Η πολιτική διαχείριση της νίκης του Ζοχράν Μαμντάνι

Του Σωκράτη Αργύρη

Η εκλογική νίκη του Ζοχράν Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη  αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές ανατροπές της μετα-πανδημικής εποχής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μαμντάνι, γόνος μεταναστευτικής οικογένειας και πολιτικός που κινείται ανάμεσα στην αστική ρεαλιστική αριστερά και την οικολογική ριζοσπαστικότητα, εξελέγη δήμαρχος με ένα πρόγραμμα που υποσχόταν κοινωνική δικαιοσύνη, πράσινη μετάβαση και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στον θεσμό της πόλης. Η νίκη του συμβολίζει, κατά μία έννοια, τη νίκη των «αόρατων» κατοίκων της Νέας Υόρκης — των εργαζομένων στα νοσοκομεία, των μεταναστών της εστίασης, των νέων χωρίς πρόσβαση στην αγορά κατοικίας — απέναντι σε μια εδραιωμένη οικονομική και πολιτική ελίτ.

Ωστόσο, το πώς αυτή η νίκη μεταφράζεται σε πολιτική διαχείριση αποτελεί το ουσιώδες ερώτημα. Η διοίκηση μιας μητρόπολης όπως η Νέα Υόρκη δεν είναι μόνο ζήτημα αξιών, αλλά και δημοσιονομικής ισορροπίας, πολιτικής ανθεκτικότητας και κοινωνικής ψυχολογίας. Ο Μαμντάνι δεν καλείται απλώς να εφαρμόσει το πρόγραμμά του· καλείται να επιβιώσει πολιτικά μέσα σε ένα εχθρικό ομοσπονδιακό περιβάλλον, με περιορισμένους πόρους και έντονες κοινωνικές προσδοκίες.

Η Νέα Υόρκη διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους δημοτικούς προϋπολογισμούς στον κόσμο. Για το οικονομικό έτος 2025, τα συνολικά έσοδα ανέρχονται περίπου στα 110 δισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων:

63 δισ. προέρχονται από τοπικούς φόρους (εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας, επιχειρήσεων),

12 δισ. από ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις,

7 δισ. από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης,

και τα υπόλοιπα 28 δισ. από δημοτικά τέλη, δάνεια και άλλες πηγές.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι, μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει ανακοινώσει περικοπές 25–30% στις αστικές επιχορηγήσεις. Αυτό σημαίνει ότι η Νέα Υόρκη θα χάσει 2,5 έως 3,5 δισ. δολάρια ετησίως — κυρίως σε προγράμματα στέγασης, περιβάλλοντος και κοινωνικών υπηρεσιών.

Αυτό το κενό, αν συνδυαστεί με τις νέες δαπάνες που υπόσχεται ο Μαμντάνι  (προσιτή στέγη, δωρεάν δημόσιες μετακινήσεις, αναβάθμιση υποδομών, ενεργειακή μετάβαση), δημιουργεί ένα δημοσιονομικό χάσμα περίπου 7–10 δισ. δολαρίων μέσα στην πρώτη διετία της θητείας του.

Η διοίκηση Μαμντάνι , γνωρίζοντας εκ των προτέρων την πιθανότητα ομοσπονδιακών περικοπών, εξετάζει διάφορους τρόπους να καλύψει το έλλειμμα χωρίς να καταρρεύσει η κοινωνική πολιτική του δήμου. Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις κύριες στρατηγικές:

α) Τοπική φορολογία υψηλών εισοδημάτων.
Η πρώτη επιλογή αφορά την αύξηση των φόρων για τα υψηλότερα εισοδήματα, τα πολυτελή ακίνητα και τις μεγάλες εμπορικές ιδιοκτησίες. Μια αύξηση της τάξης του 1% στους φόρους εισοδήματος των πλουσιότερων 5% των κατοίκων θα μπορούσε να αποφέρει περίπου 1,5 δισ. δολάρια ετησίως. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική ενέχει τον κίνδυνο φυγής κεφαλαίων ή μεταφοράς φορολογικής έδρας, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που άλλες πολιτείες (όπως η Φλόριντα και το Τέξας) προσφέρουν φορολογικά κίνητρα.

β) Δημόσιο-ιδιωτικές συνεργασίες (Public-Private Partnership, PPP).

