Του Σωκράτη Αργύρη
Το Μνημόνιο Κατανόησης Τουρκίας–Λιβύης για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών (2019) αποτελεί ένα ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο έγγραφο στο πεδίο του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Παρά το ότι συνάφθηκε μεταξύ δύο κρατών με διεθνή αναγνώριση, η νομιμότητά του αμφισβητείται ευρέως τόσο νομικά όσο και πολιτικά. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εξεταστεί κατά πόσον η εν λόγω συμφωνία συνάδει με τις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και να αναζητηθεί η ύπαρξη προηγούμενου διεθνούς πρακτικής που να παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά.
Η UNCLOS (1982), η οποία έχει τεθεί σε ισχύ από το 1994 και συγκεντρώνει σχεδόν καθολική αποδοχή, ρυθμίζει λεπτομερώς ζητήματα θαλάσσιων ζωνών. Η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών προβλέπεται στα άρθρα 74 και 83, αντίστοιχα. Οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι η οριοθέτηση θα πρέπει να βασίζεται στη συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ευθυδικίας και τις σχετικές γεωγραφικές και νομικές συνθήκες.
Επιπλέον, το άρθρο 121 UNCLOS προβλέπει ότι τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, εξαιρουμένων των βραχονησίδων που δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη κατοίκηση ή οικονομική ζωή.
Τα Νομικά Προβλήματα του Τουρκολιβυκού Μνημονίου είναι:
1. Αγνόηση της Γεωγραφικής Πραγματικότητας και των Δικαιωμάτων Τρίτων Κρατών
Το Μνημόνιο παραβλέπει εντελώς την ύπαρξη των ελληνικών νησιών (Κρήτη, Ρόδος, Κάσος, Κάρπαθος), τα οποία παρεμβάλλονται μεταξύ των τουρκικών και λιβυκών ακτών. Κατ’ εφαρμογή των άρθρων 74 και 83 UNCLOS, η ύπαρξη τρίτου κράτους που παρεμβάλλεται καθιστά μη επιτρεπτή τη διμερή συμφωνία οριοθέτησης μεταξύ μη συνορευουσών χωρών.
2. Περιορισμός ή Αρνηση Επικράτειας σε Νησιά
Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι τα νησιά δεν έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες, προβάλλοντας το επιχείρημα της μειωμένης επήρειας σε ορισμένες περιπτώσεις. Παρ’ όλα αυτά, η διεθνής νομολογία (π.χ. Νήσος Clipperton, 1931· Υπόθεση Ρουμανίας-Ουκρανίας, 2009) αναγνωρίζει ρητά ότι τα κατοικήσιμα και σημαντικά νησιά (όπως η Κρήτη) έχουν πλήρη δικαιώματα σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
3. Έλλειψη Συνταγματικής Νομιμότητας της Λιβυκής Κυβέρνησης
Η κυβέρνηση της Λιβύης που υπέγραψε το μνημόνιο (GNA) δεν είχε την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως απαιτείται από το λιβυκό δίκαιο. Έτσι, τίθεται υπό αμφισβήτηση η εσωτερική νομιμότητα της υπογραφής.
4. Αντίδραση της Διεθνούς Κοινότητας
Ο ΟΗΕ δεν έχει αποδεχθεί ρητά το μνημόνιο ως δεσμευτικό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ, η Αίγυπτος και άλλα κράτη έχουν χαρακτηρίσει τη συμφωνία παράνομη και άκυρη διότι παραβιάζει εδραιωμένες αρχές του διεθνούς δικαίου.
Βέβαια υπάρχει μία παρόμοια περίπτωση όπως είναι η Υπόθεση της Συμφωνίας Κίνας–Ταϊβάν για Αλιεία στη Νότια Σινική Θάλασσα αλλά η συμφωνία επικρίθηκε διεθνώς επειδή:
αγνοούσε τα δικαιώματα τρίτων κρατών (Φιλιππίνες, Βιετνάμ), επικαλείτο θαλάσσια κυριαρχία σε περιοχές όπου δεν υπήρχε γεωγραφική συνάφεια και προέκυψε από κυβέρνηση χωρίς διεθνή αναγνώριση (Ταϊβάν).
Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου του 2016 (Philippines v. China) έκρινε ότι τέτοιες μονομερείς διεκδικήσεις ή συμφωνίες είναι μη σύμφωνες με την UNCLOS όταν παραβιάζουν τα δικαιώματα τρίτων κρατών και τη γεωγραφική πραγματικότητα.
