Του Εμμ. Μαυροζαχαράκη
Οι «σωρευμένες» εκλογές αχταρμάς που πέρασαν επέτρεψαν στους πολίτες να ασκήσουν το δικαίωμα τους, κινούμενοι τόσο από προσωπικά κίνητρα (δημοτικές, περιφερειακές εκλογές) όσο και από κίνητρα διαμαρτυρίας και τιμωρίας (ευρωεκλογές). Ταυτόχρονα τους απέτρεψαν ωστόσο να ασκήσουν μία πολιτικοποιημένη ψήφο με την έννοια ότι απουσίαζε παντελώς το αντικείμενο διαλόγου.
Ενώ λοιπόν θα ανέμενε κανείς από την κυβερνώσα αριστερά του σήμερα να προσπαθήσει να θέσει στην ατζέντα αφενός την άνθηση του νέου ακροδεξιού λαϊκισμού στην Ευρώπη και την ανάγκη για μια νέα κοινωνική αρχιτεκτονική ως αντίπαλο δέος στον νεοφιλελευθερισμό, αυτή προτίμησε να εντρυφήσει στον μυστικό κόσμο της εσωστρέφειας. Λογικό άλλωστε, αν αναλογιστεί κανείς ότι από θέση εξουσίας η αριστερά κλήθηκε να συμφωνήσει και να διαχειριστεί τα «δαιμονισμένα μνημόνια» ενώ λίγο πριν ως αντιπολίτευση είχε πολιτευτεί με βάση νέο λαϊκιστικό σχήμα εχθρού –φίλου όπως το εμπνεύστηκαν οι Laclau και Mouffe βάζοντας απέναντι όλες τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις που υποτίθεται στήριζαν το μνημόνιο.
Επί μακρόν λοιπόν οι δυνάμεις που στήριζαν το σημερινό κυβερνητικό σχήμα πλην ελαχίστων εξαιρέσεων εκδηλώθηκαν με μία πρωτοφανή επιθετικότητα και μία αφοριστική διάθεση απέναντι στις δυνάμεις του λεγόμενου προοδευτικού «συνταγματικού –φιλοευρωπαϊκού» τόξου. Κατά συνέπεια, δύσκολα πείθουν σήμερα ότι επιδιώκουν μία συνεργασία των προοδευτικών -δημοκρατικών δυνάμεων.
Υπό τις παρούσες συνθήκες λοιπόν ένα μέτωπο μεταξύ αριστεράς, σοσιαλδημοκρατίας, δημοκρατικής αριστεράς, δημοκρατικών δυνάμεων, οικολόγων και εμπνευσμένων φιλελεύθερων είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Στην ουσία όμως μία συμμαχία αυτού του τύπου είναι αναγκαία πανευρωπαϊκά για να αποφευχθεί μία απολυταρχική στροφή στην Ευρώπη ως σύνολο αλλά και στα μεμονωμένα εθνικά κράτη.
Αντί του εγκλωβισμού των προοδευτικών δυνάμεων σε αμυντικούς μονόλογους και σε λαϊκιστικά σχήματα πολιτικής , πιο ελπιδοφόρα θα ήταν μία πορεία προς μία διαδικασία δημοκρατικής πόλωσης με την έννοια μίας αντιπαράθεσης με τον νεοφιλελευθερισμό , την ακροδεξιά και τον συντηρητισμό με επιχειρήματα και πολιτικούς όρους όχι με όρους εχθρότητας · , κατά το σχήμα του Καρλ Σμιτ.
Στόχος της αντιπαράθεσης δεν είναι η εξόντωση του άλλου, η πολιτική του εξολόθρευση , ούτε καν η απομάγευσή του, αλλά η λογική αναζήτηση και παράθεση εναλλακτικών γόνιμων για τη δημοκρατία. Η αντίκρουση φαινομένων, επιχειρημάτων, πρακτικών και λογικών που αντιβαίνουν στην δημοκρατία και η παράθεση επιχειρημάτων που συγκροτούν την θεσμική επαναθεμελίωση της δημοκρατίας με σύγχρονους όρους.
