Η υπόθεση Ρίμαν, η σύγχρονη φυσική και η πολιτική στην Ελλάδα

Του Σωκράτη Αργύρη

Η Υπόθεση Ρίμαν είναι μία από τις πιο αινιγματικές και ανεπίλυτες υποθέσεις στα μαθηματικά εδώ και 166 χρόνια.

Η Υπόθεση Ρίμαν αφορά τις μη τετριμμένες ρίζες της συνάρτησης Ζήτα — εκείνες που βρίσκονται μέσα στο χαοτικό μιγαδικό πεδίο, μεταξύ πραγματικού μέρους 0 και 1. Η υπόθεση προβλέπει ότι όλες αυτές οι ρίζες ευθυγραμμίζονται σε μια λεπτή γραμμή ισορροπίας, στην ευθεία με πραγματικό μέρος 1/2 — σαν να υπάρχει ένας αόρατος νόμος συμμετρίας μέσα στο χάος των πρώτων αριθμών.

Αν το δούμε πολιτικά, μπορούμε να πούμε πως κάθε κόμμα, κάθε ιδεολογία, είναι σαν μια πολιτική ρίζα: μια θέση, μια παρέμβαση μέσα στο ευρύτερο πολιτικό μιγαδικό πεδίο.

Η πολιτική λειτουργεί κι αυτή σε ένα φαντασιακό επίπεδο: τα κόμματα δεν υπάρχουν ως μαθηματικά σημεία, αλλά ως δυνατότητες κατανομής νοήματος, επιρροής, φαντασίωσης και εξουσίας. Η Υπόθεση Ρίμαν γίνεται έτσι μια αλληγορία για την αναζήτηση ισορροπίας, κανονικότητας και νοήματος στο χαοτικό σύμπαν των ιδεολογιών.

Η συνάρτηση Ζήτα είναι ένα άθροισμα άπειρων όρων – καθένας από τους οποίους συμβάλλει στη συνολική μορφή. Παρομοίως, το πολιτικό σύστημα δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα αθροιστικών παρεμβάσεων: κόμματα, κινήσεις, πρόσωπα, ιδέες, κρίσεις, επαναστάσεις.

Το ερώτημα είναι: πού βρίσκονται οι ρίζες αυτού του πολιτικού συστήματος; Πού εξαφανίζεται το νόημα ή δημιουργείται μια ρωγμή που επιτρέπει την αλλαγή;

Στη συνάρτηση Ζήτα, κάθε μαθηματική ρίζα έχει ένα πραγματικό και ένα φανταστικό μέρος.
Στην πολιτική, το πραγματικό μέρος είναι το πρόγραμμα, οι πράξεις, οι νόμοι. Το φανταστικό μέρος είναι η ρητορική, η ιδεολογική αφήγηση, η ταυτότητα. Πολλά κόμματα ζουν και λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά στο φαντασιακό επίπεδο — ως αφηγήσεις χωρίς αντίκρισμα, ως υποσχέσεις ή εφιάλτες.

Η Υπόθεση Ρίμαν λέει: αν όλες οι μαθηματικές ρίζες βρίσκονται στη γραμμή με Re = 1/2 (το Re είναι το πραγματικό μέρος ενός μιγαδικού αριθμού, που δείχνει πόσο «προσγειωμένο» ή «αφηρημένο» είναι κάτι — είτε ένας αριθμός, είτε ένα πολιτικό κόμμα), τότε το σύστημα έχει μια συμμετρική, βαθιά ισορροπία.

Μπορούμε να φανταστούμε ότι η «γραμμή Ρίμαν» στην πολιτική είναι η γραμμή ισορροπίας ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό. Τα κόμματα που κατορθώνουν να κινούνται πάνω σ’ αυτή τη γραμμή — να ισορροπούν δηλαδή ανάμεσα στην ιδεολογία και την πράξη — είναι εκείνα που δημιουργούν σταθερό πολιτικό νόημα.

