Συνέντευξη στον Νίκο Λακόπουλο
Ο Γιάννης Παντελάκης κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο ¨Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας” για να το δει σύντομα να κάνει δεύτερη έκδοση. Είναι ένα βιβλίο με 20+1 Ιστορίες Κιτρινισμού”. ΜΜΕ που διαπόμπευσαν ανυπεράσπιστες γυναίκες. Fake News που κινητοποίησαν χιλιάδες πολίτες. Ρεπορτάζ πολέμου που μεταδόθηκαν από μια ειρηνική περιοχή. Δεκατέσσερις ανύποπτους πολίτες που διάβασαν σε εφημερίδα πως είναι τρομοκράτες. Πτώματα στις πρώτες σελίδες.
«Εδώ και χρόνια, η καχυποψία αποτελεί την ηπιότερη αντίδραση κάποιου στον οποίο λες πως είσαι δημοσιογράφος. Αναζήτησα τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Πέρασα χιλιάδες ώρες διαβάζοντας κιτρινισμένα φύλλα εφημερίδων, μελέτες, έρευνες, βιβλία, πρακτικά του ΕΣΡ και της ΕΣΗΕΑ, βλέποντας τηλεοπτικές εκπομπές και συζητώντας με ανθρώπους των ΜΜΕ. λέει ο Γιάννης Παντελάκης.
“Μέσα από 20 + 1 ιστορίες κιτρινισμού, προσπαθώ να αιτιολογήσω γιατί ανάμεσα σε πολίτες 38 χωρών οι Έλληνες έχουν τον χαμηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης για τα ΜΜΕ της χώρας τους. Και γιατί στη χώρα μας ο όρος »Μολυσμένη ενημέρωση» που έδωσε ο ιστορικός διευθυντής της Le Monde diplomatique Ignacio Ramone, έχει αποκτήσει τόσο πραγματική διάσταση. Αλλά και να πω, ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι όλοι ίδιοι».
Στη συζήτηση που είχαμε μαζί του αναζητήσαμε τις αιτίες της κρίσης του τύπου, τις ευθύνες των ίδιων των δημοσιογράφων, την ελληνική διάσταση του προβλήματος. Μιλήσαμε για τον ρόλο των ιδιοκτητών, την “Ελευθεροτυπία” και την ΕΡΤ, πως δημιουργήθηκε και πως ξεφούσκωσε η μιντιακή φούσκα.
–Από την δεκαετία 80 -όπου αρχίζουν οι ιστορίες κιτρινισμού- που περιγράφει το βιβλίο σου- έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια. Τι συνέβη στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αυτά τα χρόνια;
Συνέβη περίπου αυτό που περίπου συνέβη με την πορεία της χώρας. Δημιουργήθηκε μια μεγάλη μιντιακή φούσκα η οποία ενισχύθηκε ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 90 με την είσοδο της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και ιδιαίτερα της τηλεόρασης. Ήταν μια φούσκα που δεν στηριζόταν σε υγιή οικονομικά δεδομένα, δεν ήταν οι κυκλοφοριακές επιδόσεις ή οι μεγάλες τηλεθεάσεις αυτές που συντηρούσαν την πλειονότητα των Μέσων αλλά οι διασυνδέσεις των ιδιοκτητών τους με πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Κυρίως με δάνεια χωρίς επαρκείς εγγυήσεις που δινόντουσαν σε πολλά συγκροτήματα. Υπάρχει περίπτωση τηλεοπτικού σταθμού που έπαιρνε μεγάλα τραπεζικά δάνεια με εγγύηση την παιδική τηλεοπτική σειρά ‘’Μπομπ ο Σφουγγαράκης’’ !
