Του Μάνου Στεφανίδη
Κούνδουρος, Το σινεμά σαν ζωγραφική
Η Μαγική Πόλις (1954) και ο Δράκος (1956) ήταν ταινίες που ξεκινούσαν από τον νεορεαλισμό για να γίνουν τα πάντα! Και δράμα και σάτιρα, και θρίλερ και slapstick κλπ. και να καταλήξουν – ειδικά ο Δράκος – σε μιούζικαλ!
Ανατροπή δηλαδή όλων των γνωστών ειδών από έναν αρχάριο αυτοδίδακτο σκηνοθέτη μέσα από μία ενδοσκοπική, κινηματογραφική ματιά. Ένα εικαστικό βλέμμα στο επίπεδο, μονοσήμαντο ελληνικό σινεμά. Στην παράδοση του Φελλίνι και του Μίκλος Γιάντσο. Αυτή είναι η πιο μεγάλη προσφορά του. Θυμάμαι την χαρά που έκανε, όταν στήσαμε την έκθεση των ζωγραφικών του έργων στον ΑΚΤΟ το 2012… Χρόνια, επίσης, συζητούσαμε να γίνει κάτι πιο οργανωμένο σχετικά στο Μουσείο Μπενάκη, στην Κουμπάρη. Κι αυτή όμως η υπεσχημένη εξ επίσημων χειλέων έκθεση ακολούθησε την τύχη των άλλων, ματαιωμένων εκθέσεων του Διαμαντή Διαμαντόπουλου και του Σταύρου Ιωάννου. Τι λυπηρό!
Η προϊούσα παρακμή του Μουσείου Μπενάκη δεν οφείλεται, νομίζω, μόνο στα οικονομικά του προβλήματα αλλά και στο ότι απομακρύνεται από τους δημιουργούς και τις ιδέες τους για να εναγκαλιστεί τεχνοκράτες και … “πρότζεκτ”. Γαλλόφωνους ή μη. Ξεφεύγοντας από την παράδοση που το κατέστησε κορυφαίο στην Ελλάδα και τον κόσμο. Ακούει κανείς;
ΥΓ. Αυτό που με γοήτευε ανέκαθεν στον αριστοκράτη Νίκο ήταν η ριζιμιά λαϊκότητα του παρά τις μεγαλοαστικές του ρίζες. Αλλά και ο ασυμβίβαστος πόλεμος που είχε κηρύξει εναντίον των πολιτικάντηδων – μεταπρατών της Παράδοσης, δεξιών και αριστερών. Αναρχικός και ποιητής ο ίδιος σιχαινόταν τους δήθεν, τους ανάρχιδους και τους προσκυνημένους.
Λεπτομέρεια : Στο σπίτι του δεν κλείδωνε ποτέ. Αισθανόταν άτρωτος σαν να βρισκόταν σε μια σπηλιά του Ψηλορείτη. Μέχρι που μπήκαν οι θρασύδειλοι Αλβανοί ληστές και τον σακάτεψαν. Αλλά και τότε δεμένος και χτυπημένος τους έβριζε και δεν “συνεργάστηκε” μαζί τους για να σωθεί. Όμως εκείνο το “τραύμα” τον διέλυσε επειδή αισθάνθηκε ταπεινωμένος. Δεν ήταν πια ο ίδιος. Το έβλεπε κανείς στο βλέμμα του. Τότε ήταν που “πέθανε” για πρώτη φορά. Χτες ήταν η δεύτερη. Αυτός υπήρξε ο Νίκος Κούνδουρος από τον Άγιο Νικόλαο Σητείας : Ξεροκέφαλος, απόλυτος, προικισμένος, δύσκολος, παιδικός, ερωτικός – πάντα μια ανοιχτή αγκαλιά – ως το τέλος. Αυθεντικός, με έναν λόγο.
Από την Μακρόνησο ως το πιο μακρινό αστέρι ήξερε να βρίσκει τα χρώματα της Ελευθερίας ακόμη και στα πιο πικρά χώματα. Ακόμη και στην εξορία. ( …και να μην βγουν τώρα να καπηλευτούν το όνομα του τα γνωστά θρασίμια της δημοσιότητας γιατί ο Νίκος δεν το χει σε τίποτα να σηκωθεί και να τους αρχίσει με την μαγκούρα )!
Πού πήγαν οι διανοούμενοι;
Ο Κούνδουρος πάνω από όλα ήταν ένας ασυμβίβαστος και υπεροπτικά επιθετικός προς κάθε μορφή εξουσίας διανοούμενος. Κρητικός και κριτικός εμμονικός! Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να γίνει αντικείμενο καπηλείας από κανέναν. Ούτε πολιτικό ούτε πολιτιστικό παράγοντα. Ένας διανοούμενος δημιουργός που ούτε φυγομάχησε ούτε βολεύτηκε. Όπως είναι ο γραικυλικός συρμός.
Χτες, νεκρολογώντας τον Νίκο με τον Καραμπελιά στον Ιανό αναφερθήκαμε στην κατάθλιψη που μαστίζει τον τόπο αλλά και στην απουσία των οργανικών διανοουμένων οι οποίοι μη έχοντας πλέον σήμερα ρόλο – εφόσον το Σύστημα κατέρρευσε – σεμνοπρεπώς διακόπτουν.
Επιτρέψτε μου εδώ να πω ότι την καταραμένη κατάθλιψη την ένιωθα έντονα από τα τέλη του ’90…
Μόλις το 2004, παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων, στο απόγειο δηλαδή της εθνικής επιτυχίας και αυτοϊκανοποίησης, εξέδωσα από τις εκδόσεις του Αντί το βιβλίο μου “Ο Πολιτισμός στην εποχή της μελαγχολίας” σε πρόλογο του Αντώνη Καρκαγιάννη.
Τότε δεν πολυκατάλαβα τον Κούνδουρο όταν μου είπε στη παρουσίαση του βιβλίου : “Ξαναζούμε μωρέ την Μακρόνησο αλλιώς”.
Τουλάχιστον αυτός από τότε καταλάβαινε την εξέλιξη του δράματος. Τώρα την καταλαβαίνω κι εγώ…Την καταλαβαίνουμε όλοι, οδυνηρά στο πετσί μας.