Κόμματα που δεν βρίσκονται σε ισορροπία, που μετατοπίζονται ριζικά προς το φαντασιακό, συχνά απομακρύνονται από τη «γραμμή». Η Άκρα Δεξιά, για παράδειγμα, λειτουργεί ως ένα πολιτικό μηδενικό εκτός της κρίσιμης γραμμής — με ρητορική που δεν στηρίζεται σε καμία εμπειρική πραγματικότητα, μόνο σε φόβους, μύθους, ανασφάλειες. Το ίδιο ισχύει, σε άλλες περιπτώσεις και για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά όταν εγκλωβίζεται σε καθαρή θεωρία χωρίς σύνδεση με το υλικό κοινωνικό σώμα.

Όμως η Υπόθεση Ρίμαν μας θυμίζει: αν ακόμα και μία μαθηματική ρίζα βρεθεί εκτός της γραμμής, όλη η ισορροπία καταρρέει. Αν ένα κόμμα με καθαρά φαντασιακή βάση αποκτήσει μαζική επιρροή, η πολιτική λογική καταρρέει – το σύστημα γίνεται απρόβλεπτο.

Το Κέντρο, ή τουλάχιστον η ιδεολογική του αναπαράσταση, επιθυμεί να βρίσκεται πάνω στη «γραμμή Ρίμαν» – να ισορροπεί, να είναι μετριοπαθές, ρεαλιστικό, πραγματιστικό. Αλλά το Κέντρο συχνά ξεχνά ότι το σύστημα δεν είναι στατικό – το χάος καραδοκεί. Το να ισορροπείς δεν σημαίνει να μένεις ακίνητος, αλλά να κινείσαι με ακρίβεια ανάμεσα στις αντιφάσεις.

Η Ριζοσπαστική Αριστερά πολλές φορές δεν αποδέχεται την ίδια τη «Ζήτα» του υπάρχοντος συστήματος. Δεν παίζει με τους ίδιους όρους. Θέλει να φτιάξει μια νέα πολιτική συνάρτηση, νέα σημεία ισορροπίας. Αυτό είναι ταυτόχρονα ελκυστικό και επικίνδυνο: γιατί απορρίπτοντας τη δομή, διακινδυνεύει να πέσει στο πλήρες χάος – εκτός υπολογισμού. 

Η πολιτική, όπως και τα μαθηματικά, είναι ένας αγώνας για νόημα μέσα στο χάος. Τα κόμματα είναι σαν τις μαθηματικές ρίζες της Ζήτα: σημεία επιρροής, ρωγμές, συμβολισμοί, παρεμβάσεις. Η ελπίδα είναι να βρίσκονται όλα σε μια κρίσιμη γραμμή – ανάμεσα στην ιδεολογία και την πράξη, ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό. Αν όχι, τότε – όπως και στην περίπτωση που η Υπόθεση Ρίμαν αποδειχθεί ψευδής – η πολιτική μας πραγματικότητα μπορεί να γίνει απείρως πιο χαοτική απ’ όσο νομίζουμε.

Η Δεξιά, ως πολιτικό ρεύμα, έχει διαχρονικά ταυτιστεί με έννοιες όπως η σταθερότητα, η τάξη, η ιεραρχία και η διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος. Είναι το πολιτικό πεδίο που λειτουργεί σαν πεδίο βαρύτητας: όλα τείνουν να επιστρέφουν σε έναν κεντρικό πυρήνα εξουσίας και ελέγχου. Σε αυτή την έννοια, μια από τις πιο ισχυρές μεταφορές της φυσικής που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να κατανοήσουμε τη λειτουργία της Δεξιάς είναι η μαύρη τρύπα.

Μια μαύρη τρύπα δεν είναι απλώς ένα σημείο χωρίς επιστροφή – είναι μια συγκέντρωση μάζας τόσο ισχυρή, που καμπυλώνει τον χωροχρόνο γύρω της, απορροφώντας τα πάντα: φως, ύλη, ενέργεια… και γιατί όχι; Ιδέες.

