Του Διογένη Λόππα
Η περίπλοκη, όπως εξελίσσεται, ουκρανική κρίση είχε από την αρχή δύο βασικές στρατηγικές επιλογές, αναλύοντας τα πράγματα από τη σκοπιά των συμφερόντων της Ε.Ε.:
- Την άμεση στρατιωτική εμπλοκή, από την πρώτη μέρα της βάρβαρης εισβολής, με την επιβολή (μαζί με το ΝΑΤΟ) μιας no fly zone που θα δημιουργούσε ελπίδες στους αποφασισμένους Ουκρανούς
- Την άμεση απαγκίστρωση από τις ΗΠΑ και την επιβολή (στους Ουκρανούς) διπλωματικής λύσης στη βάση των συμφωνιών του Μινσκ και καθεστώς ουδετερότητας, ήδη από τη στιγμή της ρίψης της πρώτης ρωσικής οβίδας, σε περίπτωση που είχε αποκλειστεί η πρώτη επιλογή (χρήση βίας).
Οτιδήποτε άλλο, θα ήταν μακροπρόθεσμα επιζήμιο, σε κρίσιμο μάλιστα βαθμό, για τα στοιχειώδη συμφέροντα των Ευρωπαίων.
Αυτή η elementary θουκυδιδική αρχή που διαπερνά οριζοντίως την αγαπημένη realpolitik των Γερμανών, αγνοήθηκε επιδεικτικά και σήμερα η Ε.Ε. Βρίσκεται ενώπιον μιας διαλυτικής κρίσης με πολύπλοκες διαδραστικές επεκτάσεις που επηρεάζουν την οικονομία, την ασφάλεια, αλλά και τις ίδιες τις πολιτικές ισορροπίες στο εσωτερικό των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, με πρώτο θύμα τη Γαλλία, που λίγες ημέρες πριν τις κρίσιμες προεδρικές εκλογές βλέπει τη Λεπέν με βορειοκορεατικά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις (και με ανοδικές μάλιστα τάσεις), όσο ανεβαίνει το κόστος ζωής των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων.
Κανένας δεν κατάλαβε για ποιο ακριβώς λόγο η Ευρώπη έπρεπε να συρθεί πίσω από τα βιτριολικά σχέδια των πολεμοκάπηλων δημοκρατικών, σε έναν proxy war που μετά τις αποκαλύψεις για τα πεπραγμένα της οικογένειας του Αμερικανού προέδρου, τείνει από πόλεμος του Πούτιν, να μείνει στην ιστορία ως ο προσωπικός πόλεμος των Μπάιντεν. Γιατί, παρά την καθολική αφασία της προπαγάνδας και τις όμορφες διηγήσεις για τους κακούς Ρώσους που βρήκαν το δάσκαλό τους απέναντι στους ήρωες του ελεύθερου κόσμου, ο χάρτης επί του πεδίου έχει, δυστυχώς, διαφορετική άποψη, όπως πολύ ψύχραιμα αναλύει σε διπλανό άρθρο ο πάντοτε έγκυρος Βαγγέλης Χωραφάς. Άρα παραμένει επίκαιρο το ερώτημα που θέσαμε εξαρχής, δηλαδή, δεχόμενοι ως δεδομένο ότι το ΝΑΤΟ δε θα βοηθούσε την Ουκρανία, γιατί θα έπρεπε να καταστραφεί η χώρα, να έχουμε εκατόμβες νεκρών και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε απόγνωση μπροστά σε έναν αρμαγεδδώνα ακρίβειας και ένα προσφυγικό τσουνάμι, μόνο και μόνο για να δεχθούμε τελικά χειρότερους όρους από αυτούς που μας πρόσφερε το Κρεμλίνο πριν την έναρξη της εισβολής.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε την εξιστόρηση από τον Θουκυδίδη της περιπέτειας της Τορώνης, μιας ακμάζουσας πόλης στη Χαλκιδική, που βρέθηκε στο μέσο της αντιπαράθεσης μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Η Τορώνη λοιπόν, με την παρότρυνση των Σπαρτιατών, αποφάσισε να αποστατήσει από την Αθηναϊκή συμμαχία, με αποτέλεσμα να δεχθεί τη μήνη των Αθηναίων. Η Σπάρτη παρόλα αυτά τήρησε τις δεσμεύσεις και τις υποσχέσεις της και με ίδιες δυνάμεις υπεράσπισε την πόλη. Πλην όμως, η Σπάρτη ενώ κέρδιζε στο βορρά, είχε σοβαρά προβλήματα στο νότο, όπου κάποιοι Σπαρτιάτες Όμοιοι είχαν αιχμαλωτιστεί στη Σφακτηρία, Έτσι αποφάσισε τελικά να συνάψει ειρήνη με την Αθήνα. Ο βασικός όρος της ειρήνης ήταν ότι η κατάσταση επί του πεδίου θα επανέρχονταν στο status quo ante, δηλαδή θα επιστρέφονταν στους Αθηναίους οι πόλεις που είχαν αποστατήσει. Έτσι οι δυστυχείς Τορωναίοι παρέμειναν με το μεσαίο δάκτυλο σηκωμένο απέναντι στην Αθήνα, αλλά χωρίς τη Σπαρτιατική φρουρά που εν τω μεταξύ είχε αποχωρήσει βάσει της συνθήκης. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τι επακολούθησε…
Τα γράφω όλα αυτά, γιατί η κατάσταση στην Ουκρανία συνδέεται άμεσα με τις ισορροπίες στο εσωτερικό της υπερδύναμης και τείνει να μετατραπεί σε ένα πρώτης τάξεως τρόπαιο ανάμεσα στους δημοκρατικούς και τους ρεπουμπλικάνους. Εν συντομία αναφέρω ότι το ζήτημα της αντιμετώπισης της Ρωσίας είναι ίσως το μεγαλύτερο αγκάθι ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας: Οι δημοκρατικοί τάσσονται αναφανδόν υπέρ της διάλυσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας με κάθε μέσο (ακόμα και με απευθείας στρατιωτική αντιπαράθεση), οι δε ρεπουμπλικάνοι υποστηρίζουν ότι η Ρωσία πρέπει να μετατραπεί σε εταίρο των ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η Κίνα.
