Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Εν μέσω της κατακλυσμιαίας πρόκλησης της Τουρκίας στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα και την αιγιαλίτιδα ζώνη και την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο η ανάγκη ενδυνάμωσης και αναβάθμισης της αμυντικής μας ικανότητας.
Είναι τραγικό και ασυγχώρητο 46 ολόκληρα χρόνια μετά την εθνική τραγωδία του 1974, να συζητούμε την αναγκαιότητα οικοδόμησης άμυνας ως απαραίτητης προϋπόθεσης διαμόρφωσης δυνατότητας αποτρεπτικής ισχύος απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Από την εποχή του Θουκυδίδη δεν αμφισβητήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστον ότι απαραίτητη παράμετρος μιας αποτελεσματικής στρατηγικής είναι η ισχύς. Οι πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες μπορούν να αποδώσουν αν στηρίζονται και υποστηρίζονται από την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων που να έχουν την ικανότητα ισχυρού ανταποδοτικού πλήγματος.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Πέραν κάποιων κατά καιρούς εξοπλιστικών προγραμμάτων και πέραν του «φωτεινού διαλείμματος» του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου – Ελλάδας, αποσπασματική και πρόχειρη υπήρξε η διαχείριση της ενίσχυσης της άμυνας.
Μάλιστα ορισμένα φαινόμενα, του τύπου για δήθεν εκσυγχρονισμό και επαγγελματοποίηση της Εθνικής Φρουράς, οδηγούν τελικά στη λογική της «ανοχύρωτης πολιτείας».
Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και συνδέεται με τη συνολική στρατηγική μας. Το ευρύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν θα πρέπει η άμυνα να αποτελεί μια κορυφαία παράμετρο της εθνικής μας στρατηγικής.
Για το ερώτημα αυτό πρέπει να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε προς εαυτούς και αλλήλους ποια είναι η πολιτική μας. Εδώ και τώρα και να ληφθούν αποφάσεις οι οποίες να υλοποιηθούν.
Χρειάζεται λοιπόν άμυνα; Χρειάζεται το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου; Θα πρέπει να διεξάγονται ασκήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων;
Είναι γεγονός ότι ο μεταδιπολικός κόσμος και οι σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές έχουν δημιουργήσει καινούρια δεδομένα. Στη διεθνή πολιτική σκηνή, στις κοινωνίες, στη διεθνή οικονομία, στην τεχνολογία και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Και ως εκ τούτου η εθνική μας στρατηγική πρέπει να είναι πολυδιάστατη και πολύπλευρη σε σχέση με το παρελθόν.
Είναι επίσης γεγονός ότι η θέση της Ελλάδας στην περιοχή και στην Ευρώπη ισχυροποιείται. Ακόμα και η Κύπρος παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης πολιτικής και διπλωματικής κίνησης του ελληνισμού μετά το 1974 που υπήρξε ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός και η τελική επιτυχής κατάληξη της ευρωπαϊκής μας πορείας, διεκδικεί νέο ρόλο στην περιοχή ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της Ε.Ε. και κατάλληλη βάση για προώθηση των προς τα νοτιανατολικά εξωευρωπαϊκών της συνεργασιών.
Όμως αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που θα λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή. Στην Κύπρο 45 χιλιάδες πάνοπλοι Τούρκοι στρατιώτες απειλούν την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού.
Τελικό, θεμελιώδες, κορυφαίας και κρίσιμης σημασίας συμπέρασμα. Επειγόντως θα πρέπει να υλοποιείται μια εθνική στρατηγική της αμυντικής επάρκειας και ετοιμότητας να αναβαθμίζεται και να εκσυγχρονίζεται. Επιβάλλεται ταυτόχρονα η διατήρηση του αξιόμαχου της Εθνικής Φρουράς, κληρωτών, μονίμων στελεχών, εφέδρων και εθνοφυλάκων.
Μια ολοκληρωμένη εθνική στρατιωτική στρατηγική, που θα στηρίζεται στην «αμυντική επάρκεια», στην «ευέλικτη αντίδραση» και στην ικανότητα κάλυψης του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου» σε συνδυασμό με πολυεπίπεδη πολιτική και διπλωματική παρουσία του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, είναι η απάντηση στην πρόκληση της σημερινής συγκυρίας και επιταγή που επιβάλλεται από τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.
Η συνεχιζόμενη για εβδομάδες κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν τουρκική πρόκληση που εμπεριέχει τον κίνδυνο ανά πάσα στιγμή μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, επιβάλλεται να λειτουργήσει ως ύστατη προειδοποίηση.
Μέσα στις νέες συνθήκες επιβάλλεται η πολιτική της αποτροπής και της επαρκούς αμυντικής επαγρύπνησης, να επανέλθουν ως κορυφαία παράμετρος της εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού.
Η συνεχής ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων Ελλάδας και Κύπρου συνδεδεμένη με μια οικονομική αναπτυξιακή στρατηγική, είναι απολύτως απαραίτητες πολιτικές για την αποτελεσματική υπεράσπιση των εθνικών δικαίων. Αν αυτό δεν συμβεί, είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε μπροστά από δυσάρεστες εκπλήξεις.
Μέχρι την ώρα της διασφάλισης μιας σταθερής ειρήνης σε Ελλάδα και Κύπρο με κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων, η στρατηγική της αποτροπής με αξιόπιστη αμυντική ισχύ, αποτελεί επιταγή. Κάθε άλλη αντίληψη και πρακτική θα αποδειχθεί εθνική απερισκεψία και συνταγή εθνικού αυτοχειριασμού.
* Τέως Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων – Πρώην Υπουργού Άμυνας