
Του Απόστολου Λουλουδάκη
“Οι φιλόσοφοι εξήγησαν τον κόσμο με πολλούς τρόπους· το ζήτημα, ωστόσο, είναι να τον αλλάξουμε. Και οι πολιτικοί το ξέχασαν.”
– Η ξεχασμένη θέση για τον Φόιερμπαχ
Μετά την ανάγνωση της συνέντευξης Τσίπρα, ο Μαρξ έστειλε αμέσως αυτή την επιστολή, ως πρώτη αντίδραση στα όσα διάβασε στον φίλο του Φρίντριχ Ένγκελς.
Lieber Freund,
Υπάρχουν εποχές όπου η πολιτική μεταμφιέζεται σε ηθική, κι η ηθική σε διαφημιστική καμπάνια.
Σε τέτοιες εποχές, ο λόγος των ηγετών μοιάζει να υπόσχεται μεταμόρφωση, ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνει παρά να λειαίνει τις άκρες του υπάρχοντος. Η Αριστερά της μετάνοιας ανακαλύπτει ξανά τον εαυτό της σε κάθε ήττα: λίγο πιο καθαρή, λίγο πιο συναισθηματική, λίγο πιο χρήσιμη στο κεφάλαιο που υποτίθεται πως πολεμά.
Ο κ. Τσίπρας μάς μιλά για “σοκ εντιμότητας”, “πατριωτισμό της ευθύνης” και “πορεία στον λαό”. Επαναλαμβάνει, με τη σιγουριά του παλαιού ρήτορα, τις ίδιες λέξεις που το σύστημα έχει μάθει να αποστειρώνει. Κι όμως — πίσω από αυτές τις λέξεις δεν κρύβεται η ανάσταση της πολιτικής, αλλά η συνέχειά της: η ήρεμη, ευπρεπής συνδιαλλαγή με το κεφάλαιο των εφοπλιστών και των μέσων.
Η εποχή ζητά πράξεις, όχι μεταφορές. Ζητά να ειπωθεί το όνομα των ισχυρών, να αποκαλυφθεί ο μηχανισμός της εξουσίας, να κοπεί η εξάρτηση από την οικονομική πατρωνία που χρηματοδοτεί τη σιωπή.
Αυτό το κείμενο δεν είναι προκήρυξη· είναι ανατομία. Όπως στην Μιζέρια της Φιλοσοφίας δεν ασχολήθηκα με τη σκιά αλλά με το σώμα της ιδεολογίας, έτσι κι εδώ δεν θα αναλύσω την προσωπικότητα ενός πολιτικού, αλλά τη λογική του συστήματος που του επιτρέπει να υπάρχει.
Σου γράφω για μια χώρα όπου η πολιτική έχει ξαναβρεί τον εαυτό της σε έναν καθρέφτη που αντανακλά όχι την κοινωνία, αλλά τις προσδοκίες της. Οι λέξεις “Δικαιοσύνη”, “Πατριωτισμός”, “Λαϊκή Συμμετοχή” κυκλοφορούν σαν σκελετοί, ενώ η σάρκα της πραγματικής εξουσίας παραμένει ανέγγιχτη. Μου φαίνεται πως η Αριστερά, όπως την γνωρίσαμε, έχει ανακαλυφθεί ξανά σε κάθε της ήττα: λίγο πιο ηθική, λίγο πιο συμβολική, λίγο πιο χρήσιμη στο κεφάλαιο που υποτίθεται πως πολεμά.
Η υπόθεση που με ενδιαφέρει δεν είναι το πρόσωπο που μιλά, αλλά η λογική που επιτρέπει σε έναν πολιτικό να μιλάει για “λαό” και “ανατροπή” ενώ στην ουσία υπηρετεί τις δομές που τον στηρίζουν. Όπως κάποτε στο Παρίσι, έτσι κι εδώ, η πολιτική μεταμφιέζεται σε ηθική και η ηθική σε διαφήμιση. Θέλω να σου δείξω τι κρύβεται πίσω από αυτή τη μεταμφίεση, πώς η εξουσία του κεφαλαίου παραμένει αόρατη, και πώς η λαϊκή συμμετοχή περιορίζεται σε ηθικό και συμβολικό επίπεδο.