Η υπόθεση αυτή, αν και όχι απόλυτα όμοια, παρουσιάζει δομικές ομοιότητες με το τουρκολιβυκό μνημόνιο και υποστηρίζει την άποψη περί ακυρότητας τέτοιων συμφωνιών χωρίς συναίνεση όλων των άμεσα ενδιαφερόμενων κρατών.
Τελικά το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο:
παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 74, 83 και 121 της UNCLOS, δηλαδή
την αγνόηση των ελληνικών νησιών, της απουσίας συνορεύουσας θαλάσσιας ζώνης και της αμφισβητούμενης νομιμότητας της λιβυκής κυβέρνησης και έτσι παρακάμπτει τα νόμιμα δικαιώματα τρίτων κρατών, πάσχει από έλλειψη εσωτερικής και διεθνούς νομιμοποίησης.
Η διεθνής κοινότητα (ΗΠΑ, ΕΕ, Αίγυπτος, κ.ά.) έχει εκφράσει ότι η συμφωνία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν έχει κατατεθεί στον ΟΗΕ με πλήρη αποδοχή.
Η νομολογία και η διεθνής πρακτική ενισχύουν την ερμηνεία ότι τέτοιες συμφωνίες δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα όταν δεν βασίζονται στις αρχές της ευθυδικίας, της γεωγραφικής συνέχειας και της καλής πίστης.
Το Μνημόνιο Κατανόησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης (2019), το οποίο χάραξε θαλάσσια όρια μεταξύ των δύο χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο, συνιστά μια κλασική περίπτωση πολιτικής πράξης που ενδύεται τον μανδύα διεθνούς συμφωνίας. Ενώ έχει αντιμετωπιστεί κυρίως ως νομικό πρόβλημα, στην ουσία του πρόκειται για μια συναλλαγή πολιτικού χαρακτήρα, που εδράζεται σε γεωστρατηγικά ανταλλάγματα και εσωτερικές αδυναμίες των συμβαλλόμενων μερών.
Αν και η Λιβύη είναι συμβαλλόμενο μέρος της UNCLOS και έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, υπέγραψε ένα μνημόνιο που αντιβαίνει θεμελιώδεις διατάξεις της Σύμβασης. Γιατί λοιπόν προχώρησε σε αυτή την ενέργεια; Και ποια είναι τα βαθύτερα κίνητρα της Τουρκίας;
Η Τουρκία απορρίπτει την UNCLOS, την οποία δεν έχει υπογράψει, θεωρώντας ότι δεσμεύεται μόνο από το εθιμικό δίκαιο της θάλασσας. Η στρατηγική της στην Ανατολική Μεσόγειο έχει μετατοπιστεί μετά το 2016 προς μια επιθετική ανάγνωση του γεωπολιτικού της ρόλου, μέσω του δόγματος της “Γαλάζιας Πατρίδας”.
Η υπογραφή του μνημονίου με τη Λιβύη εξυπηρετεί τρεις παράλληλους στόχους:
1. Να αμφισβητήσει την επήρεια των ελληνικών νησιών (Κρήτη, Κάρπαθος, Ρόδος) στην ΑΟΖ και να δημιουργήσει μια νομική πραγματικότητα που συγκρούεται με τις ελληνικές θέσεις και την UNCLOS.
2. Να παρέμβει ενεργά στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια περίοδο που οι συμμαχίες Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου αποκλείουν την Τουρκία από μεγάλα έργα όπως ο EastMed και ο EastMed Gas Forum.
3. Να εγκαθιδρύσει στρατηγική παρουσία στη Βόρεια Αφρική, μέσω στρατιωτικής και πολιτικής διείσδυσης στη Λιβύη, μετατρέποντας το μνημόνιο σε πύλη ευρύτερης επιρροής.
Η συμφωνία δεν είναι απλώς νομικό εργαλείο, αλλά γεωστρατηγική παρέμβαση, με την οποία η Άγκυρα επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα που δεν εξαρτώνται από διεθνή αποδοχή, αλλά από ισχύ και γεγονότα επί του πεδίου.