Η Δεξιά λειτουργεί ως ένα ισχυρό ιδεολογικό πεδίο βαρύτητας. Όπως μια μαύρη τρύπα, δημιουργεί γύρω της μια καμπύλωση της πολιτικής πραγματικότητας. Η οικονομία, η κοινωνία, ακόμη και η γλώσσα προσαρμόζονται στη δική της θεώρηση: η αγορά αυτορυθμίζεται, η εθνική ταυτότητα προηγείται της παγκοσμιότητας, η ασφάλεια είναι προϋπόθεση της ελευθερίας. 

Οι αντίπαλες ιδέες, όταν πλησιάσουν πολύ κοντά, αρχίζουν να στρέφονται, να παραμορφώνονται ή να «αφομοιώνονται». Για παράδειγμα, πώς πιο μετριοπαθείς ή κεντρώες πολιτικές δυνάμεις, όταν συγκυβερνούν με τη Δεξιά, αρχίζουν σιγά-σιγά να χρησιμοποιούν τον δικό της πολιτικό λόγο, να συμμερίζονται τις ίδιες αγωνίες περί «νόμου και τάξης». Όπως στο φαινόμενο του ορίζοντα γεγονότων, αφού περάσεις το όριο, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω.

Στην καρδιά μιας μαύρης τρύπας βρίσκεται το σημείο μοναδικότητας: μια περιοχή άπειρης πυκνότητας, όπου οι νόμοι της φυσικής καταρρέουν. Πολιτικά, αυτό το σημείο αντιστοιχεί στη συγκέντρωση της εξουσίας, της απόφασης, της εξουσιοδότησης. Για τη Δεξιά, η «αποφασιστικότητα» είναι αρετή. Η κεντρική εξουσία πρέπει να έχει τον έλεγχο, γιατί μόνο έτσι μπορεί να διασφαλιστεί η τάξη.

Όμως, όσο πλησιάζεις προς το κέντρο αυτής της πυκνότητας, τόσο λιγότερο σημασία έχουν οι δημοκρατικές διαδικασίες και περισσότερο κυριαρχεί η πολιτική βαρύτητα της ηγεσίας. Η απόφαση γίνεται θεμέλιο της ύπαρξης, και τα πάντα εξαρτώνται από το ποιος έχει το τιμόνι. Μια μαύρη τρύπα δεν συζητά. Έλκει.

Οι μαύρες τρύπες δεν κάνουν διακρίσεις. Ό,τι κι αν είσαι – φως, ύλη, σύννεφο, πλανήτης – αν μπεις στο πεδίο τους, σε απορροφούν. Παρομοίως, η Δεξιά έχει την τάση να απλοποιεί και να ομογενοποιεί. Πολιτιστικές διαφορές, κοινωνικές διεκδικήσεις, μειονότητες, ιδεολογικές αποχρώσεις — όλα αντιμετωπίζονται ως «απειλές» για την κοινωνική συνοχή και την «εθνική ενότητα». Δεν είναι τυχαίο που η ρητορική της περιστρέφεται γύρω από «εσωτερικούς εχθρούς», «εισβολείς» και «ταραχοποιούς». Όπως μια μαύρη τρύπα, καταρρέει την πολυπλοκότητα σε μία μόνο επιτρεπτή κατεύθυνση: προς το κέντρο.

Η μαύρη τρύπα μπορεί να μοιάζει σταθερή από μακριά. Μπορεί ακόμα και να δημιουργήσει γύρω της έναν σταθερό τροχιακό δίσκο, έναν φαινομενικά ήρεμο «κόσμο». Όμως, όσο πλησιάζεις, η πραγματικότητα παραμορφώνεται. Το ίδιο ισχύει για τις συντηρητικές πολιτικές της Δεξιάς: υποσχέσεις για σταθερότητα, ανάπτυξη, τάξη, «επιστροφή στην κανονικότητα». Αλλά κάτω από αυτό το αφήγημα, υπάρχει συχνά μια συγκέντρωση ανισοτήτων, αυταρχισμού και κοινωνικής κόπωσης. Η σταθερότητα δεν είναι απαραίτητα ισορροπία. Μπορεί να είναι απλώς η σιωπή του πολιτικού κενού. 