Η Ευρώπη και μαζί και η ταλαίπωρη Ελληνική κυβέρνηση, παίρνοντας τόσο ανοιχτά το μέρος των ΗΠΑ, συντάσσονται με τους πολεμοκάπηλους, αναλαμβάνοντας ένα τεράστιο ρίσκο, το οποίο έχει αρχίσει να γίνεται ορατό και θυμίζει κάτι από Τορώνη. Και αυτό γιατί η δημοτικότητα του συμπαθούς Αμερικανού προέδρου, εξαιτίας του πολέμου και των συνεπειών του στην τσέπη του μέσου Αμερικανού, έχει απλά εξαφανισθεί λίγο πριν τις ενδιάμεσες εκλογές, που όπως φαίνεται θα οδηγήσουν σε αμιγώς ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο, στρώνοντας το δρόμο για την επανεκλογή Τραμπ, η οποία επανεκλογή Τραμπ με τη σειρά της θα οδηγήσει μαθηματικά σε αλλαγή στάσης απέναντι στη Ρωσία.
Έτσι διαφαίνεται ότι η Ευρώπη θα μείνει με το μεσαίο δάκτυλο σηκωμένο, αλλά χωρίς την αμερικανική υποστήριξη, σε έναν πόλεμο που άλλος ξεκίνησε και άλλος πληρώνει. Και όταν μιλάμε για την Ευρώπη, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι δε μιλάμε για κάποια αόριστη αυταρχική χώρα που κάποιος παίρνει ψύχραιμες στρατηγικές αποφάσεις, αλλά για μια ένωση δημοκρατικών κοινωνιών, όπου οι αντιδράσεις των συνδικάτων, των ενώσεων αλλά και πολλές φορές των απλών πολιτών, ακόμα και αν εκδηλώνονται εν θερμώ, μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε δυσάρεστες πολιτικές ανατροπές.
Τώρα οι Ευρωπαίοι ηγέτες, προσπαθούν να διορθώσουν ένα λάθος με ένα νέο λάθος, καθώς η αρχική βιασύνη τους να πάρουν θέση με επιθετικό τρόπο, τους έχει εγκλωβίσει μέσα σε μια παρτίδα πόκερ που αδυνατούν όχι μόνο να κερδίσουν, αλλά ακόμα και να κατανοήσουν. Αγνοώντας την πολύτιμη αξία της ψυχρής ουδετερότητας (τη γνώση της οποίας κατείχαν και εφάρμοσαν άμεσα μεγάλες χώρες όπως η Ινδία, η Νότιος Αφρική, η Βραζιλία, το Ισραήλ και η Τουρκία), ενεπλάκησαν οικειοθελώς σε μια κούρσα ρωσοφοβίας, έστειλαν πολεμικό υλικό σε εμπλεκόμενο μέρος και έφθασαν μέχρι του σημείου να εμπλέξουν ιδιωτικές εταιρίες (συνήθως από αυτές που σιτίζονται από το κρατικό χρήμα) οι οποίες εν είδη μόδας και δήθεν μοντέρνου μάρκετινγκ στριμώχνονται είτε προς την έξοδο από τη ρωσική αγορά, είτε προς δράσεις κάθε είδους υπέρ της Ουκρανίας.
Αντί τώρα να κατανοήσουν το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκαν και να προσπαθήσουν να απεμπλακούν, μπροστά στον κίνδυνο (που εγκαίρως είχαμε επισημάνει η στήλη) να κλείσουν οι Ρώσοι μόνοι τους τη στρόφιγγα, διαπράττουν ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος αρνούμενοι να εναρμονιστούν με τις απαιτήσεις της Gazprom, πιστεύοντας ανοήτως ότι η κοινή γνώμη των χωρών τους είναι έτοιμη να θυσιάσει βασικές της συνθήκες διαβίωσης για τον πόλεμο των Μπάιντεν.
