Του Βαγγέλη Καββαδία
«Η τζαζ είναι ελευθερία» είχε δηλώσει ο σπουδαίος συνθέτης και πιανίστας Τελόνιους Μονκ, υπονοώντας τον αυτοσχεδιασμό ως βασικό στοιχείο του μουσικού είδους που κατέκτησε την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο, τον περασμένο αιώνα. Είναι παράξενο πώς μια τόσο μικρή λέξη που ξεκίνησε ως σεξουαλικό υπονοούμενο κατέληξε να γίνει συνώνυμο μιας μουσικής επανάστασης που πυροδοτήθηκε από τιτάνες όπως οι Μπάντι Μπόλντεν, Τζέλι Ρολ Μόρτον, Τζο «Κινγκ» Ολιβερ και Λούις Αρμστρονγκ, και συνδέθηκε με την πορεία και εξέλιξη πρωτοπόρων της μαύρης μουσικής όπως οι Ντιουκ Ελινγκτον, Τσάρλι Πάρκερ και Μάιλς Ντέιβις. Και όμως η πρώτη τζαζ ηχογράφηση, πριν από έναν αιώνα ακριβώς, το 1917, πραγματοποιήθηκε από μια λευκή πενταμελή μπάντα της Νέας Ορλεάνης, τους Original Dixieland Jazz Band.
Η τζαζ είναι αποτέλεσμα πρόσμειξης των αφρικανικών ρυθμών με την ευρωπαϊκή αρμονία και πιο συγκεκριμένα η δημιουργία ενός μωσαϊκού ήχων από τα ευρωπαϊκά εμβατήρια, τα μπλουζ, τα σπιρίτσουαλ, τη μίνστρελ και το ράγκταϊμ. Ολα αυτά τα είδη είχαν κάνει την εμφάνισή τους σε δεκάδες πόλεις της Αμερικής, όμως η Νέα Ορλεάνη ήταν το πολιτισμικό χωνευτήρι και δικαίως χρίζεται η γενέτειρα της τζαζ λόγω της κρεολικής κουλτούρας.
Το 1894 και το 1898 ψηφίστηκαν δύο νομοθετικά διατάγματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γέννηση της τζαζ. Εξαιτίας αυτών, οι φυλετικές διακρίσεις εντάθηκαν και τα πολιτικά δικαιώματα των Κρεολών ελαττώθηκαν σημαντικά, αναγκάζοντας τους περισσότερους να μετακομίσουν στη δυτική πλευρά της πόλης, όπου ζούσε ο μαύρος πληθυσμός. Ηταν η στιγμή που η εκλεπτυσμένη και αυστηρή μουσική παιδεία των Κρεολών θα συναντούσε τα μπλουζ, τα γκόσπελ και τον αυτοσχεδιασμό των μαύρων.
Οι πρωτοπόροι
Η τζαζ ήταν προ των πυλών, με πρωτοπόρους τον Μπάντι Μπόλντεν (ο πρώτος βασιλιάς της τζαζ της Νέας Ορλεάνης, ο οποίος κατέληξε σε ψυχιατρείο και δεν κατάφερε να ηχογραφήσει), τον Τζέλι Ρολ Μόρτον (απ’ τους κορυφαίους πιανίστες), τους Μπανκ Τζόνσον, Tζο «Κινγκ» Ολιβερ, Εντουαρντ «Κιντ» Ορι και Φρέντι Κέπαρντ.
Ο Φρέντι Κέπαρντ με την ορχήστρα του The Creole Band ήταν η πρώτη μπάντα της Νέας Ορλεάνης που περιόδευσε εκτός του αμερικανικού Νότου, το 1914. Δύο χρόνια αργότερα, στο Σικάγο υπήρχαν ήδη δύο λευκές ορχήστρες, οι Brown’s Dixieland Jass Band και Stein’s Dixieland Jass Band, που έπαιζαν τζαζ μουσική.
Την μπάντα του Τζόνι Στάιν ανακάλυψε σε ένα ταξίδι του στη Νέα Ορλεάνη ο λευκός τρομπετίστας Χάρι Τζέιμς, ιδιοκτήτης του Shiller’s Cafe, νυχτερινού κέντρου στο Σικάγο. Ο Τζέιμς γρήγορα αντελήφθη το εμπορικό όφελος της νέας μουσικής που έπαιζαν και τους πρόσφερε δουλειά στο Shiller’s Cafe. Το σχήμα κατέληξε να είναι ένα από τα καυτά ονόματα της νυχτερινής ζωής του Σικάγου, όμως παρόλο που η δημοτικότητά του συνεχώς αυξανόταν οι αποδοχές παρέμεναν στάσιμες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις προστριβές μέσα στην ορχήστρα και την τελική εκθρόνιση του Τζόνι Στάιν και την αντικατάσταση του ίδιου από τον κορνετίστα Ντομινίκ Λα Ρόκα και της ονομασίας σε Original Dixieland Jass Band.