Όπως έκανα στη Μιζέρια της Φιλοσοφίας, δεν πρόκειται να αναλύσω απλώς τις λέξεις, αλλά τη λογική που τις παράγει και τις καθιστά χρήσιμες για τη διατήρηση του συστήματος. Εδώ, όπως τότε, Η διαλεκτική δεν χαρίζεται στην καλή πρόθεση. Αν δεν ονομάσεις τον εχθρό σου, εργάζεσαι γι’ αυτόν.
Όταν ένας άνθρωπος που υπήρξε πρωθυπουργός μιας χώρας ανακαλύπτει ξανά τη φωνή του «λαού», το γεγονός αξίζει τουλάχιστον κοινωνιολογικής παρατήρησης. Διότι ο κ. Τσίπρας, στο τελευταίο του ευαγγέλιο προς το έθνος, φαίνεται να θυμήθηκε εκ των υστέρων ότι υπάρχει λαός, υπάρχουν πολλοί, υπάρχει “αδικία” και “διαφθορά”. Ο πρώην υπηρέτης των θεσμών της Ευρώπης, των δανειστών και των τραπεζών, επιστρέφει ως προφήτης μιας ηθικής αναγέννησης — όχι, βεβαίως, της κοινωνίας, αλλά της εικόνας του.
Ηθική, διαφάνεια, αξιοπρέπεια — να οι νέες λέξεις του πολιτικού ευαγγελίου. Μα πού χάθηκαν οι παλιές, οι πραγματικές: εργασία, παραγωγή, ιδιοκτησία, τάξη;
Ο κ. Τσίπρας δεν τις προφέρει. Δεν είναι τυχαίο. Διότι, όπως ακριβώς ο κ. Προυντόν στη Φιλοσοφία της Μιζέριας, έτσι κι εκείνος, ανακαλύπτει το πρόβλημα όχι στις σχέσεις παραγωγής, αλλά στη συνείδηση των ανθρώπων. “Αν αλλάξουμε νοοτροπία”, λέει, “θα αλλάξει και το σύστημα.”
Η παλιά αυτή ουτοπία, ντυμένη με νέα λόγια, επιστρέφει σαν φάντασμα για να αποκοιμίσει ξανά τους εργάτες.
Ο λόγος του κ. Τσίπρα είναι η μιζέρια της πολιτικής μεταμφιεσμένη σε ηθική ανάλυση.
Επικαλείται το “λαό” χωρίς να τον ορίζει. Επικαλείται τη “δικαιοσύνη” χωρίς να προσδιορίζει ποιος κατέχει την αδικία. Και υπόσχεται “αλλαγή” χωρίς να κατονομάζει ποιοι πρέπει να χάσουν για να αλλάξει κάτι.
Όταν ο κ. Τσίπρας λέει «εμείς οι πολλοί», εννοεί τους πάντες και κανέναν. Στην πραγματικότητα, εννοεί εκείνη την κοινωνική μάζα που αρκείται σε ηθική παρηγορία αντί για ταξική πάλη. Ο λαός του είναι καθρέφτης: αντανακλά ό,τι θέλει να δει, όχι ό,τι υπάρχει.
Η πολιτική του ηθικού αισθήματος είναι το τελευταίο καταφύγιο της αστικής δημοκρατίας όταν έχει εξαντλήσει όλα τα επιχειρήματά της. Όταν ο καπιταλισμός δεν μπορεί πια να υποσχεθεί ευημερία, υπόσχεται ηθική. Κι όταν η αριστερά δεν μπορεί να μιλήσει για επανάσταση, μιλά για “δικαιοσύνη”.
Ο κ. Τσίπρας υπόσχεται μια επιστροφή στη «λαϊκή πολιτική». Αλλά ποια είναι η υλική βάση αυτής της πολιτικής; Από πού θα χρηματοδοτηθεί; Ποιος θα πληρώσει για να ακουστεί η φωνή των “πολλών” μέσα στα τηλεοπτικά στούντιο που ανήκουν στους λίγους;
Η σιωπή του εδώ είναι εκκωφαντική. Γιατί ξέρει πολύ καλά ότι χωρίς το χρήμα του κεφαλαίου, ούτε οι “πολλοί” μπορούν να μιλήσουν, ούτε οι “λίγοι” να ενοχληθούν.