Η μεγάλη αυτή φούσκα άρχισε να σκάει με ηχηρό τρόπο όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση και περιορίστηκε δραματικά ο τραπεζικός δανεισμός ο οποίος πια ελεγχόταν από τους δανειστές,την τρόικα. Μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα άρχισαν να καταρρέουν κάτω από το βάρος του υπέρμετρου δανεισμού, αλλά και της απροθυμίας των ιδιοκτητών τους να στηρίξουν οικονομικά αυτά τα Μέσα. Τα φαινόμενα της κίτρινης (με την ευρύτερη έννοια) δημοσιογραφίας –πολλές περιπτώσεις από τα οποία καταγράφονται στο βιβλίο μου- αλλά και εκείνης που είχε υποταχθεί σε σχεδόν απόλυτο βαθμό στην διαπλοκή, είχαν απαξιώσει μεγάλο μέρος των Μέσων τα οποία αδυνατούσαν πια να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους στηριζόμενα αποκλειστικά και μόνο στο ειδησεογραφικό προϊόν τους.Η πλειονότητα της κοινωνίας ήδη τους είχε γυρίσει την πλάτη. Όσα Μέσα παρέμειναν αγκομαχούν να επιβιώσουν με δραστικές μειώσεις των εργαζομένων τους, αλλά και των οικονομικών απολαβών όσων εξακολουθούν να εργάζονται κάτι που επηρεάζει και την ποιότητα των ειδησεογραφικών προϊόντων που παράγουν.
–Λογικά ο κιτρινισμός πρέπει να ωφέλησε τις εφημερίδες σε πωλήσεις και την τηλεόραση σε θεαματικότητα. Πού πιστεύεις ότι οφείλεται η παρακμή του ελληνικού τύπου; Γιατί δεν πουλάνε οι εφημερίδες;
Ο κιτρινισμός δεν αποτελεί ελληνικό χαρακτηριστικό, ούτε προϊόν των τελευταίων χρόνων. Θα έλεγα ότι συμβαδίζει με την εμφάνιση της δημοσιογραφίας. Και ναι, συνήθως λειτουργεί θετικά σε ό,τι αφορά τις κυκλοφοριακές επιδόσεις των εφημερίδων ή τις τηλεθεάσεις. Αυξάνει τα φύλλα κυκλοφορίας και εκείνους που ενημερώνονται από την τηλεόραση. Και αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, εφημερίδες όπως η Sun στη Βρετανία ή η Bild στη Γερμανία κυριαρχούν κυκλοφοριακά. Όπως συμβαίνει και με τα αντίστοιχα τηλεοπτικά προϊόντα.
Μια θεμελιώδης διαφορά της χώρας μας από άλλες χώρες είναι πως εκεί σημαντικό ρόλο παίζουν και κατά κοινή ομολογία ποιοτικά Μέσα ενημέρωσης, υπάρχει και η άλλη πλευρά του φεγγαριού δηλαδή, ενώ στην Ελλάδα αυτά τα Μέσα είναι λίγα και δίνουν γενναίες μάχες για να επιβιώσουν. Στη χώρα μας υπάρχει μια γενικευμένη απαξίωση των Μέσων, οι Έλληνες έχουν την χειρότερη γνώμη γι’ αυτά ανάμεσα στους πολίτες 38 χωρών. Οι εφημερίδες σε όλο τον κόσμο διανύουν περιόδους κυκλοφοριακής κρίσης, στη χώρα μας το φαινόμενο είναι πολύ πιο έντονο, είναι χαρακτηριστικό πως στις ημέρες μας οι καθημερινές εφημερίδες στο σύνολό τους έχουν πωλήσεις 50-60.000 φύλλων όταν στη δεκαετία του 90 οι αντίστοιχες πωλήσεις ήταν ένα εκατομμύριο φύλλα καθημερινά.
Σε αυτή την απόλυτη καθίζηση καθοριστικό ρόλο έχει παίξει, εκτός των άλλων, και η αδυναμία των εφημερίδων να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών. Οι εφημερίδες δεν έχουν λόγο ύπαρξης αν απλά παραθέτουν τα γεγονότα τα οποία η κοινωνία τα γνωρίζει πολλές ώρες πριν από διαφορετικά Μέσα. Ως δημοσιογράφοι, μάλλον αποτύχαμε να δώσουμε στις εφημερίδες ένα νέο ρόλο ώστε να γίνουν αναγκαίες σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Να δίνουμε την προέκταση των γεγονότων, να τα ερευνούμε, να τα αναλύουμε, να τα φωτίζουμε.Δεν εκμεταλλευτήκαμε τον χρόνο-που αποτελεί το πλεονέκτημα των εφημερίδων συγκριτικά με τα υπόλοιπα Μέσα -ώστε να δημιουργήσουμε χρήσιμες εφημερίδες. Ο κομματισμός, ο κιτρινισμός, οι σκοπιμότητες, ο εκχυδαϊσμός και η έντονα στρατευμένη δημοσιογραφία έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο για την απαξίωση των εφημερίδων.