Παρόλο που ήδη υπάρχουν τρανά παραδείγματα για τις πραγματικές προθέσεις της κοινής γνώμης (βλέπε Brexit, Τραμπ, ελληνικό δημοψήφισμα), συνεχίζουν να αεροβατούν, θέτοντας σε σοβαρότατο κίνδυνο την ίδια την κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό των χωρών της Ε.Ε. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα, η κοινή γνώμη της οποίας έχει και κάποιους συναισθηματικούς δεσμούς με τον επιτιθέμενο και επίσης ισχυρότερα αντανακλαστικά υπέρ της ειρήνης, πράγμα που αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις και στις πολιτιστικές δράσεις. Αναφέρομαι κυριότερα στην κοινή γνώμη των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπου η πάλαι ποτέ μεσαία τάξη, που σήμερα φλερτάρει επικίνδυνα με την απόλυτη μιζέρια και την απόλυτη έλλειψη προσδοκιών, βρίσκεται ενώπιον τετραπλής απειλής: Ένα μαζικό κύμα προσφύγων, πάνω στο προηγούμενο, άδεια ράφια σε άλευρα και λάδια που όταν γεμίζουν έχουν διπλάσια τιμή, απαγορευτικό κόστος ιδιωτικής μετακίνησης και θέρμανσης και βέβαια (ιδίως για τους Γερμανούς) το φάντασμα του πληθωρισμού (και της Βαϊμάρης) απειλητικό πάνω από τις πόλεις τους, σαν ταινία τρόμου.
Την ίδια ώρα, παρακολουθούν έκπληκτοι, το ίδιο ακριβώς σύστημα που τους ενέπλεξε σε προηγούμενες περιπέτειες, να τους προπαγανδίζει νυχθημερόν με τα δίκαια της Ουκρανίας. Μπαίνουν στα μαγαζιά και βλέπουν εμπορικές καμπάνιες για την Ουκρανία, πολιτικούς που εμφανίζονται με ουκρανικές σημαίες στο πέτο και αφόρητους μονολόγους στις τηλεοράσεις που αναλύουν με λαγνεία τις ρωσικές στρατιωτικές αποτυχίες. Στο τέλος πολύ φοβάμαι ότι με τον τρόπο αυτό, θα χαθεί και το δίκιο που πραγματικά έχουν οι Ουκρανοί με το μέρος τους, μόνο και μόνο γιατί κάποιοι τους ταυτίζουν με τους γνωστούς δυνάστες της δύσης, με το ίδιο σύστημα του γυάλινου πύργου που στο όνομα μιας κάποιας ελευθερίας, που σπάνια παρέχει, απαιτεί συνεχώς θυσίες, αφαίρεση κεκτημένων, μιζέρια για τους πολλούς και καλοπέραση για τους λίγους.
Κλείνοντας, θα ήθελα ακόμα μια φορά να υπερτονίσω την ανάγκη κάθε Έλληνας, ανεξαρτήτως συμπαθειών, θρησκευτικών πεποιθήσεων και πολιτικής τοποθέτησης, να αναλογιστεί πόσο σημαντική είναι η καθολική καταδίκη της ρωσικής εισβολής. Γιατί τα επιχειρήματα και οι προφάσεις της εισβολής ταυτίζονται ανατριχιαστικά με τα αντίστοιχα τουρκικά, απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο. Και γιατί η διαφαινόμενη, δυστυχώς, ”λύση” του Ουκρανικού, πιθανότατα θα είναι μια διζωνική ομοσπονδία, μια λύση που θα δημιουργήσει δυσάρεστα τετελεσμένα, νομιμοποιημένα από τη διεθνή κοινότητα.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Ουκρανία δεν είναι ένα φιλικό προς τη χώρα μας κράτος, καθώς συνεργάζεται με μη αποδεκτό τρόπο με την Τουρκία, αποδέχεται τις πειρατικές πρακτικές της χώρας αυτής, όπως αποδέχεται και τις εγγυήσεις της. Και την ίδια ώρα που δέχεται ελληνική και ευρωπαϊκή στρατιωτική βοήθεια, προμηθεύει με τεχνογνωσία και κινητήρες την πολεμική βιομηχανία της Τουρκίας, ουσιαστικά εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Για αυτό πρέπει κάποτε και οι ηγέτες μας να ανακαλύψουν την κρυφή γοητεία της ουδετερότητας. Και έχουν όλα τα δίκαια της γης για να την εφαρμόσουν.
Εκτός αν ο πρόεδρος-ήρωας των ημερών μας, πριν καταχειροκροτηθεί από την ελληνική βουλή, βρει δυο καλά λόγια για την Κύπρο, καταδικάσει την τουρκική κατοχή, μεσολαβήσει για την απόσυρση του στρατού κατοχής και δεσμευθεί ότι θα θέσει όρο στην Τουρκία, ότι τα drones συμπαραγωγής των δύο χωρών, δε θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ελλάδας. Πολύ φοβάμαι όμως, ότι αυτά τα αυτονόητα, σύμφωνα με το σκεπτικό των Ουκρανών όταν αναφέρονται στη χώρα τους, δε θα ειπωθούν ποτέ, για να μη δυσαρεστηθεί ο έτερος χασάπης της γειτονιάς.