Η παράλειψη της χρηματοδότησης δεν είναι απλώς τεχνική λεπτομέρεια· είναι πολιτική αποκάλυψη. Ο κ. Τσίπρας αποσιωπά το ζήτημα του κεφαλαίου γιατί δεν μπορεί να το αγγίξει. Μιλά για τη “διαφθορά” αλλά δεν λέει ποιοι χρηματοδοτούν τα κόμματα. Μιλά για την “ενημέρωση” αλλά όχι για τους εφοπλιστές που ελέγχουν τα μέσα. Μιλά για “πολιτική ανανέωση” αλλά όχι για τους τραπεζίτες που ορίζουν τους όρους της.
Έτσι, η ρητορική του καταλήγει να είναι ο καθρέφτης της ίδιας της αστικής υποκρισίας που υποτίθεται ότι πολεμά. Διότι τι άλλο είναι η “πορεία προς τον λαό” χωρίς πόρους, χωρίς οργάνωση, χωρίς ταξικό προσανατολισμό, αν όχι μια πορεία προς το τίποτα;
Ο κ. Τσίπρας, όπως όλοι οι μικροαστοί προφήτες της “ηθικής πολιτικής”, ονειρεύεται έναν κόσμο όπου οι τάξεις θα εξαφανιστούν με τη δύναμη της συνείδησης. Μα η συνείδηση, αγαπητέ κύριε, δεν αλλάζει τον κόσμο — ο κόσμος αλλάζει τη συνείδηση.
Οι εργάτες δεν περιμένουν τη “διαφάνεια” σας· περιμένουν τη στιγμή που θα πάψουν να πουλούν τη ζωή τους ως εμπόρευμα.
Ο ιστός που συγκροτεί την πολιτική ζωή της Ελλάδας δεν είναι έργο της τυχαιότητας ούτε καρπός κάποιου ηθικού κενού· είναι καρπός συγκεκριμένων υλικών σχέσεων: ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, συγκέντρωση του πλούτου, και η άσκηση της εξουσίας μέσω των μέσων ιδεολογικής παραγωγής. Όταν, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας μιλάει για «χειραγώγηση της ενημέρωσης» σαν να πρόκειται για μια ρητορική αβλεψία ή για μεμονωμένα επεισόδια διαφθοράς, καλεί σε έναν ηθικισμό που αποκρύπτει το πραγματικό πρόσωπο της εξουσίας: το εφοπλιστικό κεφάλαιο, οι τραπεζίτες και οι μεγαλοβιομήχανοι που, αθόρυβα αλλά αποφασιστικά, κατέχουν τις ρίζες του δημοσίου λόγου.
Ας συλλάβουμε πρώτα τη μέθοδο: το κεφάλαιο δεν χρειάζεται να λέει την αλήθεια· του αρκεί να κατασκευάζει πλαίσια μέσα στα οποία η αλήθεια δεν έχει χώρο. Τα μέσα ενημέρωσης, ιδιοκτησία ιδιωτών, λειτουργούν ως φίλτρα· τα φίλτρα αυτά δεν παράγουν μόνον είδηση· παράγουν νομιμότητα. Και ποιος κατέχει αυτά τα φίλτρα στην Ελλάδα; Ιστορικά και σήμερα, ένα μεγάλο μέρος του φάσματος των μέσων ανήκει σε εκείνους που συγκέντρωσαν πλούτο όχι ως αποτέλεσμα κάποιας «προσωπικής αρετής», αλλά ως αποτέλεσμα της θέσης τους μέσα στην καπιταλιστική συσσώρευση: οι εφοπλιστές.