–Το Διαδίκτυο τελικά ωφέλησε ή έβλαψε την δημοσιογραφία;
Και ωφέλησε-με την έννοια ότι η πληροφόρηση που παρέχει είναι η πιο άμεση από κάθε άλλο Μέσο-αλλά και έβλαψε γιατί η αγωνία των ιδιοκτητών ιστοσελίδων για περισσότερα ‘’κλικ’’ μεγέθυνε το φαινόμενο της παραπληροφόρησης και κιτρινισμού και ενίσχυσε εκείνο των Fake News. Πολλές ιστοσελίδες για να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό ‘’ανεβάζουν’’ ως ειδήσεις γεγονότα τα οποία δεν έχουν διασταυρώσει ως προς την βασιμότητά τους. Συχνά αυτό γίνεται λόγω ανταγωνισμού, συχνά και για λόγους σκοπιμότητας. Όπως και νάναι, δεν ευθύνεται το Μέσο για την ποιότητα της δημοσιογραφίας, αλλά εκείνοι που το διαχειρίζονται.
– Ποιο ρόλο έπαιξε το καθεστώς ιδιοκτησίας των ΜΜΕ στην ελληνική δημοσιογραφία; Μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης;
Το καθεστώς ιδιοκτησίας έπαιξε σημαντικό αρνητικό ρόλο ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 90 όταν στα χέρια των λίγων πανίσχυρων εκδοτών εφημερίδων πέρασαν και οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί. Η υπερσυγκέντρωση των Μέσων στα χέρια λίγων ανθρώπων δημιούργησε ενός είδος μονοπώλιο στο χώρο της ενημέρωσης, το πολιτικό σύστημα (το οποίο σχεδόν στο σύνολό του το 1990 συμφώνησε να δοθούν οι προσωρινές τηλεοπτικές άδειες στους ήδη πανίσχυρους εκδότες της εποχής) μετατράπηκε σε όμηρο των ανθρώπων αυτών, ενώ η κοινωνία δεν είχε πολλές εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης.
Έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα Μέσα αν και αυτό είναι κάτι θεαματικά δύσκολο. Ένα πολύ μέρος της κοινωνίας έχει εθιστεί πια στην στρατευμένη πληροφόρηση, θέλει Μέσα που θα ικανοποιούν τις κομματικές τους ανάγκες, Μέσα που θα τους λένε πως το κόμμα που ακολουθούν δεν κάνει ποτέ λάθη, Μέσα που θα τονώνουν τον κομματικό τους πατριωτισμό. Ενα συντριπτικά μεγάλο μέρος της κοινωνίας λειτουργεί με όρους διχασμού,τα Μέσα είναι ένα μέρος αυτής της λειτουργίας, παίρνουν θέση ανεξάρτητα από το αν αυτή υπηρετεί μια αλήθεια.
-.H Ελευθεροτυπία, πρώτη σε κυκλοφορία κάποτε, πώς έφτασε στο σημείο να μην υπάρχει πια;
Το 2011 που σταμάτησε να κυκλοφορεί το συγκρότημα που εξέδιδε την ‘’Ελευθεροτυπία’’ και άλλα έντυπα, ήταν το πιο υγιές μιντιακό συγκρότημα της χώρας, τα περιουσιακά του στοιχεία υπερκάλυπταν τον σχετικά μικρό δανεισμό του. Όταν ο ΔΟΛ ή ο ‘’Πήγασος’’ είχαν δανεισμό 100 και 150 εκατομμυρίων, η ‘’Χ.Κ.Τεγόπουλος’’ είχε δάνεια που δεν ξεπερνούσαν τα 50 εκατομμύρια και με απόλυτα ασφαλείς υποθήκες και εγγυήσεις για τις Τράπεζες. Ωστόσο, την χρονιά εκείνη συγκεκριμένες τράπεζες αρνήθηκαν να την δανειοδοτήσουν και πάλι για να υλοποιήσει ένα σχέδιο βιωσιμότητας. Οι ευθύνες για το ότι ένα μεγάλο, υγιές δημοσιογραφικό συγκρότημα που εξέδιδε τις καλύτερες εφημερίδες της μεταπολίτευσης οδηγήθηκε σε χρεωκοπία δεν ανήκουν σε έναν, αλλά περισσότερους. Αναμφισβήτητα κυρίως στις τότε ιδιοκτήτριες της εταιρείας (Μάνια Τεγοπούλου-Λένα Μακρή) αλλά και σε άλλους παράγοντες όπως πολιτικούς, κόμματα, τράπεζες, ανταγωνιστές. Η ‘’Ελευθεροτυπία’’ έκλεισε έχοντας την δεύτερη θέση στις πανελλαδικές κυκλοφορίες των εφημερίδων.