Την εποχή της υπογραφής, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (GNA) υπό τον Fayez al-Sarraj κινδύνευε να καταρρεύσει υπό την πίεση των δυνάμεων του στρατηγού Χάφταρ. Η Τουρκία προσέφερε κρίσιμη στρατιωτική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων UAVs, εκπαίδευσης και στρατιωτών, με αντάλλαγμα το θαλάσσιο μνημόνιο.
Παρά το ότι η Λιβύη είχε κυρώσει την UNCLOS (1985) και θεσμικά δεσμευόταν από τις αρχές της, η GNA επέλεξε να υπογράψει μια συμφωνία που αμφισβητεί διεθνώς τα εθνικά της όρια, χωρίς έγκριση της λιβυκής Βουλής (House of Representatives), η οποία καταδίκασε το μνημόνιο ως άκυρο.
Η απόφαση της Λιβύης εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής σε καιρό κρίσης, όπου η στρατηγική επιβίωσης υπερισχύει της συμμόρφωσης με το διεθνές δίκαιο.
Όπως είπαμε η UNCLOS προβλέπει ότι οι οριοθετήσεις θαλάσσιων ζωνών πρέπει να βασίζονται στην αρχή της “δίκαιης λύσης” (άρθρα 74 και 83) και να λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα τρίτων κρατών. Η υπογραφή διμερούς συμφωνίας που παραβλέπει τα ελληνικά νησιά αντίκειται στο πνεύμα της Σύμβασης και δεν μπορεί να δεσμεύσει τρίτους.
Επιπλέον, δεδομένου ότι η Λιβύη έχει αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, μια πιθανή διεθνής νομική αντιπαράθεση θα καθιστούσε το μνημόνιο ευάλωτο. Ωστόσο, η Τουρκία δεν αποδέχεται τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, γεγονός που εμποδίζει τη μονομερή ελληνική προσφυγή.
Αυτό καθιστά τη συμφωνία νομικά ανίσχυρη αλλά πολιτικά λειτουργική: χρησιμοποιείται ως εργαλείο στρατηγικής πίεσης και διεθνούς διαπραγμάτευσης.
Η Ελλάδα αντέδρασε θεσμικά, στρατηγικά και νομικά:
Η Ελλάδα υπέγραψε μερική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο στις 6 Αυγούστου 2020, επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας. Η συμφωνία κάλυπτε το δυτικό τμήμα της θαλάσσιας ζώνης, επικαλύπτοντας μέρος της περιοχής του τουρκο-λιβυκού μνημονίου, θέτοντας εμπράκτως υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά του.
Όπως είχε παραδεχτεί ο Νίκος Κοτζιάς, όταν παρέδιδε το Υπουργείο Εξωτερικών στονΤσίπρα, ο Τσίπρας του είχε δώσει εντολή ήδη από το 2018 για μερική οριοθέτηση με την Αίγυπτο, λόγω των δυσκολιών στο ανατολικό τμήμα (Καστελλόριζο). Η συμφωνία του 2020 αποτέλεσε συνέχεια εκείνης της πολιτικής κατεύθυνσης, ως απάντηση και στο τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Κατέθεσε ρηματικές διακοινώσεις στον ΟΗΕ, τονίζοντας ότι το μνημόνιο παραβιάζει την κυριαρχία της. Εξασφάλισε πολιτική καταδίκη από την ΕΕ, με τη συμφωνία να χαρακτηρίζεται “παράνομη και άκυρη” (Συμπεράσματα ΕΕ 2019, 2022). Προετοιμάζει τεκμηριωμένη νομική υπεράσπιση της θέσης της, εάν προκύψει δυνατότητα προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Το τουρκολιβυκό μνημόνιο αποτελεί πολιτικό προϊόν ανάγκης και αναθεωρητισμού. Η Τουρκία, αποκλεισμένη από περιφερειακές ενεργειακές δομές, αναζητά εναλλακτικά κανάλια επιρροής· η Λιβύη, σε κατάσταση εσωτερικού χάους, ανταλλάσσει νομικές δεσμεύσεις για επιβίωση.
Η Ελλάδα ορθά επιλέγει τον δρόμο της διπλωματικής απονομιμοποίησης και των διεθνών συμφωνιών με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. Η περίπτωση αυτή αποδεικνύει ότι η Ανατολική Μεσόγειος δεν είναι μόνο πεδίο νομικής ερμηνείας, αλλά αρένα στρατηγικών ανταλλαγών, όπου η πολιτική νομιμότητα συχνά προηγείται της νομικής ακρίβειας.