Γιατί, στην Κάσο, η Τουρκία έχει δίκιο

Του Διογένη Λόππα

Ένας από τους πιο αξιόπιστους δείκτες, για να κατανοήσει κάποιος το πραγματικό επίπεδο ευημερίας μιας χώρας, είναι ο μέσος μηνιαίος μισθός.  Το δε επίπεδο ευημερίας είναι αναγκαία συνθήκη, για την κατανόηση της πραγματικής γεωπολιτικής δυναμικής ενός σύγχρονου κράτους.  Η γεωπολιτική δυναμική είναι αναγκαία συνθήκη για την κατανόηση περίπλοκων παραμέτρων που συνθέτουν τις ισορροπίες ισχύος ανάμεσα σε ανταγωνιστικές χώρες με αντικρουόμενα ζωτικά συμφέροντα ασφάλειας ή οικονομικής ανάπτυξης.

Στη Σερβία, μια πρώην κομμουνιστική χώρα που επιπλέον καταστράφηκε από έναν πόλεμο και διαμελίστηκε σχετικά πρόσφατα, ο μέσος μισθός είναι περίπου 1.200 ευρώ.  

Στην Αλβανία, την άλλοτε φτωχότερη χώρα του κόσμου, που μετά βίας επιβίωσε από μια παρανοϊκή κομμουνιστική δικτατορία, ο μέσος μισθός είναι 900 ευρώ (στα Τίρανα).

Ένας εξωτερικός παρατηρητής, αναλογιζόμενος την πρόσφατη ιστορία των βαλκανικών κρατών που προέκυψαν από τη διάλυση των αυτοκρατοριών, βάσιμα θα υπέθετε ότι η Ελλάδα, μια χώρα του στενού δυτικού μπλοκ, με 50 ολόκληρα χρόνια σταθερού δημοκρατικού πολιτεύματος και φιλελεύθερου οικονομικού προσανατολισμού, μέλους παλαιόθεν της Ε.Ε. και όλων των σημαντικών διεθνών οργανισμών, θα ήταν η πρωταθλήτρια της περιοχής.

Φευ.  Η χώρα μας (1250 ευρώ) ανταγωνίζεται στήθος με στήθος για την τρίτη θέση με τη Σερβία που αναμένεται να μας περάσει σε ένα με δύο χρόνια, ενώ νιώθει απειλητικά την Αλβανία που ανεβαίνει αλματωδώς.  Η Ρουμανία είναι στην πρώτη θέση (1.600 ευρώ), μια θέση που δείχνει να χάνει σύντομα από την πιο δυναμική οικονομία της περιοχής, δηλαδή την Τουρκία (1.400 ευρώ).

Κάποτε εκνευριζόμασταν όταν μας αποκαλούσαν ”γκαρσόνια της Ευρώπης”, σήμερα όμως περιμένουμε όλο χαρά τις οικονομικές ανάσες που θα μας δώσουν οι τουρίστες από τη Σερβία, την Αλβανία και κυρίως την Τουρκία.  

Ένας Τούρκος φίλος, μου εξήγησε ότι οι γείτονες προτιμούν την Ελλάδα γιατί οι διακοπές είναι πιο οικονομικές από ότι στη χώρα τους.  Το ίδιο ισχυρίζονται και οι Αλβανοί.  Όταν το άκουσα πρώτη φορά ξαφνιάστηκα και ξεκίνησα να αναζητώ τα δεδομένα. Έχουν δίκιο.

Η κατάσταση της ευημερίας στην Ελλάδα και η σύγκριση με τις άλλοτε φτωχές χώρες της γειτονιάς επιδεινώνεται κι άλλο από τις επιπλέον οικονομικές επιβαρύνσεις όπως η βαριά φορολογία, το κόστος στέγασης, η τιμή της κιλοβατώρας και το καρτέλ των τροφίμων.  

Οι ελληνικές πολιτικές ελιτ, όπως γενικότερα έχουν την τάση όλες οι ελίτ στον κόσμο, ζουν σε άρνηση.  Σε mode 1991.  Πιστεύουν ότι η Ελλάδα είναι μια ισχυρή χώρα με τεράστιο ιστορικό συμβολισμό, οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ, που όλοι οφείλουν να σέβονται. 

Η πραγματικότητα είναι ότι, αν και όλα τα παραπάνω κάποτε ίσχυαν και ενδεχομένως συνεχίζουν να αποτελούν μέρος μιας κάποιας μελλοντικής δυναμικής, το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας φθίνει σε όλα τα επίπεδα και επιπλέον επισκιάζεται περισσότερο από τις σημαντικές επιτυχίες των βαλκανικών χωρών σε όλα τα επίπεδα.

Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι όχι μόνο δεν καταφέραμε να προσεγγίσουμε καν το βιοτικό επίπεδο της δυτικής Ευρώπης, αλλά στα πεντηκοστά μας γενέθλια, αδυνατούμε να προσεγγίσουμε το επίπεδο ζωής γειτονικών χωρών που κάποτε χλευάζαμε.

Δικαιοσύνη μπορεί να υπάρξει μόνο όταν οι αντίπαλοι είναι ισοδύναμοι, κατά τα άλλα οι ισχυροί κάνουν αυτά που μπορούν και οι αδύναμοι συγχωρούν.