Ο Stephen Hawking εισήγαγε την ιδέα ότι οι μαύρες τρύπες μπορεί να εξατμίζονται αργά με το χρόνο, μέσω της ακτινοβολίας Hawking — μια απώλεια πληροφορίας που παραμένει ανεξήγητη. Πολιτικά, η Δεξιά συχνά λειτουργεί με έναν παρόμοιο τρόπο: η πληροφορία, η διαφάνεια, η λογοδοσία — σιγά-σιγά εξαφανίζονται ή διαστρεβλώνονται. Υπάρχει μία τάση προς τον έλεγχο της πληροφορίας, τη συγκάλυψη, την εξιδανίκευση του παρελθόντος και τον περιορισμό της κριτικής.
Το σύστημα λειτουργεί, αλλά κανείς δεν ξέρει ακριβώς πώς — κι αν ρωτήσεις, κινδυνεύεις να βρεθείς εκτός του «συστήματος».

Η Δεξιά, όπως μια μαύρη τρύπα, δεν είναι κάτι απλώς αρνητικό ή θετικό. Είναι μια υπαρξιακή δύναμη, ένας μηχανισμός σταθεροποίησης και συγκέντρωσης. Έχει τη δική της λογική, τη δική της ισχύ, τη δική της αναγκαιότητα σε στιγμές χάους. Αλλά όπως και με τις μαύρες τρύπες, αν πλησιάσεις πολύ, μπορεί να χαθείς μέσα της.

Αν η Δεξιά είναι η μαύρη τρύπα -η συγκέντρωση, η βαρύτητα, η τάξη- τότε η Αριστερά είναι το κβαντικό χάος: απρόβλεπτη, δημιουργική, ρευστή, ταυτόχρονα παρούσα και απούσα, επαναστατική και αυτοαναφορική, σε συνεχή ανασύνθεση. Ένα πολιτικό φαινόμενο που, όπως και ο κβαντικός κόσμος, υπακούει σε νόμους που από μακριά μοιάζουν με τυχαίο θόρυβο, αλλά από κοντά αποκαλύπτουν λεπτές, σύνθετες αρμονίες.

Η Αριστερά δεν είναι ένα πράγμα – είναι ένα πεδίο πιθανοτήτων. Και το πώς την παρατηρείς, επηρεάζει ριζικά αυτό που είναι.

Στον κβαντικό κόσμο, δεν μπορείς να γνωρίζεις με ακρίβεια ταυτόχρονα τη θέση και την ταχύτητα ενός σωματιδίου. Στην πολιτική Αριστερά, δεν μπορείς να γνωρίζεις με βεβαιότητα τι είναι «η Αριστερά» και τι επιδιώκει — εξαρτάται πάντα από το πού στέκεσαι εσύ. Είναι προλεταριακή; Κοινωνική; Επαναστατική; Οικολογική; Διεθνιστική; Πατριωτική; Μαρξιστική; Αυτοδιαχειριζόμενη; Συμμετοχική; Ναι.

Το «τι είναι η Αριστερά» δεν είναι σταθερό. Όπως τα κβαντικά σωματίδια, αλλάζει ανάλογα με το πώς την παρατηρείς και από ποιο θεωρητικό πλαίσιο τη μετράς. Έχει την τάση να πολλαπλασιάζει τα νοήματα και να απορρίπτει τις βεβαιότητες.

Στην κβαντομηχανική, ένα σωματίδιο μπορεί να βρίσκεται σε πολλαπλές καταστάσεις ταυτόχρονα — μέχρι να το παρατηρήσεις. Έτσι κι η Αριστερά: βρίσκεται σε μόνιμη υπέρθεση θέσεων. Είναι και μέσα στο σύστημα και έξω απ’ αυτό. Είναι κυβέρνηση και αντιπολίτευση στον εαυτό της. Είναι αντιεξουσία με πρόγραμμα εξουσίας. Είναι κινηματική και θεσμική. Είναι οδοφράγματα και κοινοβουλευτική επιτροπή. Η Αριστερά είναι η γάτα του Schrödinger σε διαρκή πολιτική υπερδιέγερση.