Τι σημαίνει, πρακτικά, ο έλεγχος των μέσων από το εφοπλιστικό κεφάλαιο; Σημαίνει ότι οι ειδήσεις που φτάνουν στο κοινό περνούν από τα φίλτρα των συμφερόντων αυτών: ποιες συγκρούσεις θα παρουσιαστούν ως κρίσιμες, ποιες θα αποσιωπηθούν, ποιοι πολιτικοί θα δοξαζονται και ποιοι θα διασυρθούν. Σημαίνει ότι τα οικονομικά προβλήματα παρουσιάζονται ως «προσωπικές αποτυχίες» ή ως «διαχειριστική αδυναμία», ποτέ ως αποτέλεσμα της λειτουργίας των αγορών και της συσσώρευσης. Σημαίνει επίσης ότι η χρηματοδότηση μιας πολιτικής εκστρατείας δεν είναι τεχνικό ζήτημα· είναι πράξη πολιτικής νομιμοποίησης, και αυτή η χρηματοδότηση προκύπτει από την προσήλωση σε εκείνα τα συμφέροντα που θέλουν τη διατήρηση του status quo.
Όταν ο κ. Τσίπρας ομιλεί περί «διαφθοράς» χωρίς να κατονομάζει την τάξη που ωφελείται από τη δομή αυτή — την τάξη που διαθέτει τη δυνατότητα να καθορίζει την ατζέντα και να χρηματοδοτεί τη σιγή — τότε δεν κάνει «κριτική της διαφθοράς». Κάνει διαχείριση μιας ιδεολογίας που κρύβει το γεγονός ότι η διαφθορά είναι συστατικό στοιχείο της λειτουργίας του κεφαλαίου σε καιρούς κρίσης. Η σιωπή του στο σημείο αυτό δεν είναι αφέλεια· είναι στρατηγική.
Ας ερχόμαστε τώρα στη χρηματοδότηση. Πολιτική δραστηριότητα χωρίς πόρους είναι ρητορική· πόλεμος χωρίς πυρομαχικά. Η «πορεία στον λαό» μετατρέπεται σε παράσταση όταν οι σκηνές και τα μικρόφωνα ανήκουν σε άλλους. Οι πόροι που διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα — τηλεοπτικός χρόνος, διαφημίσεις, τεχνολογική υποδομή, μηχανισμοί δημοσίων σχέσεων — δεν προσφέρονται δωρεάν από το «λαό». Προέρχονται από εκείνους που έχουν ονόματα, εταιρίες, λογαριασμούς. Και όταν οι πολιτικοί αρνούνται να διευκρινίσουν πώς θα χρηματοδοτήσουν την καμπάνια τους, είναι ή ντροπαλοί ή υποκριτές · συνήθως και τα δύο.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ (ή οποιαδήποτε άλλη προοδευτική πρωτοβουλία) ελπίζει να αντιπαρατεθεί στο εφοπλιστικό-τραπεζικό λόμπι μόνο με «ηθική εντιμότητα» και «λαϊκή συμμετοχή», τότε ας αναγνωρίσουμε την αφελότητά της. Η χρηματοδότηση δεν είναι μόνον οικονομική: είναι πολιτική εξάρτηση. Η διατήρηση της ανεξαρτησίας απαιτεί την κατάκτηση πόρων που δεν προέρχονται από την αστική τάξη — πόρων συλλογικών, εργατικών, δημοσίων — και την ανάπτυξη οργανωτικών δομών που να εξουδετερώνουν την ιδεολογική κυριαρχία των μέσων.
Πώς, λοιπόν, να δρούσε μια γνήσια προοδευτική δύναμη; Δεν με αρκεί η ρητορική του «νέου πατριωτισμού»· χρειάζομαι σχέδιο. Αυτό το σχέδιο έχει τρία στοιχεία, υλικά και όχι ευχολόγια: 1) Απεξάρτηση από την οικονομική επιρροή των μεγάλων συμφερόντων· 2) Δημόσιος έλεγχος κρίσιμων μέσων επικοινωνίας· 3) Στρατηγικές συμμαχίες με την εργατική τάξη και τα κινήματα, όχι με την «κοινωνία» εννοουμένη ως ασαφής μάζα.
Πρώτον, η απεξάρτηση δεν σημαίνει απλώς «να μην παίρνεις χρήματα». Σημαίνει την οικοδόμηση οικονομικών πόρων που να βασίζονται στην ενεργή συνεισφορά των μισθωτών, των μικρομεσαίων και των συλλογικοτήτων: μικρές εισφορές, συνεταιριστικές δομές, αυτοχρηματοδότηση, δημοτική και δημόσια χρηματοδότηση υπό σαφείς όρους λογοδοσίας. Τέτοιες πηγές δεν είναι το παν, αλλά είναι απαραίτητες για να μην γίνεις εξαρτώμενος από ένα τηλεοπτικό μαγαζάτορα.