Δυστυχώς στην χώρα μας ο λόγος περί δημοκρατικής αριστεράς, σοσιαλδημοκρατίας ή κεντροαριστεράς εν γένει διεξάγεται γενικά και αόριστα χωρίς συγκροτημένη ιστορική αναφορά και χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο αφήγησης. Όσοι επιχειρούν να συγκροτήσουν μία δημοκρατική συμμαχία σήμερα αναφέρονται περισσότερο σε ένα εκλογικό μέτωπο που συμπεριλαμβάνει τον ΣΥΡΙΖΑ και την κεντροαριστερά. Αναφέρονται δηλαδή θεωρητικά και θυμικά σε ένα σχήμα «σωσίβιο» που επιχειρεί να διασώσει την παρούσα κυβέρνηση της αριστεράς μέσα από μία σύμπλευση πασοκογενών δυνάμεων που ήδη έχουν παρεισφρήσει στο κυβερνών στρατόπεδο καθώς και δυνάμεων οι οποίες συμπλέουν περισσότερο στην ιστορική παράδοση του κέντρου.
Εντούτοις κανένας διάλογος δεν γίνεται για την συγκρότηση μία μεγάλης σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα η οποία θα εμπνέεται από τις ιδέες του ρεφορμισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμό όπως ανδρώθηκε στον αναπτυγμένο Βορρά συμπεριλαμβάνοντας ωστόσο και τις εμπνευσμένες –πεφωτισμένες δυνάμεις του φιλελεύθερου χώρου που δεν εγκλωβίζονται στις λογικές του νεοσυντηρητισμού.
Ο μόνος ιστορικός χώρος που παραπέμπει εν μέρει σε αυτές τις ρίζες ήταν το ΠΑΣΟΚ της πρώιμης περιόδου υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν μπορούνε λοιπόν κάποιοι στην Ελλάδα να ονειρεύονται θολά σχήματα με τριαντάφυλλα ή, σφυροδρέπανα ή ήλιους στο πέτο χωρίς να προσδιορίζουν συγκεκριμένα από ποιες παραδόσεις θα αντλήσουν επιρροές. Είναι σαφές ότι στην χώρα μας απουσιάζει μεν μια καθαρή και συγκροτημένη παράταξη της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν γίνεται να μπολιάζουνε ορισμένοι κατά τυχάρπαστο τρόπο τις ιδεολογικές παραδόσεις και τις διεθνείς ιστορικές εμπειρίες μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν την εξουσιολαγνία τους. Η εποχή επιτάσσει επιτέλους τις καθαρές πολιτικές οριοθετήσεις και τις ακόμα καθαρότερες διαχωριστικές γραμμές.
Δεν αρκεί η διαφοροποίηση από τις προστακτικές των μνημονίων και της λιτότητας εν μέσω κρίσης. Μια σοσιαλδημοκρατία με αυτόν τον προσανατολισμό δεν προβάλλεται ως εφικτή εναλλακτική πρόταση στο κυρίαρχο ρεύμα του νεοφιλελευθερισμού αλλά απλά ως διαχειριστική βαλβίδα ριζοσπαστισμού και διαμαρτυρίας. Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί με σαφήνεια είναι ότι η κρίση έθιξε στην χώρα μας στοιχειώδης διαστάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του απαραβίαστου και αδιαίρετου των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου ως βάση κάθε δημοκρατικής πολιτικής. Όπου δεν γίνονται σεβαστά και περιχαρακώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική ειρήνη και δικαιοσύνη ούτε διαρκή οικονομική ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα όμως είναι δεδομένο ότι το μνημόνιο που στο μεγαλύτερο μέρος του εφαρμόστηκε και τώρα πλέον περάσαμε στην φάση διατήρησης και συντήρησης των δεδομένων του, είναι αυτό που οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στο κοινωνικό αδιέξοδο, χωρίς να προωθηθούν στο βαθμό που θα έπρεπε οι θετικές πτυχές του όπως για παράδειγμα το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ή προώθηση της διαφάνειας στο κράτος και στην δημόσια διοίκηση, η κοινωνική αποτελεσματικότητα των πόρων , η αξιολόγηση όλων όσων εμπλέκονται στο δημόσιο κοκ.
Με άλλα λόγια δεν προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο μνημόνιο και έχουν δημοκρατικό και κοινωνικό πρόσημο. Στο στενό πλαίσιο ελέγχων και περιορισμών στο οποίο είναι αναγκασμένη να κινείται ή χώρα είναι απορίας άξιο λοιπόν γιατί οι εμπνευστές μιας δημοκρατικής και προοδευτικής συμμαχίας δεν θέτουν στο επίκεντρο το ζήτημα της κοινωνικά και δημοκρατικά φορτισμένης μεταρρύθμισης ακόμα και με τους σημερινούς περιοριστικούς όρους αλλά αφήνουν την δεξιά να αλωνίζει με λογικές άκαμπτης λιτότητας που αναμένεται μελλοντικά να αναθερμάνει συνθήκες κοινωνικού πολέμου στη χώρα μας.