Με βάση οικονομικούς αναλυτές, μια στρατηγική PPP θα μπορούσε ο Μαμντάνι να προτείνει να αξιοποιηθούν δημόσιοι πόροι σε συνδυασμό με ιδιωτικές επενδύσεις, όπως τράπεζες, συνταξιοδοτικά ταμεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, για τη χρηματοδότηση κοινωνικών έργων, ιδιαίτερα σε στέγαση και υποδομές βιώσιμης κινητικότητας. Αυτή η στρατηγική δεν προβλέπει συγκεκριμένο fund, αλλά στηρίζεται στην ιδέα ότι συνεργασίες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα μπορούν να ενισχύσουν τον προϋπολογισμό για κοινωνικά έργα, ενώ η υλοποίηση θα είναι σταδιακή και υπό όρους.Εάν επιτύχει, θα μπορούσε να συγκεντρώσει 2–3 δισ. δολάρια σε βάθος τριετίας, όμως η απόδοση θα είναι σταδιακή και υπό όρους.

γ) Πράσινα ομόλογα.
Η έκδοση δημοτικών «Green Bonds» αποτελεί έναν πιο καινοτόμο τρόπο χρηματοδότησης. Με την έκδοση 5–6 δισ. σε πράσινα ομόλογα, η πόλη θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει έργα ανανεώσιμης ενέργειας, ηλεκτρικών μετακινήσεων και ανακύκλωσης χωρίς άμεση επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Η προϋπόθεση, όμως, είναι η διατήρηση της πιστοληπτικής ικανότητας της πόλης — κάτι που εξαρτάται από το αν ο Μαμντάνι πείσει τους οίκους αξιολόγησης για τη δημοσιονομική σταθερότητα των σχεδίων του.

δ) Συνεργασία με την Πολιτεία.
Η πολιτεία της Νέας Υόρκης μπορεί να αναλάβει μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης για τα κοινωνικά προγράμματα της μητρόπολης, ιδίως αν ο κυβερνήτης παραμείνει Δημοκρατικός. Μια ενίσχυση κατά 1–1,5 δισ. θα έδινε αναπνοή στον Δήμο, αλλά απαιτεί πολιτικές διαπραγματεύσεις και παραχωρήσεις.

Η δυσκολότερη ίσως πτυχή της διακυβέρνησης Μαμντάνι δεν είναι οικονομική αλλά κοινωνική. Οι ψηφοφόροι που τον ανέδειξαν δεν ζητούν απλώς κρατικές παροχές· ζητούν να παραμείνουν εκεί που ήδη βρίσκονται.

Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη όπου ο εξευγενισμός (gentrification) έχει μετατραπεί σε καθημερινό βίωμα: οι εργατικές και μεταναστευτικές συνοικίες του Μπρούκλιν, του Λόουερ Μανχάταν και του Κουίνς μετατρέπονται ραγδαία σε ζώνες υψηλών ενοικίων, εκτοπίζοντας τους ίδιους ανθρώπους που στηρίζουν την οικονομία της πόλης.

Όταν οι διοικήσεις του παρελθόντος πρόσφεραν επιδοτούμενη στέγη στα όρια της πόλης, οι κάτοικοι αντέδρασαν έντονα. Το αίτημα για «δωρεάν στέγη εδώ, όχι αλλού» είναι στην ουσία μια διεκδίκηση αξιοπρέπειας. Δεν αφορά μόνο το ενοίκιο, αλλά την κοινωνική ταυτότητα και το δικαίωμα στη μνήμη του τόπου.

Για πολλούς ψηφοφόρους του Μαμντάνι, το να παραμείνουν στο κέντρο της πόλης σημαίνει να συνεχίσουν να υπάρχουν ως κοινωνική τάξη. Η μετακίνησή τους ισοδυναμεί με συμβολική διαγραφή.

Αυτή η κοινωνική απαίτηση δημιουργεί τεράστιο πολιτικό δίλημμα. Αν ο Μαμντάνι επιδιώξει να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό, θα πρέπει να επενδύσει δισεκατομμύρια στη μετατροπή παλαιών κτιρίων σε κοινωνικές κατοικίες στο Μανχάταν ή στο Μπρούκλιν, όπου το κόστος ανά μονάδα ξεπερνά τα 800.000 δολάρια. Αν, από την άλλη, προσφέρει φτηνότερες λύσεις σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, κινδυνεύει να χάσει τη βασική κοινωνική συμμαχία που τον έφερε στην εξουσία.

Η μόνη ρεαλιστική οδός είναι ένας συνδυασμός ρεαλισμού και συμβολισμού.
Ο Μαμντάνι πρέπει να δείξει ότι η πολιτική του δεν εγκαταλείπει τις κοινότητες του κέντρου, αλλά τις ενσωματώνει σε ένα ευρύτερο σχέδιο αστικής ισότητας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τρεις τρόπους:

  1. Μικτά προγράμματα στέγασης. Κάθε νέο έργο πολυτελούς ανάπτυξης να υποχρεούται να περιλαμβάνει τουλάχιστον 30% προσιτές κατοικίες. Με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνική στέγη συνυπάρχει με την αγορά χωρίς να επιβαρύνει εξ ολοκλήρου το δημόσιο ταμείο.
  2. Δημοτικά προγράμματα “Right to Stay”. Οι υπάρχοντες ενοικιαστές προστατεύονται από εξώσεις και ανατιμήσεις ενοικίων, εφόσον ο χώρος τους εντάσσεται σε πρόγραμμα κοινωνικής ανανέωσης.
  3. Συμμετοχικός αστικός σχεδιασμός. Οι κοινότητες καλούνται να συμμετάσχουν ενεργά στον σχεδιασμό της γειτονιάς τους, αποτρέποντας αποφάσεις «άνωθεν» που οδηγούν σε κοινωνική αποξένωση.

Μέσω αυτών των μέτρων, ο Μαμντάνι επιχειρεί να μετατρέψει την έννοια της «δωρεάν κατοικίας» σε συμβόλαιο κοινωνικής παραμονής — μια νέα μορφή αστικής ισότητας που δεν εξισώνει τους πολίτες μόνο οικονομικά, αλλά και χωρικά.

Η εκλογή Τραμπ επαναφέρει μια παλιά δυναμική: τη σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων προοδευτικών μητροπόλεων και της συντηρητικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο Μαμντάνι γνωρίζει ότι δεν μπορεί να βασιστεί στην Ουάσινγκτον. Η διοίκηση Τραμπ αντιμετωπίζει τις πόλεις αυτές ως «θύλακες ανομίας» και απειλεί με περικοπές ή ελέγχους στις χρηματοδοτήσεις.

Έτσι, η Νέα Υόρκη ίσως οδηγηθεί σε μια νέα μορφή αστικής αυτονομίας, όπου η πόλη αναζητά δικούς της διεθνείς εταίρους — ευρωπαϊκές τράπεζες, διεθνή ταμεία, επενδυτικές κοινότητες που ενδιαφέρονται για την πράσινη μετάβαση. Αν αυτή η στρατηγική αποδώσει, θα αλλάξει ριζικά το μοντέλο αστικής διακυβέρνησης στις ΗΠΑ, κάνοντας την πόλη πιο ανεξάρτητη από την ομοσπονδιακή πολιτική. Αν αποτύχει, ο Μαμντάνι θα βρεθεί αντιμέτωπος με δημοσιονομικό στραγγαλισμό και πολιτική απομόνωση.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι βαθύτερο: αποτελεί αυτή η πολιτική στροφή πραγματική πολιτική αλλαγή, ή απλώς μια νέα μορφή διαχείρισης προσδοκιών;

Όταν οι προλετάριοι —ή ευρύτερα οι λαϊκές τάξεις— ψηφίζουν όχι για να «σπάσουν τις αλυσίδες τους», αλλά για να απολαμβάνουν δωρεάν μετακινήσεις και κατοικία, μπορούμε να μιλάμε για ριζοσπαστική πολιτική ή για καλοπροαίρετο πελατειακό ρεαλισμό;

Η διαφορά βρίσκεται στην πρόθεση και στο αποτέλεσμα. Αν οι πολιτικές του Μαμντάνι οδηγήσουν σε αυτονομία των πολιτών, σε ενδυνάμωση των κοινοτήτων και σε μετασχηματισμό της ίδιας της σχέσης κράτους–πολίτη, τότε πράγματι έχουμε αλλαγή παραδείγματος. Αν όμως απλώς μετατραπούν σε ένα σύστημα επιδοτήσεων που συντηρεί την κοινωνική εξάρτηση, τότε η «νίκη» του θα αποδειχθεί φαινομενική.

Η αληθινή πολιτική αλλαγή προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση και όχι μόνο την αποδοχή παροχών. Ο Μαμντάνι το γνωρίζει και επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση μεταξύ δήμου και κοινωνίας μέσα από μια πιο συμμετοχική δημοκρατία των πόλεων — κάτι που αν επιτύχει, θα αποτελέσει πρότυπο για άλλες μητροπόλεις του πλανήτη.

Η περίπτωση του Μαμντάνι μπορεί να ιδωθεί και μέσα από το πρίσμα του Henri Lefebvre και της έννοιας του βιβλίου του Le droit à la ville — του «δικαιώματος στην πόλη». Για τον Λεφέβρ, η πόλη δεν είναι απλώς ένας τόπος κατοικίας ή παραγωγής, αλλά ένα πεδίο εμπειρίας, σχέσεων και δημιουργίας. Το δικαίωμα στην πόλη σημαίνει δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία του αστικού γίγνεσθαι: στο πώς οργανώνεται, στο πώς μετασχηματίζεται, στο ποιοι έχουν πρόσβαση στους καρπούς της συλλογικής ζωής.