Η παραπάνω αποστροφή του Θουκυδίδη αποδίδει με τρόπο κυριαρχικό, όλες τις εγγενείς αδυναμίες, τόσο της επικρατούσας μορφής της ελληνικής διπλωματίας, όσο και των ”εθνοκεντρικών” απόψεων σημαντικών προσωπικοτήτων του πατριωτικού χώρου, δεξιά και αριστερά.

Ανήκοντας στο συγκεκριμένο χώρο, μέσω της παπανδρεϊκής σχολής σκέψης, δεν έχω τίποτα να προσάψω, ούτε στο επίσημο αφήγημα της εξωτερικής μας πολιτικής (ουσιαστικά περί επιβολής του διεθνούς δικαίου – από ποιον άραγε – ), ούτε στον πατριωτισμό των τηλεστραταίων και των λοιπών σεβάσμιων ακαδημαϊκών περί ενδοτισμού, υποχωρητικότητας, προδοτικών συμφωνιών και περασμένων μεγαλείων.  Έχουν όλοι δίκιο.

Βλέποντας όμως τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της θουκυδιδικής σοφίας, η Ελλάδα εξαναγκάζεται σε χρόνιες υποχωρήσεις, είτε αυτές αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα, είτε εθνολογικά – ιστορικά κεκτημένα, είτε ζητήματα μειονοτήτων, όχι γιατί δεν έχει ισχυρά νομικά ή ιστορικά ερείσματα, ούτε επειδή το πολιτικό της σύστημα είναι κατ ανάγκη δουλικό ή ενδοτικό, αλλά επειδή απλούστατα αδυνατίζει γεωπολιτικά την ώρα που οι ανταγωνιστές της ανθούν.  

Έτσι σήμερα έχουμε από καιρό περάσει το στάδιο της θουκυδίδιας ”ισοδυναμίας” και είμαστε πλέον στο στάδιο της ”συγχώρεσης”, με κύριο παράδειγμα την Κύπρο.

Κάσος, Μαδρίτη και Αθήνα

Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα της γεωπολιτικής δίαιτας, το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, αδυνατώντας να εξισορροπήσει την αυξανόμενη ισχύ της Τουρκίας, εξαναγκάστηκε σε οδυνηρές παραχωρήσεις, είτε για να εξευμενίσει τον προστάτη του (ΗΠΑ), είτε απλά για να απαλλαγεί από βάρη που το εμπόδιζαν να εστιάσει στο υπαρξιακό πρόβλημα της κρίσης χρέους.

Κρίσιμοι σταθμοί αυτής της μακράς πορείας προς της εξασθένηση, υπήρξαν η συμφωνία της Μαδρίτης και η Διακήρυξη των Αθηνών.  Να υπενθυμίσω με απλά λόγια για τους μη γνωρίζοντες, ότι η ελληνική διπλωματία στη Μαδρίτη αναγνώρισε ”ζωτικά συμφέροντα” της Τουρκίας στο Αιγαίο, ενώ στην Αθήνα προέβη σε μια αυτοκτονική διατύπωση περί μονομερών ενεργειών (απέναντι στα εν λόγω ”ζωτικά συμφέροντα”).

Με απλά λόγια, η κυβέρνηση Σημίτη απεδέχθη οριστικά τις τουρκικές διεκδικήσεις ως σύννομες και εν δυνάμει συζητήσιμες και η κυβέρνηση Μητσοτάκη απεδέχθη ότι κάθε αμφισβήτηση των δυνητικών αυτών διεκδικήσεων, θα αποτελεί μονομερή ενέργεια, δηλαδή σε απλά ελληνικά, εχθρική προς την Τουρκία πράξη.

Συνεπώς, η εμφάνιση ενός ερευνητικού πλοίου σε θαλάσσια ζώνη που διεκδικεί η Τουρκία (ή που τέλος πάντων επιθυμεί να συνδιαχειριστεί με την Ελλάδα στο μέλλον), αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των δύο συνθηκών που υπέγραψαν διαδοχικά ο Σημίτης και ο Μητσοτάκης.  Άρα αποτελεί μονομερή ενέργεια που στρέφεται κατά της Τουρκίας, εφόσον προσπαθεί να την παρακάμψει από ένα project που διασχίζει ύδατα που θεωρεί δικά της και που έχει ήδη κατοχυρώσει διεθνώς μέσω του τουρκολυβικού μνημονίου.

Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα, η διπλωματία της, οι τηλεστραταίοι της και οι ακαδημαϊκοί της να έχουν χίλια δίκια, σύμφωνα μάλιστα και με τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου per se, όμως οι Τούρκοι έχουν μάλλον περισσότερο δίκιο να διαμαρτύρονται, εφόσον έχουν ήδη κερδίσει όχι μία, αλλά δύο ελληνικές πρωθυπουργικές υπογραφές για το εν λόγω ζήτημα της Κάσου.

Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να στέλνουν μια αρμάδα για να υπενθυμίζουν στους κατά Θουκυδίδη ”αδύναμους”, ότι έπρεπε να προσέχουν που βάζουν την υπογραφή τους και να ετοιμάζονται σιγά – σιγά για τη ”συγχώρεση”.     

Η ίδια αρμάδα, υπενθυμίζει επίσης στους Έλληνες ψηφοφόρους, ότι πριν σαγηνευθούν από τις ελκυστικές απόψεις των πατριωτών ταγών τους, ίσως θα έπρεπε να έχουν προσέξει πού έχουν ρίξει την ψήφο τους και μάλιστα εις διπλούν.