Δεύτερον, ο δημόσιος έλεγχος των μέσων δεν σημαίνει κρατική προπαγάνδα· σημαίνει δημόσιο ραδιόφωνο και τηλεόραση που λειτουργούν κάτω από κοινωνικά ελεγχόμενους νόμους και με εκπροσώπους των εργαζομένων και των κοινοτήτων στα διοικητικά τους όργανα. Σημαίνει επίσης διαφάνεια στην ιδιοκτησία των μέσων, περιορισμούς στην ιδιοκτησία συγκεντρωτική και αναδιανομή της κρατικής διαφήμισης με κοινωνικά κριτήρια, όχι με κριτήρια εξαγοράς. Αυτά είναι μέτρα υλικά· δεν λύνονται με ρητορεία.
Τρίτον, και πιο καθοριστικό, η συμμαχία με την εργατική τάξη: όχι με τη ρητορική «πορεία στον λαό», αλλά με την πραγματική ενίσχυση των συνδικάτων, με πολιτικές που να εγγυώνται τη συλλογική ιδιοκτησία ή τον εργατικό έλεγχο σε κρίσιμους κλάδους (ενέργεια, μεταφορές, τραπεζικό σύστημα). Μόνο έτσι αλλάζει η συσχέτιση ισχύος. Μια κυβέρνηση που φοβάται να συγκρουστεί με το κεφάλαιο για τα μέσα παραγωγής, θα είναι πάντοτε κυβερνώσα εκ του πονηρού: κυβερνά με την ανοχή των ισχυρών, όχι με την εντολή των πολλών.
Αυτά τα μέτρα δεν είναι «ριζοσπαστισμός για την τιμή»· είναι αναγκαίες πρακτικές για την επαναφορά της πολιτικής στον τόπο όπου ανήκει: στην κοινωνία. Και εδώ βρίσκεται η βασική διαφορά ανάμεσα σε έναν ηθικιστή που ονειρεύεται τον «νέο πατριωτισμό» και σε έναν επαναστάτη πρακτικό: ο πρώτος θέλει να βελτιώσει την ηθική του υπάρχοντος· ο δεύτερος θέλει να αλλάξει τα θεμέλια της εξουσίας.
Επανερχόμενος στον κ. Τσίπρα: η σιωπή του για το ποιος χρηματοδοτεί τα μέσα, για το ποιος ελέγχει τα ΜΜΕ, δεν είναι απλώς παράλειψη· είναι διαλεκτική συμπύκνωση της θέσης του μέσα στο καθεστώς. Όταν ο ηγέτης ενός προοδευτικού παρελθόντος αρνείται να ενοχλήσει τα μεγάλα συμφέροντα με συγκεκριμένα μέτρα, τότε δεν αποξενώνεται από αυτά· συνδιαλέγεται μαζί τους, με το βλέμμα στραμμένο στην «αποτελεσματικότητα» και την «συνεννόηση».
Αυτή η συνεννόηση είναι το σύγχρονο όνομα της ταξικής συμφωνίας: οι εργαζόμενοι να παραμένουν παραγωγοί πλεονάσματος, οι κάτοχοι κεφαλαίου να κρατούν τα μέσα της ιδεολογικής μορφής, και οι πολιτικοί της άρνησης να υποσχονται δικαιοσύνη χωρίς να πάρουν το κόστος της ανατροπής.
Κλείνοντας αυτή την ενότητα, επιτρέψτε μου μια λέξη για την ευρωπαϊκή διάσταση: η Ελλάδα δεν είναι νησί των πολιτικών ιδεών· είναι θύμα ενός συστήματος όπου το κεφάλαιο κινείται πέρα από τα εθνικά σύνορα. Η έλλειψη στρατηγικής για την αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών οικονομικών δομών — ρυθμίσεις τραπεζών, δημοσιονομικά πλαίσια, λειτουργία της Ευρωζώνης — σημαίνει ότι κάθε εθνική προσπάθεια αναδιανομής θα συγκρούεται με υπερεθνικά συμφέροντα. Ο κ. Τσίπρας το αναφέρει περιστασιακά ως «διεθνή πίεση», αλλά χωρίς εργαλεία. Η εργατική απάντηση πρέπει να είναι διεθνής· οι συμμαχίες δεν είναι μόνον ρητορικές.
