Της Δανάης Κολτσίδα
Τα καταστατικά των κομμάτων είναι πρωτίστως κείμενα πολιτικής δέσμευσης και συμφωνίας.
Επί της ουσίας δεν μου πέφτει λόγος φυσικά και δεν με ενδιαφέρει και ιδιαίτερα το θέμα. Αλλά ευκαιρίας δοθείσης, από καθαρή επαγγελματική διαστροφή, δεν μπορώ να μην πω μερικές σκέψεις με αφορμή την καθαίρεση Κασσελάκη και τα σχετικά του καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ…
1ον. Κανένα νομικό κείμενο (ούτε καν τα ίδια τα συντάγματα) δεν έχει κατορθώσει να προβλέψει εξαντλητικά τα πάντα. Είτε για λόγους αντικειμενικούς, μιας που η πραγματικότητα και η ποικιλία των ανθρώπινων και κοινωνικών περιστάσεων είναι τόσο πλούσια και διαρκώς εξελισσόμενη που δεν θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί, είτε για λόγους υποκειμενικούς, εξαιτίας παραλείψεων των συντακτών του εκάστοτε κανόνα. Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει για τα καταστατικά των κομμάτων που δεν είναι μόνο νομικά, αλλά είναι και πολιτικά κείμενα, συνήθως δε είναι αποτέλεσμα διαβούλευσης, τροποποιήσεων και συμβιβασμών εντός ενός συλλογικού σώματος (συνέδριο), με το πολιτικό διακύβευμα να προηγείται της νομικής ορθότητας και πληρότητας, ενώ συχνότατα οι συντάκτες τους ή αρκετοί εξ αυτών δεν είναι νομικοί. (Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει στην περίπτωση του καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ που γράφτηκε με άλλη αρχική λογική, η οποία άλλαξε άρδην στην πορεία του συνεδρίου του 2022).
2ον. Στο νομικό πεδίο, τα κενά αυτά είναι ο λόγος που υπάρχει η νομική επιστήμη, σε αντίθετη περίπτωση ο καθένας απλώς θα διάβαζε το νομικό κείμενο. Η ερμηνεία των κανόνων και η υπαγωγή κάθε πραγματικής περίπτωσης σε αυτούς είναι το αντικείμενο της νομικής επιστήμης. Κι εδώ, η ερμηνεία έχει διαφορετικές μεθόδους, αλλά καμία από αυτές δεν είναι αυθαίρετη.
Μία μέθοδος π.χ. είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων από τη σιωπή του νομικού κειμένου (argumento a silentio). Είναι π.χ. το επιχείρημα που πρότεινε ο κ. Κοντιάδης σε σχέση με τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ: αφού το καταστατικό δεν αναφέρει ρητά ότι ο πρόεδρος εκπίπτει αν ψηφιστεί πρόταση μομφής εναντίον του, τότε συνάγεται ότι αυτός δεν εκπίπτει. Στη βάση του επιχειρήματος αυτού βρίσκεται η υπόθεση ότι το κενό είναι ηθελημένο. Ότι ο συντάκτης του καταστατικού κανόνα εσκεμμένα δεν ανέφερε την έκπτωση γιατί δεν ήθελε αυτή να επέλθει.
Μία άλλη μέθοδος είναι η συστηματική ερμηνεία, που εντάσσει κάθε επιμέρους κανόνα στη συνολική λογική, στο συνολικό σύστημα κανόνων στο οποίο ανήκει, συνδυάζοντάς το και με άλλους κανόνες και επιχειρώντας έτσι να συμπληρώσει το κενό το οποίο θεωρεί ακούσιο. Αυτή π.χ. είναι η μέθοδος που επικαλείται ο Κ. Δουζίνας, ώστε να καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα για τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ: ότι αφού η Κεντρική Επιτροπή θεσπίζεται ως το ανώτατο όργανο μεταξύ συνεδρίων, η άρση της εμπιστοσύνης της προς τον πρόεδρο συνεπάγεται την έκπτωσή του, κατ’ αναλογία εξάλλου και όσων ισχύουν και στο κοινοβουλευτικό σύστημα.
