Του Γ. Λακόπουλου
Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία η πολιτική μάχη διεξάγεται μεταξύ πολιτικών δυνάμεων. Κάθε κόμμα, ως φορέας ιδεολογίας και εκφραστής κοινωνικών συμφερόντων, πρότεινε μια πολιτική και συγκρούεται με το αντίπαλο κόμμα.
Το διακύβευμα είναι η διακυβέρνηση δια της οποίας το κόμμα που επικρατεί διεκπεραιώνει την αποστολή που ανέλαβε απέναντι σε ομάδες της κοινωνίας και στη χώρα συνολικά με την αντιπολίτευση σε ελεγκτικό ρόλο. Στο παιχνίδι μετέχουν κι άλλοι παράγοντες, όπως το χρήμα, τα ΜΜΕ, οι διεθνείς επιρροές κ.λ.π. Αλλά τον πρώτο λόγο έχει η πολιτική. Και το βασικό σκηνικό δεν αλλάζει: κόμμα εναντίον κόμματος.
Στην Ελλάδα αυτό το σκηνικό έχει αλλοιωθεί. Συχνά η πολιτική σύγκρουση δεν γίνεται μεταξύ κομμάτων, αλλά μεταξύ ενός κόμματος από τη μια και ενός συστήματος οικονομικής ισχύος από την άλλη. Καλή ώρα στην τρέχουσα συγκυρία.
Απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα δεν βρίσκεται η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά ένας συνασπισμός οικονομικών και μιντιακών συμφερόντων -που χρησιμοποιεί την αντιπολίτευση. Αλλιώς δεν θα υπήρχε τόσο σκληρή αναμέτρηση ανάμεσα σε κόμματα τα οποία, δια των Μνημονίων, υπογράφουν την ίδια πολιτική.
Αυτός ο συνασπισμός δημιουργήθηκε κυρίως με δημόσιο χρήμα και επιδιώκει τη διαρκή αναπαραγωγή του και την ανεμπόδιστη πρόσβαση στους εθνικούς πόρους, δια των κρατικών προμηθειών. Για να το πετύχει χρησιμοποιεί πολιτικούς και κόμματα που εξαγοράζει, προσφέροντας υποστήριξη πολλών μορφών. Παράλληλα στρέφεται εναντίον πολιτικών και κομμάτων που αμφισβητούν την κυριαρχία του.
Υπάρχουν περίοδοι που αυτός ο συνασπισμός συμφερόντων είναι κυρίαρχος και η διακυβέρνηση ασκείται από πολιτικούς που διευκολύνουν τα σχέδιά του. Αυτοί οι πολιτικοί έχουν διευκολυνθεί από τα μέσα που διαθέτει ο συνασπισμός να επικρατήσουν των αντιπάλων τους.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις πολιτικών που αρνήθηκαν τη χειραγώγηση και ήλθαν σε σύγκρουση με αυτό το σύστημα-με συνέπειες για τους ίδιους. Η ιδεολογική τους ταυτότητα -και η πολιτική τους- δεν έχουν σημασία. Είναι περισσότερο θέμα προσωπικής αξιοπρέπειας και συνέπειας προς την ιδιότητά τους.
Συναντάμε πολιτικούς όλων των αποχρώσεων η μια ή στην άλλη κατηγορία. Ποιοι υπήρξαν πρόθυμοι να συμπράξουν με τους ισχυρούς του χρήματος είναι γνωστό. Π.χ. ο Κ. Σημίτης, ο Κ. Μητσοτάκης και ο Αντ. Σαμαράς. Αλλά περισσότερη αξία έχουν οι ιστορίες όσων πήγαν κόντρα στους χειραγωγούς της πολιτικής- ανεξάρτητα από την επιτυχημένη ή όχι διακυβέρνηση που άσκησαν.
Πρόταξαν την πολιτική και τα πρωτεία της, αρνούμενοι να «συνεργαστούν» με το σύστημα που τους πολέμησε με ακραία μέσα, ιδίως όταν επιχείρησαν να το απομακρύνουν από την πολιτική. Αν εξαιρέσουμε τον Κωσταντίνο Καραμανλή, σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν ο Α. Παπανδρέου, ο νεότερος Καραμανλής και ο Αλέξης Τσίπρας. Εναντίον τους χρησιμοποιηθήκαν από το ίδιο σύστημά, τα ίδια μέσα, οι ίδιες μεθοδολογίες, η ίδια ρητορική και ενίοτε οι ίδιοι …αντίπαλοι.
Αλλά, για να καταφύγουμε στον Καβάφη: «Περισσότερη τιμή του πρέπει, όταν προβλέπουν -και πολλοί προβλέπουν -ότι ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος και οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».
Το «Βρόμικο 89»
Ας πάμε τριάντα χρόνια πίσω. Μια ομάδα οικονομικών και εκδοτικών παραγόντων της εποχής συνασπίζεται κατά του Ανδρέα Παπανδρέου για να εδραιώσει τη θέση του με την απόκτηση της επί θύραις ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης και να διεκδικήσει προνομιακά τα νέα πακέτα προμηθειών στη νέα εποχή που διανοίγεται, στις τηλεπικοινωνίες, τα δημόσια έργα κλπ.
Ο Παπανδρέου αντιστέκεται, καθώς δεν είναι ο πολιτικός που θα μπορούσε να κυβερνάει με υποδείξεις. Αλλά η ομάδα έχει πλέον αποκτήσει ερείσματα μέσα στο ΠΑΣΟΚ και στις κυβερνήσεις του. Βρίσκει προθύμους -και φιλόδοξους- παράγοντες που υπονομεύουν όπως μπορούν την κυβέρνηση με την εξουσία που ο ίδιος ο Παπανδρέου τους έδωσε. Μεταξύ τους ο Γ. Παπανδρέου και Κ. Σημίτης.
Στην αναμέτρηση που κλιμακώνεται χρησιμοποιείται και η μετα καραμανλική Δεξιά της εποχής -δια του Κ. Μητσοτάκη, παλιά καραβάνα της πολιτικής, τον οποίο οι ίδιοι στήριξαν για να ηγηθεί της ΝΔ. Ορισμένοι άλλωστε έχουν κοινές αμαρτίες μαζί του, από την προδικτατορική περίοδο.
Ο Κ. Μητσοτάκης αναλαμβάνει να εκθεμελιώσει τον Ανδρέα Παπανδρέου με κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο. Κυρίως αθέμιτο. Έτσι η σκανδαλολογία γίνεται αποκλειστικό αντιπολιτευτικό υλικό. Ξάνοιξαν 470 φάκελοι «σκανδάλων». Υπήρξαν δικαστικές καταδίκες μόνο σε εφτά -αριθμός εφτά- περιπτώσεις.
Ο Παπανδρέου αντέχει, παρά τον πόλεμο που δέχεται στα μετόπισθεν, από έναν άλλο εκλεκτό της ίδιας ομάδας με τον Κ. Σημίτη, αλλά και από τον φιλόδοξο …γιο του. Αλλά η κλονισμένη υγεία του και το τεράστιο σκάνδαλο Κοσκωτά τον αποδυναμώνει. Βρίσκεται περικυκλωμένος καθώς στα δίκτυα του απατεώνα έχουν πέσει στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησής του, αλλά και δικοί του άνθρωποι.
Δεν είναι ο πολιτικός που θα τα παρατήσει όμως. «Να πάρουν τις ομάδες τους και να έλθουν» λέει το 1988 . Έτσι επιστρατεύονται οι «αποκαλύψεις». Πρόσωπα που κατά καιρούς έχουν σχετιστεί μαζί του καταθέτουν μαρτυρίες που θα δείχνουν πόσο «έκλυτος» ήταν ο βίος του, πόσο σκανδαλώδης ήταν η διακυβέρνηση του, πόσο ανεύθυνος ο ίδιος και πόσο γαργαλιστική η κρεβατοκάμαρά του.
Ο Μπότσαρης, ο Δημ. Χρονδροκούκης, οι αδελφοί Μπουλούκοι, η πρώην σύζυγός του Χριστίνα Ρασσιά, η πρώην νύφη του, ο πρώην επικεφαλής της ασφάλειας του Βασ. Κεραμάς, γράφουν βιβλία με «συνταρακτικές αποκαλύψεις».
Τελικά ο Παπανδρέου ηττάται αξιοπρεπώς με 40%. Περνάει από 40 κύματα -με την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο και την εσωκομματική αμφισβήτηση στη συνεδρίαση της ΚΕ στο «Πεντελικόν». Αλλά τρία χρόνια μετά είναι πάλι Πρωθυπουργός.
Από τον πόλεμο εναντίον του έμειναν -ως «αδίστακτο πρόσωπο»- ο Κ. Μητσοτάκης -και μια μέθοδος: η… «συγγραφή» βιβλίων. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος πακετάρισε το άγος των μεθόδων εναντίον του με το βιβλίο του «Το Βρόμικο ‘ 89» που σφράγισε εκείνη την περίοδο.
Βασικοί μέτοχοι και «νταβατζήδες»
Αλλάζουμε εποχή και σταματάμε είκοσι χρόνια πίσω. Ο Κ. Καραμανλής το 2004 εκλέγεται στα 48 του Πρωθυπουργός με έναν ιδιαίτερο τρόπο,- όπως είχε εκλεγεί και αρχηγός της ΝΔ: δεν «συνεργάσθηκε» με κανέναν από το σύστημα που είχε «νικήσει» τον Ανδρέα Παπανδρέου, είχε επιβάλει τον Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, είχε αλώσει το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Ούτε είχαν δαπανηθεί από τις κυβερνήσεις του κόμματος του ποταμοί δημοσίου χρήματος για να αποκτήσει «ηγετικό προφίλ» διαδόχου, όπως συνέβη με το κυβερνητικό σλάλομ του Γ. Παπανδρεου.
Το σύστημα -το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται με τον όρο « διαπλεκόμενα συμφέροντα» -που χρησιμοποίησε ο Κ. Μητσοτάκης όταν δεν τα χάλασε μαζί τους και τον έριξαν με τον Σαμαρά- θα επιχειρήσει πρώτα να τον απαξιώσει. Ανεπιτυχώς. Μετά να τον προσεγγίσει. Όταν βρήκε κλειστή και αρνήθηκε ακόμη και να δεχθεί μεγαλοπαράγοντα της εποχής για «ανταλλαγή απόψεων»- επί της διακυβέρνησης προφανώς- άρχισαν τα όργανα.
Η ουσία ηταν ότι ο Καραμανλής δεν ήταν διατεθειμένος να συγκυβερνήσει με καναλάρχες, κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και τον απαραίτητο αμερικανικό παράγοντα. Αντίθετα, με τον χαρακτηρισμό «νταβατζήδες», τους έβγαλε στο ξέφωτο. Με νόμο για τον «βασικό μέτοχο» επιχείρησε να τους ξεδοντιάσει διαχωρίζοντας τις ιδιότητες του -χωρίς οριστική άδεια πάντα- κάτοχου τηλεοπτικής συχνότητας και του προμηθευτή του δημοσίου.
Επακολούθησε καθολικός πόλεμος, τον οποίο ο Καραμαλής έχασε για γνωστούς λόγους. Χωρίς ωστόσο να συνθηκολογήσει με τους «νταβατζήδες»- εξ ου και τον πυροβολούν μέχρι σήμερα. Αλλά έχει ενδιαφέρον ότι στα μέσα που χρησιμοποίησαν υπάρχει το πνεύμα του «Βρόμικου 89».
Μια γιγαντιαία επιχείρηση να αναδειχθεί σε «σκάνδαλο του αιώνα», μια συνήθης –πρακτική ανταλλαγής οικοπέδων μεταξύ μιας Μονής και του δημοσίου – με επιμέρους προβληματικές πλευρές. Επιστρατεύονται παρεμφερή μέσα: «μαρτυρίες» και άλλο «αποδεικτικό» υλικό που εξανεμίσθηκε στην πορεία χωρίς ενόχους.
Παρότι προσωπικός βίος του είναι διαυγής, εμπλέκουν την οικογένειά του και υπουργούς με στενή σχέση μαζί του. Αντί για βιβλία έχουμε τώρα νέα μέσα: ψηφιακούς δίσκους. Του χρεώθηκε ακόμη και υπόθεση στην οποία ήταν θύμα κατασκοπίας. Όλα για όλα μέχρι να βγει από τη μέση. Μέχρι και κόμμα ειδικών προδιαγραφών εγκατέστησαν στο μαλακό υπογάστριο της ΝΔ.
Από κυβερνητικά σφάλματα, εσωτερικές ντρίπλες και υπό το βάρος της διεθνούς κρίσης ηττήθηκε, αλλά έτσι όπως ηττώνται οι Πρωθυπουργοί: με εκλογές. Η άρνηση να συνθηκολογήσει του κόστισε. Αλλά σήμερα τιμάται από την παράταξή του ως φυσικός ηγέτης της και το γραφείο του συρρέουν πρόσωπα από όλο το πολιτικό φάσμα. Αυτό …συνεχίζει να του κοστίζει.
Γάτες Ιμαλαϊων και σαλταρισμένοι συγγραφείς δωματίου
Οι περιπτώσεις Α. Παπανδρέου και Καραμανλή μας οδηγούν στον Αλέξη Τσίπρα. Αναλαμβάνει την κυβέρνηση ενώ οι συνθήκες έχουν αλλάξει και επειδή έχουν αλλάξει και τα συμφραζόμενα της χώρας είναι διαφορετικά. Η κατάρρευση του Γ. Παπανδρέου -τον οποίο το ίδιο σύστημα διαπλοκής χρησιμοποίησε κατά του Καραμανλή- συνοδεύεται με μια εξέλιξη που δεν περίμενε ούτε αυτό το σύστημα: την υπαγωγή της χώρας σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Πέραν των άλλων αυτό οδηγούσε στη θέσπιση κανόνων που, αργά ή γρήγορα, αποδυνάμωναν την απόλυτη κυριαρχία των «διαπλεκόμενων» στο κράτος, το δημόσιο χρήμα και την πολιτική ζωή.
Θεώρησαν ότι ο νεαρός με το μαλλί καρφάκι, που ξεκίνησε από υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων -με διπλάσιο ποσοστό από το κόμμα του και έφτασε να χτυπάει την πόρτα της κυβέρνησης -ήταν ως αριστερός, ο ιδανικός σύμμαχος να αντισταθεί για λογαριασμό τους. Με αντάλλαγμα την παροχή υποστήριξης.
Έσπευσαν λοιπόν να τον προσεγγίσουν με δόλωμα «εμείς μαζί μπορούμε να κυριαρχούμε για χρόνια», όπως του είπε κεντρικός παράγοντας αυτού του συστήματος. Τα υπόλοιπα τα ξέρει η γάτα Ιμαλαϊων.
Αλλά ο Τσίπρας δεν τσίμπησε. Αντιλαμβανόμενος ότι η αγκαλιά που του προσφέρουν θα τον πνίξει, έκλεισε την πόρτα του και έκτοτε προσπαθεί να αποκόψει αυτό το σύστημα από το δημόσιο χρήμα και τον ασφυκτικό έλεγχο του δημοσίου βίου με το πατρονάρισμα πολιτικών και κομμάτων.
Το σκηνικό άρχισε να μοιάζει με τις περιπτώσεις Ανδρέα Παπανδρέου και Κ. Καραμανλή με μια διαφορά: οι παλιοί «ολιγάρχες» δεν έχουν προγεφυρώματα στο κόμμα του- όχι ακόμη τουλάχιστον -όπως στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ- και άρα δεν κινδυνεύει με πισώπλατα χτυπήματα. Δεν είναι εύκολο να τον ρίξουν στο καναβάτσο.
Η κυβέρνηση του δεν βαρύνεται με κανένα οικονομικό σκάνδαλο, πραγματικό, όπως τα «Κοσκωτικά», ή κατασκευασμένο όπως το «Βατοπεδινά». Επιπλέον η Δικαιοσύνη φέρνει στον αφρό τη σήψη και τη διαφθορά των περασμένων δεκαετιών και πρόσωπα, που δεν θα μπορούσαν να το διανοηθούν ποτέ ότι θα λογοδοτήσουν, περνούν τα ανακριτικά γραφεία, κάθονται στο εδώλιο ή πάνε στη φυλακή.
Ορισμένοι από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του συστήματος είναι ήδη νοκ άουτ. Από μια κυβέρνηση που δεν διακρίνεται καν για το υψηλό επίπεδο στελεχών, ούτε έχει περιθώρια κυβερνητικών ελιγμών πέραν της πιστής εφαρμογής του Μνημονίου.
Είναι μια ήττα του συστήματος που για τρεις δεκαετίες απομυζούσε το κρατικό, το κοινοτικό και το τραπεζικό χρήμα, αλλά και το ιδιωτικό -με το κόλπο του Χρηματιστήριου- και δεν δίσταζε να προβάλει την αίσθηση αιωνιότητας και παντοδυναμίας που είχε.
Η τελευταία μάχη
Ο πόλεμος κλιμακώνεται και, παρά τα πισωγυρίσματα της κυβέρνησης Τσίπρα, φτάνει στην μητέρα όλων των μαχών: την νομιμοποίηση της τηλεόρασης υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, αντί να χρησιμοποιείται ως υπερόπλο για ανίερες επιδιώξεις συμφερόντων.
Αλλά το σύστημα δεν θα πάει άκλαφτο. Εξαγριωμένο από τα πλήγματα που έχει δεχθεί- οργανώνει την αντεπίθεσή του. Είναι δύσκολο πιστέψει κανείς ότι από τύχη επικεφαλής του σχηματισμού του βρίσκεται πάλι ένας Μητσοτάκης. Πάντως η ιστορία επαναλαμβάνεται σε ό,τι αφορά τις μεθόδους με την επιστράτευση προσώπων -μαρτύρων κατά του Τσίπρα.
Γιάνης Βαρουφάκης: αποθεώστε τον
Η προβολή του «λευκώματος» που κρατούσε ως συνεργάτης και υπουργός του Τσίπρα είναι αντιστοίχως ανάλογη με την προσδοκία που έχουν από την αξιοποίηση της κενοδοξίας του. Ένα βιβλίο με «άπλυτα», πραγματικά ή κατασκευασμένα, είναι πάντα χρήσιμο σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Συνοψίζουμε. Έχουμε τρεις περιπτώσεις πρωθυπουργών που αρνήθηκαν να χορέψουν στο ρυθμό που τους έπαιζε η διαπλοκή και έγινα στόχοι με τον ίδιο τρόπο: μονοθεματικά τηλεοπτικά δελτία εναντίον τους, μιντιακής προβολής παραπολιτικού υλικού και… μαρτυρίες προσώπων που συμπεριφέρονται σαν ριγμένες ερωμένες.
Δεν αξιολογούμε εδώ αν ο Τσίπρας, ο Παπανδρέου, ο Καραμανλής ήταν καλοί ή κακοί πρωθυπουργοί. Ούτε το έργο τους. Μιλάμε για την μάχη τους με το καρκίνωμα που διαβρώνει την πολιτική ζωή, την καταργεί και βάζει στη θέση των πολιτικών θεραπαινίδες συμφερόντων. Ή αλλιώς κλιμακώνει τη κρίση αντιπροσώπευσης της πολιτικής.
Ο ένας δεν βρίσκεται στη ζωή, αλλά προσπαθούν να διαγράψουν και τη μνήμη του. Ο άλλος βρίσκεται εκτός εξουσίας, αλλά τον αντιμετωπίζουν σαν φάντασμα πάνω από κεφάλι τους, ξορκίζοντας τον ενδεχόμενο να βρεθεί μπροστά τους. Ο τρίτος δινει αυτή τη μάχη από καλύτερη θέση.
Αν νικήσει, θα γράψει ιστορία. Δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε άλλο. Η Ελλάδα θα γίνει κανονική χώρα και όχι χαλιφάτο της οικονομικής και μιντιακής εξουσίας. Αν χάσει θα είναι γιατί δεν ζύγισε σωστά, όχι τους διαπλεκόμενους, αλλά τους Βαρουφάκηδες και τους Καμμένους του…