Και τώρα, ως συμπλήρωμα αυτού του πολιτικού κατηγορώ — ενός κειμένου που δεν περιορίζεται στο να «σχολιάζει» αλλά επιδιώκει να ξυπνήσει την ανάγκη για συλλογική δράση — πρέπει να τοποθετήσω το τεκτόνιο της υπόθεσης με τρόπο σαφή και ανελέητο. Η πολιτική δεν είναι λογοτεχνία· είναι συσσώρευση δυνάμεων. Και η συσώρευση των δυνάμεων στην Ελλάδα του 2025 έχει όνομα, λογαριασμό και διεύθυνση. Όσοι αρνούνται να κατονομάσουν αυτά τα θηρία — τους εφοπλιστές, τις τράπεζες, τους επιχειρηματικούς οίκους που αγοράζουν εφημερίδες σαν να είναι πάνελ σε οίκο δημοπρασιών — δεν επιτελούν κριτική· επιτελούν παράσταση.
Αφήνω εδώ μια τελευταία διευκρίνιση προς τους «ηθικιστές» της αριστερής διαχείρισης: η δημοκρατία ως «καθαρότητα» χωρίς υλική βάση είναι απλώς ένας καθρέφτης για τις ελίτ. Πείτε μου· ποιος θα κουβαλήσει το κόστος της αλλαγής; Οι πολιτικές διακηρύξεις για «φορολόγηση του μεγάλου πλούτου» είναι ευπρόσδεκτες μέχρι τη στιγμή που πρέπει να εφαρμοστούν· τότε ανακαλύπτουμε την απλή αλήθεια: το κεφάλαιο διαθέτει μέσα και μηχανισμούς για να υπερασπιστεί το συμφέρον του. Ποιος θα σταθεί απέναντί του αν όχι οι οργανωμένοι παραγωγοί του πλούτου; Οι αγωνιζόμενοι εργάτες, οι αγρότες που δεν πουλούν απλώς προϊόν αλλά πλαίσιο ζωής, οι μικροί και μεσαίοι που δεν επιθυμούν να γίνουν κολωνάκια της ολιγαρχίας.
Η πολιτική ανεξαρτησία δεν έρχεται με ωραίες δηλώσεις· κερδίζεται. Κερδίζεται με κόπο, με οικονομικό πρόγραμμα που δεν εξαντλείται σε ευχές, με νόμους που χτυπούν την υπερσυσσώρευση, με δημόσιο έλεγχο στα μέσα, με υποδομές κοινωνικές που απελευθερώνουν την παραγωγή από τη λογική της κερδοφορίας. Η σιωπή πάνω σε αυτά — όπως η σιωπή του κ. Τσίπρα για το ποιος ελέγχει τα ΜΜΕ ή πώς χρηματοδοτείται μια καμπάνια — δεν είναι «προσοδοφόρα αδυναμία». Είναι πολιτική επιλογή: να μην αγγίξεις τον πυρήνα της δύναμης.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για σύγκρουση. Όχι για βία, αλλά για τη συγκέντρωση πολιτικού κόστους εκεί όπου το κεφάλαιο γνωρίζει να το σκορπά: στο κέρδος, στην πρόσβαση στα μέσα, στην πολιτική ασυλία. Ας μετατρέψουμε την «πορεία προς τον λαό» σε σχέδιο που παράγει αποτέλεσμα: απεργίες που μπλοκάρουν κέρδη, εκστρατείες αυτοχρηματοδότησης που κόβουν τη ρίζα της εξάρτησης, συνεταιριστικές τράπεζες που δίνουν έλεγχο στην παραγωγή, θεσμοί που περιορίζουν την ικανότητα των εφοπλιστών να αγοράζουν σιωπή με διαφημίσεις και προνομιακές κρατικές συμβάσεις.
Και ας μην ξεχνάμε την διεθνή διάσταση: το κεφάλαιο μετακινείται, οπότε η απάντηση πρέπει να είναι διεθνής. Οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη, οι φορείς κινήματος στη Μεσόγειο, οι συνδικάτα διεθνώς δεν είναι απλώς όργανα αλληλεγγύης· είναι το μοναδικό ανάχωμα απέναντι στην ικανότητα του κεφαλαίου να παρακάμπτει εθνικά όρια. Όποιος πιστεύει ότι θα «σώσει τη χώρα» μέσα σε ένα ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο που ευνοεί την κεφαλαιακή κινητικότητα, απλώς παίζει με φράσεις.
Τέλος, μια λέξη προς εκείνους που επιμένουν στην «ηθική» λύση: η ηθική χωρίς νόμους είναι ιερή υποκρισία· οι νόμοι χωρίς εφαρμογή είναι νεκρά γράμματα. Η μάχη για την ελευθερία του λαού απαιτεί την τεχνολογία της πολιτικής χειραφέτησης: οργανωμένη οικονομία, δημοκρατικά μέσα, εργατική δύναμη οργανωμένη και διεθνιστική συνείδηση. Μόνο τότε οι λέξεις «δικαιοσύνη», «εντιμότητα» και «πατριωτισμός» θα σταματήσουν να είναι σύννεφα πάνω από τα πραγματικά προβλήματα και θα γίνουν γέφυρες για την υλική αλλαγή.
Αν η «ανανέωση» που υπόσχεται ο κ. Τσίπρας σημαίνει απλώς νέα πρόσωπα σε παλιές θέσεις, τότε θα έχουμε απλώς νέα μάσκες για την ίδια παλιά σκηνή. Αν, όμως, σημαίνει ότι κάποιοι είναι διατεθειμένοι να ρίξουν στην παλαίστρα τις ίδιες τους τις προτροπές — να απαρνηθούν την άνεση της πολιτικής ρητορείας και να αναλάβουν το κόστος της αναδιάταξης της εξουσίας — τότε υπάρχει δρόμος.
Το ερώτημα είναι απλό και ωμό: έχει το θάρρος η Αριστερά να ονομάσει τους εχθρούς της; Έχει τη βούληση να συγκεντρώσει πόρους από κάτω προς τα πάνω; Έχει την οργανωτική ικανότητα να μετατρέψει τα συνθήματα σε νόμους, και τους νόμους σε νέες σχέσεις ιδιοκτησίας; Εάν όχι, τότε όλος αυτός ο λόγος για «σοκ εντιμότητας» θα μείνει στο εύθραυστο επίπεδο των διακηρύξεων — και οι εφοπλιστές θα συνεχίσουν να αγοράζουν σελίδες και ώρες, οι τράπεζες θα συνεχίσουν να δανείζουν πολιτική αστική «νομιμότητα», και ο λαός θα πληρώνει την τιμή της σιωπής.
Κλείνω με ένα κάλεσμα που δεν είναι ρομαντικό · είναι πρακτικό. Οργανωθείτε. Συγκεντρώστε πόρους. Καταργήστε τη συγκεντρωτική ιδιοκτησία των μέσων. Σχηματίστε εργατικές τράπεζες και συνεταιρισμούς. Χτίστε διεθνείς συμμαχίες. Και, πάνω απ’ όλα, καλέστε τα πράγματα με το όνομά τους: κεφάλαιο, ιδιοκτησία, εφοπλιστές, τράπεζες, ΜΜΕ. Μόνο έτσι θα καταλάβετε ότι η πολιτική είναι μάχη για την υλική βάση της κοινωνίας — και όχι παράσταση ηθικής ανάπλασης.
Η πολιτική δεν είναι παράσταση· είναι υλική συσσώρευση δυνάμεων. Όσοι θέλουν αλλαγή πρέπει να αντιμετωπίσουν τις δομές, όχι να επενδύσουν στην ηθική των λέξεων. Ο λαός δεν περιμένει υποσχέσεις, αλλά συλλογική δράση.
— Καρλ Μαρξ, Λονδίνο, Οκτώβριος 2025.

