Η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας – Η Βουλή καλείται να κινήσει τη διαδικασία εκλογής έως τις 13 Φεβρουαρίου 2025

Η θητεία της νυν Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, η οποία εξελέγη το 2020 ολοκληρώνεται στις 13 Μαρτίου 2025. Η διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου πρέπει να ξεκινήσει τουλάχιστον έναν μήνα πριν τη λήξη της θητείας. Επομένως, η Βουλή των Ελλήνων καλείται να κινήσει τη διαδικασία εκλογής έως τις 13 Φεβρουαρίου 2025.

Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Συντάγματος, η διαδικασία εκλογής Προέδρου έχει ως εξής:

  1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. Σε περίπτωση οριστικής αδυναμίας του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, κατά τους ορισμούς του άρθρου 34 παράγραφος 2, καθώς επίσης και σε περίπτωση που ο Πρόεδρος παραιτηθεί, πεθάνει ή κηρυχθεί έκπτωτος κατά τις διατάξεις του Συντάγματος, η συνεδρίαση της Βουλής για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας συγκαλείται μέσα σε δέκα ημέρες το αργότερο αφότου έληξε πρόωρα η θητεία του προηγούμενου Προέδρου.
  2. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται σε κάθε περίπτωση για πλήρη θητεία.
  3. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών (200 βουλευτές)
  4. Αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται, με την ανάγκη συγκέντρωσης της ίδιας πλειοψηφίας, ύστερα από πέντε ημέρες. Αν δεν επιτευχθεί ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία η οριζόμενη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ακόμη μία φορά ύστερα από πέντε ημέρες, οπότε εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180 βουλευτών).
  5. Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (150 βουλευτών). Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία (120 βουλευτών). Σε περίπτωση ισοψηφίας εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην πρώτη ψηφοφορία της προηγούμενης παραγράφου.
  6. Αν η Βουλή είναι απούσα, συγκαλείται εκτάκτως για να εκλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά τους ορισμούς της παραγράφου 4.
    Αν η Βουλή έχει διαλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας αναβάλλεται ώσπου να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Βουλή και μέσα σε είκοσι ημέρες, το αργότερο, από τη συγκρότησή της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4, αφού τηρηθούν και οι ορισμοί της παραγράφου 1 του άρθρου 34.
  7. Αν η διαδικασία για την εκλογή νέου Προέδρου, που ορίζεται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν περατωθεί εγκαίρως, ο ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη λήξη της θητείας του ώσπου να αναδειχθεί νέος Πρόεδρος.

Τα προσόντα εκλογιμότητας

Σύμφωνα με το άρθρο 31, τα προσόντα που πρέπει να συγκεντρώνει ο Πρόεδρος είναι τέσσερα:

  • Η ελληνική ιθαγένεια, η οποία πρέπει να έχει αποκτηθεί πέντε τουλάχιστον χρόνια πριν από την εκλογή.
  • Η ελληνική καταγωγή, από τον πατέρα ή τη μητέρα.
  • Η συμπλήρωση του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας κατά την ημέρα της εκλογής.
  • Η νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν (ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα).

Η θητεία του

Σύμφωνα με το άρθρο 30, η θητεία του Προέδρου είναι πενταετής και παρατείνεται σε δύο περιπτώσεις:

  • Σε περίπτωση πολέμου, έως τη λήξη του.
  • Σε περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου δεν περατωθεί εγκαίρως, έως την ανάδειξη του νέου Προέδρου.

Σημειώνεται ότι το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.

Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποτελεί τον ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Στις μεταρρυθμίσεις του Συντάγματος, το 1986 ο/η Πρόεδρος έγινε συμβολικός αρχηγός του κράτους, που εκπροσωπεί την Ελλάδα στις διεθνείς σχέσεις και στις τελετουργικές λειτουργίες.

Το Σύνταγμα αναθέτει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την εκτέλεση των νόμων με τη σύμπραξη του αρμοδίου Υπουργού που προτείνει και προσυπογράφει. Για την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας δεν απαιτείται εξουσιοδότηση του κοινού νομοθέτη. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει το δικαίωμα στην νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά υπογράφει νόμους που ψηφίζονται από τη Βουλή. Μπορεί να ζητήσει επανεξέταση, εάν έχει αντιρρήσεις, με τη Βουλή να διατηρεί το δικαίωμα να παρακάμψει αυτό το αίτημα με απλή πλειοψηφία.

Δεν διορίζει δικαστές, δεν μπορεί να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας (πολέμου, επιστράτευσης ή άμεσης απειλής της εθνικής σαφάλειας) και να προκηρύξει δημοψήφισμα, δίχως την έγκριση του Κοινοβουλίου.

Έχει το δικαίωμα απονομής χάριτος, να μετατρέπει ή να μετριάζει τις ποινές που επιβάλλονται από τα δικαστήρια και να αίρει τις κάθε είδους έννομες συνέπειες των ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη του Συμβουλίου Χαρίτων.

Εν τω μεταξύ, μπορεί να απονέμει χάρη σε Υπουργό που καταδικάσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό ασκείται μόνο μετά τη συγκατάθεση της Βουλής.