Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Όσο απομακρυνόμαστε από την ημερομηνία 13 Αυγούστου 2004, τόσο πιο ευκρινής γίνεται.
Βοηθάει και το Παρίσι, με τον Σηκουάνα του. Όσοι είχαν αμφιβολίες για τον άθλο των ελληνικών Ολυμπιακών Αγώνων, τις εγκαταλείπουν: η Αθήνα παραμένει αξεπέραστη.
Όχι γιατί ο Μητσοτάκης έδωσε «χρυσό μετάλλιο» στην τελετή έναρξης που μάγεψε την υφήλιο, πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια. Άλλωστε χρυσό έχει η Ελλάδα για το σύνολο της πολυπλοκότερης διοργάνωσης του πλανήτη.
Το αξεπέραστο, βρίσκεται στη διαδρομή που διανύθηκε μέχρι να φτάσει η χώρα σ’ αυτό το επίτευγμα. Δυο δεκαετίες αργότερα μετατρέπεται σε ανεπανάληπτο. Σε σύγκριση με τις Ολυμπιάδες που ακολούθησαν; Κι αυτό. Αλλά κυρίως σε σύγκριση με την ίδια την Ελλάδα.
Μέσα σε τέσσερα χρόνια – από το 2000, ως το 2004- οι Έλληνες άλλαξαν τα δεδομένα τους: η Αθήνα λειτούργησε ως τέλεια ολυμπιακή πόλη, η διοίκηση απέδωσε, συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα ήταν αποδοτική. Πάθος, πειθαρχία και αποτέλεσμα.
Τι ήταν αυτό που κινητοποίησε δυνάμεις – στην κοινωνία και μέσα σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά- για να μετατραπεί η – «τριτοκοσμική» ακόμη για πολλούς εκείνη την περίοδο- Ελλάδα σε χώρα των θαυμάτων;
Επειδή επιφοιτήσεις άνωθεν πνευμάτων δεν υπάρχουν, η αναζήτηση της κινητήριας ορμής του ελληνικού 2004 βρίσκεται σε ένα πρόσωπο: την Γιάννα Αγγελοπούλου.
Το 1996 η κυβέρνηση Σημίτη ζήτησε από τους Αγγελόπουλους να στρατολογηθούν στην «εθνική υπόθεση» ανάληψης των Αγώνων.
Δεν ακολούθησε τη λογική «όποιος φέρνει τους Αγώνες τους οργανώνει» και μετά από πειραματισμούς τριών ετών, – που έφεραν τη χώρα μπροστά στην καταστροφή, με αφαίρεση της διοργάνωσης- χτύπησε ο ίδιος ξανά την πόρτα της Γιάννας. Με την παράκληση της επιστροφής, για να διασώσει ο,τιδήποτε, αν σώζεται.
Αυτό που ακολουθούσε ήταν περισσότερο από σωτήρια. Η Αγγελοπούλου έβγαλε από τα σύννομα, τα πρόσωπα, το κράτος ό,τι καλύτερο. Με κορωνίδα τα χαμογελαστά πρόσωπα των εθελοντών.
Το αποτέλεσμα φάνηκε στην Καλογρέζα εκείνο το βράδυ του Αυγούστου -σαν σήμερα- και στις επόμενες 16 ημέρες που ακολούθησαν ως την τελετή λήξης. Χωρίς να παρουσιαστεί το παραμικρό ψεγάδι. Η Ελλάδα πέρασε απέναντι.
Αλλά η νέα κυβέρνηση- της ΝΔ- έκανε το ίδιο λάθος με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Παρέβλεψε ότι «αυτός που φέρνει την επιτυχία, την αξιοποιεί κιόλας».
Η Γιάννα δεν θα μπορούσε κατά πασά πιθανότητα να το αναλάβει, αμέσως τουλάχιστον- καθώς η τετραετής υπερπροσπάθεια είχε συνέπειες στην υγεία της.
Υπήρχε όμως η «σχολή της Γιάννας». Το υποδειγματικό μάνατζμεντ που οδήγησε στον θρίαμβο, μπορούσε να αξιοποιήσει το κεφάλαιο που συσσώρευσαν οι Αγώνες στη χώρα. Δεν συνέβη ποτέ.
Λόγοι πολιτικών και επιχειρηματικών υστεροβουλιών οδήγησαν το θαύμα σε εγκατάλειψη – με πρώτες τις υποδομές που ρημάζουν ακόμη, η διεθνής φήμη εξανεμίσθηκε, τα εσωτερικά σύστημα εργασίας εξαρθρώθηκαν. Η ευκαιρία χάθηκε…
Σήμερα, η δυσφήμηση για το κόστος της Ολυμπιάδας εξέλιπε, με την, έστω καθυστερημένη, επιστημονική αξιολόγηση των δεμένων της- από το ΙΟΒΕ και άλλους- που κατέληξε: το πρόσημο ήταν θετικό και παραμένει.
Με αφορμή την εικοστή επέτειο, θα περίμενε κανείς ότι η Πολιτεία θα τιμούσε την Αγγελοπούλου – που σε πολλές περιπτώσεις αδίκησε. Όπως με τον εξαναγκασμό της -επί ΣΥΡΙΖΑ- σε αξιοπρεπή παραίτηση από τον τίτλο της επί τιμή πρέσβειρας.
Ήταν η μόνη διάκριση που της απονεμήθηκε- ενώ σε άλλη χώρα θα είχε ανακηρυχθεί εθνική ηρωίδα. Αλλά προφανώς δεν έχει νόημα να της τον επιστρέψει.
Υπάρχει όμως ένας απλός και πιο ουσιώδης τρόπος να την τιμήσει: να υιοθετήσει -στο όνομά της – το υπόδειγμά της: στην οργάνωση, στη διοίκηση, στις κοινωνικές δομές, στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, στην αναμέτρηση με μεγάλα μεγέθη.
Πρωτίστως όμως, στη υιοθέτηση του δόγματος της Αγγελοπούλου, που έκανε την στην επιτροπή « Αθήνα 2004» σχολή: οι Ελληνες μπορούν, όταν, έχουν ηγεσία…
AΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR