Toυ Γ. Λακόπουλου
Για την Ελλάδα η ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά ήταν μια ιστορική εκκρεμότητα. Στις 25 Ιανουαρίου 2015 έκλεισε ένας λογαριασμός που είχε ανοίξει πριν από 70 χρόνια.
Θεωρητικά μια αριστερή κυβέρνηση ήταν ακριβώς αυτό που είχε ανάγκη η χώρα εκείνη τη στιγμή. Ποιος άλλος μπορούσε να πει την αλήθεια, να αποκαταστήσει τους θεσμούς, να σπάσει τη διαπλοκή του πολιτικού συστήματος με την εξουσία του χρήματος, να εξυγιάνει το κράτος, να εκπροσωπήσει με αξιοπρέπεια τη χώρα στη διεθνή σκηνή, να ασκήσει πολιτική με κοινωνική δικαιοσύνη;
Η Αριστερά δεν έχει βάψει τα χέρια της στην αμαρτωλή διακυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, δεν είχε δουλείες στο σύστημα, το πολιτικό προσωπικό της δεν ήταν υποταγμένο στη διαπλοκή, ή εξαγορασμένο από τους ολιγάρχες. Ποιος άλλος μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα;
Δυο χρόνια μετά την ιστορική πολιτική του 2015 αλλαγή, ο μύθος ανατράπηκε από τους δημιουργούς του. Σήμερα η απογοήτευση είναι εμφανής. Ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τρεις εκλογικές μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο. Ήδη υπόκειται στη χλεύη των ηττημένων.
Κανείς δεν είπε ότι είχε εύκολη δουλειά. Παρέλαβε μια χρεοκοπημένη χώρα, με διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, υποταγμένη σε συμφέροντα, με ανομία και οικογενειοκρατία. Ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης που δεν ήταν “από σόι”.
Απέναντι είχε έναν πανίσχυρο μηχανισμό αποφασισμένο να υπερασπιστεί τα προνόμια που απέσπασε στις προηγούμενες δεκαετίες και την επικυριαρχία του στην οικονομία, στην κοινωνία, στη ενημέρωση και στο πολιτικό σύστημα.
Αυτός ο μηχανισμός, έχοντας πίσω του μια νίκη επί του Κ. Καραμανλή που επιχείρησε το 2004 να αφαιρέσει από τους “νταβατζήδες” τα όπλα που τους επέτρεπαν να υποκαθιστούν τις κυβερνήσεις, ή να τους επιβάλουν τις επιλογές τους , διέθετε ήδη τεχνογνωσία αντιμετώπισης όσους τον αμφισβητούσαν.
Ο Τσίπρας δεν ευθύνεται γι΄ αυτό που παρέλαβε. Ευθύνεται για την αποτυχία του να βρει λύσεις στα προβλήματα- ενώ σε πολλά μέτωπα προσέθεσε καινούργια. Δεν τα κατάφερε ούτε εκεί που τα πράγματα ήταν απλά και διαχειρίσιμα. Ευθύνεται για τους λανθασμένους χειρισμούς, για τους ανθρώπους που επέλεξε, για τις συμμαχίες που προτίμησε τις αντινομίες που εμφάνισε, τις πολιτικές επιλογές που έκανε. Αυτά δεν τα επέβαλε κανένας τρίτος. Προέκυψαν από δικές του αποφάσεις και συνιστούν προσωπικό αρνητικό απολογισμό.
Η αναμέτρηση με τη διαπλοκή και τα παλιά κατεστημένα, ως προϋπόθεση για τη θεσμική εξυγίανση και έξοδο από την κρίση, εξελίσσεται σε αλληλουχία από ήττες -όταν δεν αποτελεί παρωδία- λόγω ανικανότητας των υπουργών του και από άγνοια στοιχειωδών κανόνων διαχείρισης. Είχε στη διάθεσή του πολλές επιλογές- κατέληξε στις χειρότερες.
Ο εναγκαλισμός με τον Πάνο Καμμένο μπορεί να εξασφάλισε κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά ακύρωσε την πολιτική ηθική της Αριστεράς. Πρόκειται για ανίερη συμμαχία και ο ιστορικός του μέλλοντος δεν θα βρει δικαιολογίες για τον Τσίπρα σ’ αυτή την υπόθεση. Ο προσεταιρισμός πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ, δεύτερης διαλογής, μετέφερε τις παλιές παθογένειες της πολιτικής στον πυρήνα της αριστερής διακυβέρνησης, από την αφετηρία της κιόλας.
Στο πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ χρειάσθηκε χρόνο για να κατανοήσει ότι για τη χώρα που παρέλαβε δεν υπήρχε άλλη επιλογή από τη δημοσιονομική προσαρμογή τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσαν οι εταίροι της για να την κρατήσουν ζωντανή και ο ρόλος της ήταν να εφαρμόσει αυτή την πολιτική – την πολιτική των Μνημονίων- με κοινωνική δικαιοσύνη και κυρίως με αποτελεσματικότητα.
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε αντιμετωπίζοντάς την κοινοτική Ευρώπη ως αντίπαλο και όχι ως εταίρο. Με τον λαϊκισμό της ρητορικής του θεωρούσε ότι στήνει προνομιακό σκηνικό τύπου Δαβίδ και Γολιάθ: Τσίπρας εναντίον Μέρκελ, Βαρουφάκης εναντίον Σόιμπλε κ.ο.κ.
Από την αντιπολίτευση ακόμη ο Τσίπρας διάβαζε λάθος το συσχετισμό δυνάμεων. Θεωρώντας ότι έχει ως υπερόπλο τη γεωστρατηγική θέση της χώρας, καλλιεργούσε την ψευδή εντύπωση ότι η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει αν αποχωρήσει η Ελλάδα από τους κόλπους της- άρα μπορεί να πιέσει.
Σε ένα τραπέζι διαρκούς διαπραγμάτευσης -στο οποίο η θέση του ήταν δυσχερής -γιατί η θέση της χώρας ήταν δυσχερής- πολιτεύθηκε με επιχειρήματα εθνικής κατανάλωσης και μέχρι να προσαρμοστεί χάθηκε χρόνος.
Στο εσωτερικό από την πρώτη στιγμή η κυβέρνησή του ήταν σκόρπιο στράτευμα . Η πρόεδρος της Βουλής ασκούσε κυβερνητική πολιτική, υπουργοί εξέφραζαν πολιτική διαφωνία με τον Πρωθυπουργό και παρέμεναν υπουργοί. Πρόσωπα με εμφανείς αδυναμίες και προβληματικές αντιλήψεις , ακόμη και σούργελα ανέλαβαν κρίσιμους ρόλους. Μοιραία αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης κατέρρευσε μαζί με την πολιτική που υπηρετούσε και ο πρώτος που κατάλαβε -έστω καθυστερημένα-ήταν ο Τσίπρας.
Δια του Δημοψηφίσματος όμως περιέπλεξε περισσότερο τις παραμέτρους ενός προβλήματος που θα έπρεπε να λύσει ο ίδιος. Ο απολογισμός της νίκης του ήταν τραγικός: απώλεια εμπιστοσύνης στη Ευρώπη, κλειστές τράπεζες, ένα βαρύ μνημόνιο προστέθηκαν στην διαχειριστική έλλειψη. Ότι κέρδισε για δεύτερη φορά τις εκλογές -δεσμευόμενος να εφαρμόσει την αντίθετη πολιτική από εκείνη που υποσχέθηκε για να κερδίσει τις πρώτες- ήταν απλώς άσκηση του δικαιώματος στη δεύτερη ευκαιρία.
