
Το βιβλίο «Η μπαλάντα των Ολυμπιακών Αγώνων», ανοίγει την πολιτική συζήτηση που δεν έγινε: γιατί εγκαταλείφθηκε η κληρονομιά του 2004;
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος και η Γιάννα Αγγελοπούλου -που παρουσιάζουν στις 26 Μαΐου, το βιβλίο του δημοσιογράφου Γ. Λακόπουλου, στην ΕΣΗΕΑ με συντονιστή τον Παύλο Τσίμα- συνθέτουν το «βαρύ» πάνελ, που απαιτείται για να ανοίξει η πολιτική συζήτηση που δεν έγινε ποτέ: πώς έφτασε η Ελλάδα στο ολυμπιακό επίτευγμα του 2004 και γιατί η υλική και άυλη κληρονομιά που άφησε δεν αξιοποιήθηκε στη συνέχεια;
Σε πολλούς τομείς αυτή η κληρονομιά αντέχει ακόμη, αν ληφθεί υπόψη ότι μόλις προ ημερών, ο πρωθυπουργός ενεργοποίησε στην Παιανία ένα από τα εγκαταλειμμένα «ολυμπιακά ακίνητα». Αφού είναι αξιοποιήσιμα δύο δεκαετίες μετά, ασφαλώς ήταν πολύ περισσότερο, αμέσως μετά τη λήξη των Αγώνων.
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τις υποδομές – από το οδικό δίκτυο, μέχρι τις αθλητικές εγκαταστάσεις- αλλά για την κεκτημένη ταχύτητα που απέκτησε η χώρα, με τη θριαμβευτική διοργάνωση της Ολυμπιάδας και αναγνωρίσθηκε από ολόκληρο τον πλανήτη ως ελληνικό επίτευγμα.
Έκτοτε δεν αξιοποιήθηκαν πολλά από τα πλεονεκτήματα που απέκτησε: το διεθνές ενδιαφέρον για τη χώρα και τις δυνατότητές της, το μάνατζμεντ που αφύπνισε τη δημόσια διοίκηση και κινητοποίησε την κοινωνία σε υποδειγματικές συμπεριφορές συμμετοχής, η σύγχρονη λειτουργία της πόλης, το ανθρώπινο δυναμικό και η άυλη κληρονομιά του εγχειρήματος.
Οι ελληνικοί Ολυμπιακοί Αγώνες έμειναν ως ευχάριστη ανάμνηση στην ελληνική κοινή γνώμη και στη διεθνή αθλητική κοινότητα- που διαρκεί μέχρι σήμερα. Αλλά ως σημαντικό οικονομικό γεγονός με διεθνή απήχηση και αναπτυξιακή δυναμική, έμεινε ανεκμετάλλευτο και το κόστος του σε ορισμένους τομείς δεν αποσβέσθηκε.
Για όλα αυτά υπάρχουν ερωτήματα και αναζητούνται απαντήσεις στα πλαίσια μιας συζήτησης που πρέπει να πιάσει το νήμα από την αρχή.
Τι ήταν για την Ελλάδα οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004; Ποιοι αποφάσισαν τη διεκδίκησή τους και γιατί; Ποιοι τους έφεραν στην Αθήνα και πώς; Ποιοι μετέτρεψαν την οργάνωσή τους σε βόμβα στα θεμέλια της χώρας; Ποιοι την ασφάλισαν και έστειλαν τους Έλληνες στην κορυφή του πλανήτη τον Αύγουστο του 2004; Και τέλος, ποιοι γύρισαν την πλάτη στο μεγαλύτερο συλλογικό επίτευγμα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και γιατί;
Το 1997 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή πείσθηκε να αναθέσει τη διοργάνωσή των Αγώνων σε μια μικρή χώρα, εφτά μόλις χρόνια από τότε που την είχε απορρίψει. Και τελικά αυτή η χώρα, οργάνωσε τους καλυτέρους Αγώνες όλων των εποχών. Το επίτευγμα ωφέλησε σε πολλά πεδία, αλλά στην πορεία εγκαταλείφθηκαν τα περισσότερα από τα πλεονεκτήματα που εξασφάλισε.
Έκτοτε τρία ερωτήματα περιμένουν χωρίς απάντηση: Γιατί τα κατάφερε η Ελλάδα; Γιατί δεν αξιοποίησε επαρκώς όσα πέτυχε; Γιατί δεν επαναλήφθηκε ο τρόπος που έφερε την επιτυχία;
Είναι τρία πολιτικά θέματα για οποία οι παρουσιαστές του βιβλίου μπορούν να εγκαινιάζουν τη σχετική συζήτηση, καθώς υπήρξαν πρωταγωνιστές της διαδρομής.
- Ο Ευάγγελος Βενιζέλος από την πλευρά της Πολιτείας, καθώς ως υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Σημίτη, υπήρξε κεντρικός διαχειριστής της προετοιμασίας στην πιο κρίσιμη περίοδο.
- Η Γιάννα Αγγελοπούλου, επιστρατεύθηκε δυο φορές από τον ίδιο Πρωθυπουργό: τη μια για να φέρει τους Αγώνες στην Αθήνα και τη δεύτερη για να τους διασώσει, ως επικεφαλής της Οργανωτικής Επιτροπής. Πέτυχε και στα δυο. Δεν οδήγησε απλώς σε θρίαμβο, αλλά παρέδωσε διαχειριστικό πλεόνασμα, «κατακτήσεις» όπως το κίνημα των Εθελοντών.
Κυρίως όμως ένα αποτελεσματικό «εγχειρίδιο» μάνατζμεντ, που θα συνέχιζε να ενεργοποιεί το δημόσιο και να κινητοποιεί την κοινωνία, αν είχε συνεχιστεί ως μέθοδος εργασίας.
Αυτή η συζήτηση θα καταλήξει σε χρήσιμα συμπεράσματα για στόχους που πρέπει να θέτει η χώρα και τις ηγεσίες χρειάζεται για να τους πετύχει. Και θα δικαιώσει όσους εργάσθηκαν για χρόνια, ώστε τον Αύγουστο του 2004 η Ελλάδα να «περάσει απέναντι»- για όσο κράτησε αυτό.
Τ.Τε.
ΑΠΟ ΤΟ DNEWS