Το νέο σχήμα παραιτήθηκε και έπιασε πρώτα δουλειά στο Del’ Abe Cafe και λίγο αργότερα στο Casino Gardens, δημοφιλές στέκι για τους ανθρώπους του θεάματος. Εκεί θα τραβήξουν την προσοχή του σπουδαίου τραγουδιστή και ηθοποιού Αλ Τζόλσον, ο οποίος θα τους βοηθήσει να βρουν δουλειά στο περίφημο εστιατόριο Reisenweber στη Νέα Υόρκη. Υπήρχε μια υπόσχεση για 750 δολάρια την εβδομάδα εάν κατάφερναν να κατακτήσουν το απαιτητικό κοινό της πόλης.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι Νεοϋορκέζοι έκαναν ουρές έξω απ’ το εστιατόριο, με τους New York Times να αποτυπώνουν την επιτυχία των ODJB με τα εξής λόγια: «Η πρώτη εντυπωσιακή μουσική καινοτομία του 1917. Η τζαζ μπάντα είναι η τελευταία τρέλα που σαρώνει το έθνος σαν μουσική καταιγίδα, δίνοντας νέα ζωή και συγκίνηση στον μοντέρνο χορό».
Η μπάντα έκανε πανικό πάνω στη σκηνή, φορούσαν ψηλά καπέλα όπου αναγραφόταν η λέξη «Dixie», έπαιζαν το τρομπόνι με το πόδι και είχαν ως σύνθημα «Ξεκούρδιστοι Αρμονιστές Παίζουν Πιπεράτες Μελωδίες». Η επιτυχία είχε συνεπάρει τόσο τον ηγέτη Λα Ρόκα, που άρχισε να διαδίδει πως ήταν ο εφευρέτης της τζαζ – βέβαια αυτό απείχε πολύ απ’ την πραγματικότητα.
Οι δισκογραφικές
Οπως ήταν φυσικό, οι δισκογραφικές εταιρείες έσπευσαν να εκμεταλλευτούν εμπορικά το φαινόμενο, προτείνοντας στους ODJB να ηχογραφήσουν τη μουσική τους. Η πρώτη τζαζ ηχογράφηση από λευκούς μουσικούς δεν ήταν απόρροια φυλετικών διακρίσεων. Το 1890 ο Τζορτζ Γ. Τζόνσον ήταν ο πρώτος μαύρος που ηχογραφήθηκε με το τραγούδι «The Laughting Song» και ο Φρέντι Κέπαρντ είχε απορρίψει την ευκαιρία με τον φόβο μήπως αντιγράψουν το ξεχωριστό μουσικό ύφος του.
Τον Ιανουάριο του 1917, η πρώτη εταιρεία που προσέγγισε τους ODJB για μια δοκιμαστική ηχογράφηση ήταν η Columbia, επέμεινε όμως να ηχογραφηθεί ένα στάνταρ κομμάτι στην κύρια πλευρά. Τελικά, το όλο εγχείρημα θεωρήθηκε αποτυχία και η εταιρεία αποφάσισε να μην υπογράψει την μπάντα. Οπως ήταν φυσικό, ο κυριότερος ανταγωνιστής της, η Victor Talking Machine, άδραξε την ευκαιρία και τους πρότεινε να επιλέξουν ελεύθερα το κομμάτι που θα ηχογραφήσουν.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1917, η ODJB με μουσικούς τον Νικ Λα Ρόκα στην κορνέτα, τον Λάρι Σιλντς στο κλαρινέτο, τον Εντι Εντουαρντς στο τρομπόνι, τον Χένρι Ράγκας στο πιάνο και τον Tόνι Σμπαρμπάρο στα ντραμς, ανέβηκε στον 12ο όροφο του κτιρίου επί της οδού 46 West 38th στο Μανχάταν και πραγματοποίησε την πρώτη τζαζ ηχογράφηση, με τα τραγούδια «Livery Stable Blues» και «Dixieland Jazz Band One-Step».
Τον επόμενο χρόνο, ο δίσκος πούλησε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα ξεπερνώντας σε πωλήσεις εμπορικούς καλλιτέχνες όπως ο Ενρίκο Καρούζο. Για τους μαύρους μουσικούς, οι ODJB ήταν μια συνηθισμένη μπάντα, σαν αυτοσχεδιαστές, όλοι τους πλην του κλαρινετίστα Λάρι Σιλντς ήταν μέτριοι. Η σημαντικότερη συμβολή της μπάντας στην ιστορία της τζαζ ήταν η απόδειξη πως η νέα μουσική είχε εμπορικό ενδιαφέρον, ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες για τους μαύρους μουσικούς,σηματοδοτώντας την αρχή μιας συναρπαστικής νέας εποχής – της εποχής της τζαζ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