υιοθετούσε ο Πρωθυπουργός.

Η απομόνωση της ΝΔ μετά την ήττα του Έβερτ, υποχρέωσε τους «βαρόνους της» να προτείνουν για την ηγεσία τον Κώστα Καραμανλή- ανεψιό του ιδρυτή του κόμματος.

Είχε ένα χαρακτηριστικό: καμία εξάρτηση από τους ισχυρούς της εποχής και γι’ αυτό προσπάθησαν να τον αποκλείσουν με τον χαρακτηρισμό «Ντόλυ», που παρέπεμπε στην επίκαιρη τότε κλωνοποίηση προβάτου.

Με την επικράτηση του και στη ΝΔ και στις εκλογές του 2004, επιχείρησαν να τον προσηλυτίσουν. Αλλά η προσπάθεια μεγάλου εκδότη να τον προσεγγίσει για να επαναλάβει τη μέθοδο τόμων… οδηγιών– ά λα Σημίτη- απέτυχε . Όταν τους στιγμάτισε ως «νταβατζήδες» οργάνωσαν την απομάκρυνσή του επενδύοντας στον Γιώργο Παπανδρέου, τον οποίο ως τότε λοιδορούσαν.

Εντέλει ο Καραμανλής ηττήθηκε- βοηθούντων και των Αμερικάνων από τους οποίους δεν δέχθηκε τις υποδείξεις να διακόψει τις σχέσεις της χώρας με τους Ρώσους και τους Κινέζους.

Η προσπάθεια να αποκόψει -, με τη νομοθεσία για τον «βασικό μέτοχο» -τους προμηθευτές του δημοσίου από την τηλεόραση- δια της οποίας χειραγωγούσαν την πολιτική- υπονομεύθηκε από μέσα και άρχισε τη δεύτερη τετραετία του με περιορισμένη ισχύ.

Οι «διαπλεκόμενοι» και οι εκείθεν του Ατλαντικού απαλλάχθηκαν από τον Καραμανλή και την επιμονή του να μη συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις, αλλά ο εκπρόσωπος του οίκου των Παπανδρέου τον οποίο ανέδειξαν στη θέση του, είχε αναφορές που τους ξεπερνούσαν-και οδήγησε τη χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο εκχωρώντας τη διακυβέρνησης στην τρόικα, οπότε οι «νταβατζήδες» έχασαν τον πρώτο λόγο στη χώρα.

Ο συνασπισμός Σαμαρά-–Βενιζέλου απεικόνιζε την προσπάθειά τους να ανακτήσουν εξουσίες που έχασαν – στη φορολογική πολιτική, τα κοινοτικά κονδύλια, τις διεθνείς σχέσεις κλπ- αλλά στις νέες συνθήκες προέκυψε το αδιανόητο: κυβέρνηση της Αριστεράς προ των πυλών.

Τα κέντρα ισχύος προσπάθησαν να την προσεταιρισθούν, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας αρνήθηκε, στη γάτα Ιμαλαΐων, τη συνδρομή τους και τον προκήρυξαν –χωρίς να εμποδίσουν την επικράτησή του.

Με ετερόκλιτη και προβληματική κυβέρνηση ,επιχείρησε να τιμήσει την εντολή που πήρε για έξοδο από το Μνημόνιο χωρίς όρους –με διαπραγμάτευση που δεν θα μπορούσε να κερδίσει. Εκτός από την «τρόικα» είχε εναντίον του και τον εγχώριο κύκλο μιντιακών και οικονομικών συμφερόντων που είχαν συμφιλιωθεί μαζί της.

Ωστόσο προχώρησε και έβγαλε τη χώρα από τον μνημονιακό κύκλο, έλυσε το Μακεδονικό και έκανε την οικονομία διαχειρίσιμη. Χωρίς να βάλει τους ισχυρούς του χρήματος και των ΜΜΕ συνδιαχειριστές.
Τα λάθη του προστέθηκαν στον πόλεμο που του κήρυξαν – συχνά με αθέμιτα μέσα- έχοντας επενδύσει στον νεώτερο Μητσοτάκη, που εντέλει τον κέρδισε. Η αδυναμία να ανασυντάξει το κόμμα του και η εδραίωση του Μητσοτάκη στον κρατικό μηχανισμό και την επιχειρηματική τάξη που ελέγχει τα ΜΜΕ τον εξουδετέρωσε.

Στις τελευταίες εκλογές πήρε το δρόμο του Καραμανλή: υπέβαλε την παραίτησή του από το κόμμα του- από το οποίο δεν μπορούσε να τον διώξει κανείς.

Αν δούμε από μακριά την εικόνα οι πορείες του Καραμανλή και του Τσίπρα συμπίπτουν. Ξεκίνησαν με καλές προθέσεις, αλλά με το κόμμα τους βαρίδι στα πόδια τους , η διαπλοκή δεν δυσκολεύθηκε να απαλλαγεί από την παρουσία τους και να ανακτήσει τον έλεγχο της χώρας- δηλαδή των πόρων της- εξαγοράζοντας τα ΜΜΕ και μια μερίδα του πολιτικού κόσμου…
Ο Καραμανλής έμεινε απλός βουλευτής για περισσότερο από μια δεκαετία, υπολογίζοντας ότι τα πράγματα στην παράταξη του θα πάρουν υγιή κατεύθυνση. Απογοητεύθηκε όταν δύο κεντρικές παρεμβάσεις του – για τις υποκλοπές και τα ελληνοτουρκικά- δεν είχαν απήχηση και αποχώρησε.

Ο Τσίπρας , πολύ νεότερος, μένει στη σημερινή Βουλή, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι το κόμμα του, θα είναι σε θέση να τον κρατήσει και στην επόμενη.
Αν προστεθούν και κάποια επεισόδια από τη διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου, τότε προκύπτει το ανάγλυφο των πολιτικών εξελίξεων, τις τελευταίες δεκαετίες:

Παρά τις απόπειρες πολιτικών ηγετών με αίσθηση του ρόλου τους, η πολιτική δεν έχει χειραφετηθεί από τη εξουσία του χρήματος και η χώρα δεν κυβερνάται από τις πολιτικές δυνάμεις που επιλέγουν οι πολίτες στις εκλογές.
Οι παράλληλοι βίοι Καραμανλή-Τσίπρα παραπέμπουν στο συμπέρασμα από την ταινία «Μπρουμπέικερ» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ: οι προθέσεις για αλλαγές απολήγουν σε βάρος εκείνων που τις επιχειρούν.

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR