Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Η πραγματοποίηση του άτυπου δείπνου στη Νέα Υόρκη μετά από μια μακρά περίοδο ακινησίας στο Κυπριακό, πρέπει αναμφίβολα να πιστωθεί στον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη. Με τις πολιτικές του κινήσεις και τις διπλωματικές του πρωτοβουλίες κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτή η συνάντηση και να υπάρξει μια κινητικότητα με κάποια αποτελέσματα. Κυρίως για την πραγματοποίηση μιας προσεχούς άτυπης πενταμερούς, με άδηλο βέβαια το πλαίσιο της συζήτησης. Όχι προφανώς διαπραγμάτευσης, δεδομένου του αμετακίνητου των τουρκικών θέσεων ως προς τη βάση οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης.
Το συνακόλουθο αποτέλεσμα είναι η προκύψασα δέσμευση, καλύτερα επαναβεβαίωση, του Γ.Γ του ΟΗΕ στην συνέχιση της εμπλοκής του στο Κυπριακό. Κάτι, που φαινόταν να μην είναι δεδομένο, μετά τη διαδικασία του Κραν Μοντανα όταν ευχήθηκε «καλή επιτυχία» στις δύο πλευρές μετά το προκύψαν αδιέξοδο.
Σε ότι αφορά την συμφωνία για πραγματοποίηση συνάντησης Χριστοδουλίδη – Τατάρ για να συζητήσουν πιθανή διάνοιξη οδοφραγμάτων, δεν πρέπει να υπάρχει καμιά ευφορία, δεδομένου ότι τα λεγόμενα ΜΟΕ, διαμορφώνουν μια εικόνα και εντός και κυρίως εκτός Κύπρου ότι αυτό που τυγχάνει διαχείρισης στο Κυπριακό είναι μια «προσαρμογή ομαλότητας» προς όσα διαμορφώθηκαν παρανόμως επί του εδάφους με την τουρκική εισβολή και την συνεχιζόμενη κατοχή. Για να συνεχίσουν δηλαδή να ζουν πλάι – πλάι οι «δύο λαοί». Κατά την προσφιλή ρήση του Ραούφ Ντεκτάς.
Υπήρξε διαχρονικά ορθή η θέση ότι τα ΜΟΕ είναι ευπρόσδεκτα και επωφελή στον βαθμό που υποβοηθούν το κύριο και ουσιώδες, που είναι η μέσω διαπραγματεύσεων επίτευξη λύσης. Και ασφαλώς τα όποια μέτρα «βελτίωσης της καθημερινότητας» να μην οδηγούν σε υποκατάσταση της λύσης, που πρέπει να τερματίζει την κατοχή που είναι η πηγή της κακοδαιμονίας. Διαφορετικά ο κίνδυνος είναι να υπάρξει διολίσθηση προς την τουρκική άποψη ότι το Κυπριακό είναι ζήτημα «καλής γειτονίας» των δύο κοινοτήτων με διαγραφή της κατοχής και της παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου.
Είναι συνεπώς ανάγκη η Ελληνική Κυπριακή πλευρά να επικεντρώσει τις προσπάθειες της στην άτυπη πενταμερή με κεντρικό στόχο την επαναφορά μιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης, στη βάση των περί Κύπρου ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και την εγκατάλειψη από τουρκικής πλευράς των αξιώσεων και της ρητορικής για λύση δύο κρατών, κυριαρχικής ισότητας και ίσου διεθνούς καθεστώτος. Είναι βάσιμη και ρεαλιστική μια τέτοια προοπτική; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα σχετίζεται με την στάση που θα τηρήσει η Τουρκία. Η οποία προφανώς για τους δικούς της λόγους – εξομάλυνση Ευρωτουρκικών σχέσεων, ανεμπόδιστη εξασφάλιση εξοπλισμών από ΗΠΑ – πειθανάγκασε τον Τατάρ να προσέλθει στην συνάντηση της Νέας Υόρκης.
Ως εκ τούτου, ως Κυπριακή Δημοκρατία οφείλουμε να κινηθούμε έντονα, αποφασιστικά και διεκδικητικά προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι η ώρα εμπλοκής του Ευρωπαϊκού παράγοντα, για να υποχρεωθεί η Τουρκία σε εκλογίκευση των θέσεων της στο Κυπριακό. Οι λεγόμενες κυπρογενείς υποχρεώσεις της Τουρκίας όπως ρητά αποφασίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2005 και την αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου να επανέλθουν στο προσκήνιο. Δηλαδή, να απαιτήσουμε από την Ε.Ε να ζητήσει εκπλήρωση των κυπρογενών της υποχρεώσεων. Και να κατανοήσει η Τουρκία ότι μόνο έτσι θα πρέπει να αναμένει βελτίωση των Ευρωτουρκικών σχέσεων και ικανοποίηση αιτημάτων της, όπως το θέμα της βίζας και του ξεπαγώματος του ενταξιακού διαλόγου.
Ο ορισμός ειδικού απεσταλμένου της Ε.Ε για το Κυπριακό πρέπει να αποτελέσει σταθερό αίτημα της Κύπρου. Πολιτικής προσωπικότητας και όχι τεχνοκράτη όπως στο παρελθόν.
Ένα θέμα που προέκυψε στην συνάντηση της Νέας Υόρκης μετά από απαίτηση του Ερσίν Τατάρ, είναι το θέμα της μη συμμετοχής της Βρετανίας στην άτυπη πενταμερή. Ανεξάρτητα από τις θέσεις μας για τον διαχρονικά αρνητικό ρόλο της Βρετανίας στο Κυπριακό, θα πρέπει να είμαστε απολύτως σαφείς και αμετακίνητοι στο ότι θα πρέπει να είναι παρούσα. Πρώτον, διότι είναι πρόδηλος ο Τουρκικός στόχος να μετατρέψει το Κυπριακό σε υπόθεση των δύο «μητέρων πατρίδων» και σε Ελληνοτουρκική διαφορά. Δεύτερον, η Βρετανία ως μια εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων είναι απολύτως απαραίτητο να είναι παρούσα, αφού δυνάμει του Δικαίου των Συνθηκών και ειδικότερα της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης, για τροποποίηση ή κατάργηση οποιασδήποτε διεθνούς συνθήκης είναι αναγκαία η συμμετοχή και σύμφωνος γνώμη όλων των συμβαλλομένων μερών. Δεδομένης της θέσης μας για κατάργηση της αναχρονιστικής συνθήκης εγγυήσεως είναι συνεπώς sine qua non η παρουσία και συναίνεση της Βρετανίας.
Τέλος, σε ότι αφορά τον αναγκαίο συντονισμό Κύπρου – Ελλάδας είναι απαραίτητο να διασαφηνίζεται ότι ο εν εξελίξει Ελληνοτουρκικός διάλογος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιθωριοποιεί το Κυπριακό. Να μη το «ραφοποιεί» κατά παλαιότερη έκφραση. Η Ελλάδα πρέπει να παραμένει δεσμευμένη στη θέση ότι οριστική βελτίωση, εξομάλυνση ή επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφορών δεν είναι νοητή χωρίς την επίλυση του Κυπριακού.
Μακριά από αυταπάτες και ευσεβοποθισμούς, με ρεαλιστική επίγνωση των δεδομένων, οφείλουμε να κινηθούμε το προσεχές διάστημα αποφασιστικά, διεκδικητικά, με αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που μας προσδίδει η ιδιότητα κράτους – μέλους της Ε.Ε, να εξαντλήσουμε κάθε περιθώριο για να ανοίξουμε το δρόμο για την επίτευξη λύσης. Έχοντας στο μυαλό μας ότι μια αναδιαμόρφωση στρατηγικής και τακτικής θα πρέπει να αποτελεί την εναλλακτική μας επιλογή, αν οι προσδοκίες και οι ελπίδες για διάρρηξη του αδιεξόδου με την παρούσα διαδικασία διαψευσθούν.
Πρώην Προέδρου της Βουλής Των Αντιπροσώπων