Σίγουρα είναι επίκαιρο το αίτημα για μια «νέα σοσιαλδημοκρατία » με συγχρονισμένη προς τους καιρούς αφήγηση. Το αίτημα αυτό απορρέει από την ίδια την αβεβαιότητα και την κρίση στην οποία βρίσκεται σήμερα η λεγόμενη κοινωνική αριστερά εν γένει.
Είναι πρόδηλο ότι υπάρχει ένας ιδεολογικός και οργανωτικός κατακερματισμός της αριστεράς που μοιάζει με θρυμματισμένο καθρέπτη.
Από αυτή την άποψη, έννοιες όπως «μεταρρύθμιση» ή «εκσυγχρονισμός» δεν έχουν ενιαία ερμηνεία στο αριστερό εννοιολογικό οπλοστάσιο αναλαμβάνοντας μάλιστα αρνητικό πρόσημο, αφού ερμηνεύονται ως δυσοίωνη δυναμική της κοινωνίας κατά της οποίας πρέπει να προβληθεί ενεργή αντίσταση. Αριστερή πολιτική σήμερα συχνά σημαίνει υπεράσπιση των κεκτημένων του παρελθόντος. Αφού δεν μπορούμε να γυρίσουμε το τιμόνι της ιστορίας πίσω σε μια χρυσή εποχή του παρελθόντος θα πρέπει, τουλάχιστον να διατηρήσουμε την υπάρχουσα κατάσταση ως έχει. Τίθεται επομένως το ερώτημα: εκφράζει η αριστερά το νέο συντηρητισμό;
Σε αυτό το ερώτημα έρχονται οι «μεταμοντέρνοι κεντροαριστεροί» με μια δήθεν ρεαλιστική οπτική και ταυτόχρονα κούφια ρητορική περί εκσυγχρονισμού ενταγμένη στην αποτυχημένη παράδοση του λεγόμενου τρίτου δρόμου και του νέου κέντρου. Η έννοια της μεταρρύθμισης δεσπόζει στο νέο αυτό ιδεολόγημα. Οι εκφραστές του ξεχνάνε τις αρνητικές εμπειρίες του νέου κέντρου και του εκσυγχρονισμού από τις οποίες μέχρι σήμερα δεν μπορεί να συνέλθει η κεντροαριστερά και σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη. Στα πλαίσια ενός υπερβολικού ρεαλισμού ο οποίος αναφέρεται κυρίως σε ανάγκες δημοσιονομικής εξυγίανσης , εκλείπει παντελώς ο σαφής και κατανοητός στόχος κοινωνικής δικαιοσύνης. Λείπει εντελώς το πολιτικό νήμα και η συνοδευτική «αφήγηση» μιας σύγχρονης κοινωνικής «φιλοσοφίας» δικαιοσύνης, προόδου και αλληλεγγύης.
Ωστόσο ο πραγματισμός είναι μια αρετή μόνο αν είναι μετρήσιμος πάνω σε συγκεκριμένες αρχές δικαιοσύνης και στόχους πολιτικής. Η πολιτική απαιτεί ρεαλισμό αλλά και ουσία. Ο ι άνθρωποι σε μακροπρόθεσμη βάση, συγκινούνται και κινούνται πολιτικά μόνο εάν οι στόχοι είναι σαφής και κατανοητοί. Σε καιρούς κρίσης επικρατεί από την μια το στρατόπεδο των «λαϊκιστών και εκδικητών» και από την άλλη των « σκληρών διαχειριστών».
Η πολιτική ουσία και των δύο είναι σαφέστατη και μετουσιώνεται σε εξοντωτικές αλλά ξεκάθαρες πολιτικές αφαιρέσεις. Ανατροπή της υπάρχουσας τάξης από την μία περικοπές και εξαθλίωση από την άλλη. Στο ενδιάμεσο δεν έχει διατυπωθεί καμία συγκεκριμένη και ξεκάθαρη θεώρηση «κοινωνικής ειρήνης και δικαιοσύνης» και «εξισορρόπησης των κοινωνικών συμφερόντων» όπως αρμόζει σε μια σοσιαλδημοκρατική ή κεντροαριστερή παράταξη.
Πολιτικός Επιστήμονας-Κοινωνιολόγος