Σε αυτή την οπτική, η πολιτική του Μαμντάνι δεν είναι απλώς μια προσπάθεια κοινωνικής αναδιανομής, αλλά ένα αίτημα επανιδιοποίησης του αστικού χώρου από τους ίδιους τους κατοίκους του. Οι πολίτες που τον στήριξαν δεν επιζητούν μόνο φθηνή στέγη ή δωρεάν μετακινήσεις· ζητούν να παραμείνουν υποκείμενα της πόλης, όχι εξόριστοι από αυτήν. Όταν απαιτούν να μείνουν στο Μπρούκλιν, στο Λόουερ Μανχάταν ή στο Κουίνς, δεν εκφράζουν εγωισμό, αλλά την ανάγκη να μην αποκοπούν από το συλλογικό αστικό βίωμα που οι ίδιοι συνδημιούργησαν.

Ο Λεφέβρ υποστήριζε ότι η αστική επανάσταση δεν είναι πολιτική με την παραδοσιακή έννοια, αλλά καθημερινή πράξη κατοίκησης και διεκδίκησης. Το να έχεις σπίτι, χώρο, πρόσβαση και φωνή στην πόλη είναι πράξη ελευθερίας. Αν ο Μαμντάνι κατορθώσει να μετατρέψει τις πολιτικές του σε τέτοιου είδους συμμετοχικές διαδικασίες — όπου ο πολίτης δεν είναι αποδέκτης αλλά συνδιαμορφωτής — τότε η διοίκησή του θα ενσαρκώσει, έστω μερικώς, το όραμα του Λεφέβρ: μια πόλη που ανήκει σε αυτούς που τη ζουν.

Αντίθετα, αν το πρόγραμμα του Μαμντάνι εκφυλιστεί σε τεχνοκρατική διαχείριση επιδομάτων, τότε το «δικαίωμα στην πόλη» θα μετατραπεί σε δικαίωμα επιβίωσης, όχι σε δικαίωμα ύπαρξης. Η ουσία του στοχασμού του Λεφέβρ είναι πως η πόλη είναι πάντα ένα πολιτικό έργο εν εξελίξει: κάθε δρόμος, κάθε κατοικία, κάθε μορφή συνύπαρξης αντανακλά το ερώτημα ποιος έχει το δικαίωμα να είναι ορατός, να κατοικεί, να δημιουργεί.

Ο Μαμντάνι, ως πολιτικός της πόλης και όχι απλώς διαχειριστής της, βρίσκεται έτσι στο επίκεντρο ενός πειράματος που υπερβαίνει τη Νέα Υόρκη. Το στοίχημά του είναι αν η δημοτική διακυβέρνηση μπορεί να γίνει εργαστήριο δημοκρατίας — εκεί όπου το “δικαίωμα στην πόλη” παύει να είναι θεωρία και γίνεται πρακτική πολιτική ισότητας. Μόνο τότε η νίκη του θα αποκτήσει ιστορικό βάθος, και η πόλη θα πάψει να είναι απλώς ένας τόπος — θα γίνει ξανά κοινός κόσμος.

Η «πολιτική διαχείριση της νίκης» είναι ίσως δυσκολότερη από την ίδια τη νίκη. Ο Μαμντάνι κέρδισε επειδή έπεισε ένα κοινωνικό σώμα κουρασμένο από ανισότητες και στεγαστική ανασφάλεια. Αν τώρα αποτύχει να ισορροπήσει ανάμεσα στις οικονομικές δυνατότητες και στις κοινωνικές υποσχέσεις, κινδυνεύει να χάσει το πολιτικό του κεφάλαιο πολύ γρήγορα.

Η επιτυχία του θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα μπορέσει να συνδυάσει τρία στοιχεία:

Οικονομικό ρεαλισμό, με δημοσιονομική σταθερότητα χωρίς να εγκαταλείψει την κοινωνική ατζέντα.

Πολιτική τόλμη, με αντίσταση στις πιέσεις της Ουάσινγκτον και των τοπικών ελίτ.

Κοινωνική ευφυΐα, με σεβασμό στις ανάγκες των ψηφοφόρων που ζητούν όχι ελεημοσύνη αλλά παραμονή και αξιοπρέπεια.

Αν πετύχει, η Νέα Υόρκη μπορεί να γίνει εργαστήριο ενός νέου τύπου αστικής δημοκρατίας, όπου η πολιτική αλλαγή δεν θα σημαίνει ανατροπή των θεσμών, αλλά επαναθεμελίωση της σχέσης ανάμεσα στην πόλη και τους ανθρώπους της.