Μία τρίτη μέθοδος, είναι η ιστορική ερμηνεία, ειδικά ενόψει του γεγονότος ότι από την ψήφιση του καταστατικού αυτού το 2022 δεν έχει μεσολαβήσει ικανός χρόνος ώστε να ισχυριστεί κανείς ότι άλλαξαν τα δεδομένα που είχαν υπόψη τους όσοι συνέταξαν και όσοι ψήφισαν το καταστατικό. Και, αν θυμάμαι καλά τις συζητήσεις που συνόδευσαν την εκλογή του προέδρου από τη βάση και τη σχετική αντιπαράθεση, η δικλείδα αυτή θεωρήθηκε ακριβώς η απάντηση στον κίνδυνο ένας πρόεδρος να είναι ανεξέλεγκτος και τέθηκε ρητά προκειμένου η ΚΕ να μπορεί να “ρίξει” τον πρόεδρο και να προκαλέσει νέα προεδρική εκλογή. Εκλογή η οποία, βάσει του καταστατικού, έπεται πάντα ενός συνεδρίου, για να μην είναι η επιλογή του προσώπου του αρχηγού ξεκομμένη από την πολιτική συζήτηση. Με βάση αυτή την ερμηνεία, θεωρώ ότι θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όχι απλώς ο πρόεδρος εκπίπτει, αλλά το συνέδριο δεσμεύεται καταστατικά να προκηρύξει νέα προεδρική εκλογή (δεν μπορεί δηλαδή να πει “ακυρώνω τη μομφή της ΚΕ”), εκτός αν αλλάξει το καταστατικό.
3ον. Έχοντας πει αυτά, θα επιμείνω ωστόσο ότι τα θέματα είναι πολιτικά και ότι τα καταστατικά των κομμάτων είναι πρωτίστως κείμενα πολιτικής δέσμευσης και συμφωνίας. Στον δε ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ένα πολύ πρόσφατο πολιτικό προηγούμενο: Το 2023 ο Αλέξης Τσίπρας υπέβαλε την παραίτησή του αυτοβούλως – δεν καθαιρέθηκε από κανέναν, δεν ζητήθηκε η παραίτησή του από κανέναν, δεν αμφισβητήθηκε η νομιμοποίησή του από κανέναν. Παρ’ όλα αυτά (και σωστά κατά τη γνώμη μου), επέλεξε -επιδεικνύοντας πολιτική αξιοπρέπεια- να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του προέδρου, παρά το γεγονός ότι τύποις παρέμενε στη θέση του. Είναι λοιπόν κατ’ εμέ τουλάχιστον πολιτικά προβληματικό, αφήνοντας τα νομικά στην άκρη, να επιζητά να παραμείνει στη θέση του (ουσία και όχι τύποις) και να παίρνει πολιτικές (και διοικητικές, από τη στιγμή που τα οικονομικά του κόμματος έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της εσωκομματικής αντιπαράθεσης) αποφάσεις ένας πρόεδρος σε βάρος του οποίου υποβλήθηκε και υπερψηφίστηκε πρόταση μομφής από το ανώτατο κομματικό όργανο. Εμμέσως άλλωστε αυτό αναγνώρισε ο ίδιος ο κ. Κασσελάκης, όταν αποχώρησε από τη συνεδρίαση και από το γραφείο του μετά την ευδοκίμηση της μομφής, καθώς και με τη μαζική παραίτηση των άμεσων συνεργατών του.
4ον. Στην άποψη, τέλος, ότι τα θέματα της λειτουργίας των κομμάτων είναι πρωτίστως πολιτικά κατατείνει άλλωστε και το γεγονός ότι στην Ελλάδα για ιστορικούς λόγους, καλώς ή κακώς, το πεδίο των πολιτικών κομμάτων παραμένει σκοπίμως στην ελάχιστη αναγκαία ρύθμιση. Η χώρα μας, έχοντας την εμπειρία επάλληλων δικτατοριών και μιας μακράς περιόδου “καχεκτικής δημοκρατίας”, την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος “και των παραφυάδων αυτού” και τις πολιτικές διώξεις, επέλεξε -σε αντίθεση με άλλες χώρες- να μην έχει ένα εξαντλητικό θεσμικό νομοθέτημα για τα πολιτικά κόμματα, παρά μόνο τις ελάχιστες εκείνες διατάξεις που απαιτούνται για τη νόμιμη λειτουργία τους (νομική προσωπικότητα, συναλλαγές, χρηματοδότηση). Με άλλα λόγια, το ίδιο το σύνταγμα στο άρθρο 29 και η βουλή μέχρι και σήμερα έχει αποφύγει να παρέμβει με υποχρεωτικούς κανόνες στη λειτουργία των κομμάτων, αφήνοντας στην εθελοντική συλλογική πολιτική δέσμευση των μελών τους τα της εσωτερικής λειτουργίας τους.
(Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός, πολιτικός επιστήμονας)
ΑΠΟ ΤΟ DNEWS