– Υποτίθεται ότι απέναντι στην ιδιωτική τηλεόραση υπήρχε η ΕΡΤ στην οποία εργάστηκες και συ για να υπερασπιστεί την “χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας”. Έπαιξε αυτό το ρόλο ή όχι;
Η ΕΡΤ θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να παίξει ένα τέτοιο ρόλο και είχε μικρά φωτεινά διαλείμματα όπου το έχει κάνει. Ωστόσο καμία κυβέρνηση δεν επέτρεψε την αυτονομία και ανεξαρτησία της, όλες χρησιμοποίησαν την δημόσια ραδιοτηλεόραση για δικές τους σκοπιμότητες με αποτέλεσμα την απαξίωσή της. Παρόλα αυτά, ακόμα και η σημερινή ΕΡΤ με τις παθογένειές και προβλήματά που δημιουργούνται από τον κυβερνητικό εναγκαλισμό, παρέχει σαφώς και καλύτερη πληροφόρηση από τα ιδιωτικά κανάλια. Αν κάποιος εξαιρέσει την προσήλωση σε κυβερνητικές επιλογές είτε στα ειδησεογραφικά δελτία, αλλά κυρίως σε ορισμένες, λίγες, εκπομπές, η ποιότητα της παρεχόμενης πληροφόρησης έχει περισσότερα χαρακτηριστικά πολυφωνίας από τα ιδιωτικά κανάλια και έναν σύγχρονο προσανατολισμό σε ό,τι αφορά την ειδησεογραφία. Δύσκολα θα πληροφορηθεί κάποιος τηλεθεατής τι συμβαίνει στον κόσμο από τα ιδιωτικά κανάλια, εύκολα από την ΕΡΤ. Αν οι εκάστοτε υπουργοί (όπως και οι σημερινοί) δεν είχαν ιδιοκτησιακή αντίληψη για την ΕΡΤ και αν δεν υπήρχαν οι πρόθυμοι δημοσιογράφοι να υπηρετήσουν ανάλογες σκοπιμότητες, η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα μπορούσε να κυριαρχεί και σε ό,τι αφορά την απήχησή της, αλλά και την ποιότητα των ειδησεογραφικών προϊόντων της. Το έχουν πει πολλοί ,το πιστεύω κι εγώ, η ΕΡΤ αποτελεί ένα ραδιοτηλεοπτικό γίγαντα που όμως δεν αφήνουν να αναπνεύσει.
– Ποιο είναι το μέλλον για τo επάγγελμα ή “λειτούργημα” του δημοσιογράφου και πώς βλέπεις να εξελίσσονται τα πράγματα στα μέσα ενημέρωσης στο μέλλον;
Δύσκολα να μιλήσει κάποιος για ένα αισιόδοξο μέλλον, η σημερινή εικόνα των ΜΜΕ το επιβεβαιώνει. Ωστόσο, πιστεύω πως επειδή η πλειονότητα των δημοσιογράφων έχει καλές προθέσεις και οι νέες κυρίως γενιές περισσότερα προσόντα από τις παλαιότερες, πάντα θα υπάρχουν ελπίδες για κάτι καλύτερο. Ήδη στο διαδίκτυο έχουν δημιουργηθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιστοσελίδες με ειδησεογραφικό περιεχόμενο που δεν υπηρετούν τις ανάγκες του ανταγωνισμού ή εκείνες μιας σκοπιμότητας…