Η κυβέρνηση του Σεπτεμβρίου ξεκίνησε με καλύτερες προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό της. Αλλά παρά τις διαδοχικές μεταμορφώσεις στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, σήμερα δεν είναι σε θέση να πιστωθεί ούτε τα πραγματικά εντυπωσιακά βήματα προσαρμογής που έκανε -εφαρμόζοντας το Μνημόνιο περισσότερο αποτελεσματικά και αξιόπιστα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Τα θετικά στοιχεία του απολογισμού της χάνονται στη θολούρα των λαθών της.
Στο επικοινωνιακό πεδίο η υπεροχή των αντιπάλων της την αποκαθηλώνει καθημερινά, εκμεταλλευομένη ιδεοληπτικές συμπεριφορές, ακρότητες, ανικανότητες και προφανείς αδυναμίες του πολιτικού προσωπικού της. Δεν μπορεί να αναδείξει την αξία που έχει η σύγκρουση με τη διαπλοκή και τους ολιγάρχες πέφτοντας διαρκώς σε παγίδες, ηττώμενη σε κρίσιμα μέτωπα και καθυστερώντας στην εκκαθάριση υποθέσεων.
Βρίσκεται διαρκώς ένα βήμα πίσω. Ο τρόπος διακυβέρνησης τη φέρνει συνεχώς -και ευλόγως- σε θέση απολογουμένου, αντί να ζητάει εξηγήσεις. Εκείνοι που χρωστούν της παίρνουν και τα βόδια. Η μια περίοδος είναι πιο δύσκολη στη διαχείριση από την προηγούμενη, καθώς αντί για τη διαύγεια και την αλήθεια προσφεύγει στις μεθόδους των προκατόχων της. Το φως στο βάθος του τούνελ που βλέπει είναι το τρένο που έρχεται καταπάνω της.
Η δεύτερη επέτειος της εκλογικής επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι μελαγχολική. Η μοίρα ανέθεσε στον Αλέξη Τσίπρα την αποστολή να δικαιώσει τη Αριστερά. Οι ψηφοφόροι του ανέθεσαν να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Η αποστολή του ήταν να ανασυγκροτήσει την οικονομία και να ανατάξει την κοινωνία- με αυτή τη σειρά. Να βάλει τη χώρα στις ράγες της παραγωγής και της ευημερίας με δίκαιο καταμερισμό βαρών στην αρχή και κερδών στη συνέχεια.
Οι πολίτες σε αυτόν προσωπικά ανέθεσαν την πρωθυπουργία, όχι στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Και από αυτόν θα ζητήσουν εξηγήσεις. Η ιστορική αποστολή του ήταν διακριτή και συγκεκριμένη. Δύσκολη αλλά διεκπεραιώσιμη. Έχει εχθρούς, αλλά υπήρχαν και σύμμαχοι. Τι στράβωσε και τα πράγματα πηγαίνουν λάθος;
Παλιά η Αριστερά προσπαθούσε να βρει να λάθη στη Βάρκιζα, στο Λιτόχωρο, στην αποχή από τις εκλογές του 1946, στην πεπονόφλουδα των Δεκεμβριανών, στη χειραγώγηση της από το ΚΚΕ, στους Σοβιετικούς; Στο μέλλον πού θα επικεντρωθεί η συζήτηση για την αποτυχία της πρώτης αριστερής διακυβέρνησης με επικεφαλής έναν νέο άνθρωπο που είχε όλες τις προϋποθέσεις να γράψει ιστορία; Γιατί ο ίδιος, ως φορέας της λαϊκής εντολής, αυτοϋπονομεύεται διαρκώς με τις επιλογές του;
Το σίγουρο είναι ότι όπως μετά τον πόλεμο και την εθνική αντίσταση το ΕΑΜ άξιζε καλύτερης προοπτικής από αυτή στην οποία το καταδίκασε το ΚΚΕ, έτσι και σήμερα η σύγχρονη Αριστερά σε μια ευρωπαϊκή χώρα άξιζε καλύτερης εκπροσώπησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως το μόνο που μένει σε εκκρεμότητα είναι ερώτημα: Χαντακώνει ο Τσίπρας την Αριστερά ή ο ΣΥΡΙΖΑ τον Τσίπρα;