Κι όσο δεν την «παρατηρείς» με τους όρους του συστήματος, τόσο διατηρεί την πολλαπλότητά της. Μόλις μπει σε πλαίσιο (π.χ. κυβερνητικό), τότε… καταρρέει σε μια από τις πιθανές καταστάσεις – συνήθως όχι την επιθυμητή.

Το κβαντικό χάος δεν είναι το απόλυτο χάος. Έχει πρότυπα, συστήματα, αλλά είναι τόσο περίπλοκα που μοιάζουν απρόβλεπτα. Η Αριστερά, με τον ίδιο τρόπο, μοιάζει συχνά με σύνολο από αντιφατικές ομάδες, αλληλοσπαρασσόμενα ιδεολογικά ρεύματα, άπειρες συσκέψεις και τάσεις. Όμως μέσα σε αυτή την εντροπία υπάρχει μια εσωτερική λογική: η αναζήτηση της δικαιοσύνης, της ισότητας, της χειραφέτησης — σε όλες τις διαστάσεις.

Η εντροπία της Αριστεράς είναι δημιουργική. Είναι το χάος που γεννά νέα πολιτικά νοήματα, νέες φωνές, νέες μορφές οργάνωσης. Αλλά -όπως σε κάθε κβαντικό σύστημα- η αυξημένη εντροπία φέρει και ρίσκο αποσταθεροποίησης.

Στα κβαντικά φαινόμενα, σωματίδια μπορούν να διαχωρίζονται και να επανενώνονται με περίεργους τρόπους. Κάπως έτσι λειτουργεί και η Αριστερά: χωρίζεται, διασπάται, ανασυντίθεται, συνεργάζεται, ξαναχωρίζεται. Η πολυδιάσπαση είναι δομικό χαρακτηριστικό της. Αλλά κι η ανάγκη για «ενότητα» είναι εξίσου πανταχού παρούσα. Η κάθε ρήξη φέρει μέσα της και τη δυνατότητα για νέα σύνθεση.

Η Αριστερά είναι ένα φαινόμενο που δεν σταθεροποιείται εύκολα. Είναι ένα δυναμικό πεδίο πολιτικών σχέσεων. Κι όπως στον κβαντικό κόσμο, δύο ενωμένα σωματίδια που απομακρύνονται, εξακολουθούν να επηρεάζονται μεταξύ τους — έτσι κι οι πρώην σύντροφοι, ακόμα κι αν βρίσκονται σε αντίπαλα κόμματα, λειτουργούν σε κοινό πολιτικό σύμπαν.  

Η Αριστερά είναι η πολιτική του «τι θα μπορούσε να είναι». Είναι η προβολή πιθανοτήτων σε ένα μέλλον που δεν έχει ακόμη παρατηρηθεί. Δεν υπόσχεται βεβαιότητες. Υπόσχεται πιθανότητες. Υπόσχεται ότι αν ανοίξουμε μια χαραμάδα, μπορεί να ξεφύγει το φως. Αυτό ακριβώς την κάνει και ελκυστική και επικίνδυνη. Γιατί αμφισβητεί τους καθορισμένους νόμους. Και ο κόσμος των βεβαιοτήτων δεν αγαπάει τις πιθανότητες.

Η Αριστερά είναι το πεδίο του κβαντικού χάους. Δεν υπακούει στους νόμους της ευθύγραμμης λογικής, αλλά σε μια βαθύτερη, πιο απρόβλεπτη και σύνθετη τάξη. Είναι δύσκολη στη διαχείριση, αβέβαιη στην υλοποίηση, αλλά πλούσια σε δυνατότητες. Όπως κι η ίδια η κβαντική θεωρία: δεν είναι για όσους ψάχνουν άνετες απαντήσεις, αλλά για εκείνους που επιμένουν να κοιτάνε μέσα στο χάος και να αναζητούν την ομορφιά της αβεβαιότητας.

Αν η πολιτική είχε κβαντικές διαστάσεις και οι προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής ήταν φαινόμενα της θεωρητικής φυσικής, τότε η Ζωή Κωνσταντοπούλου θα μπορούσε να είναι η ενσάρκωση της Θεωρίας των Χορδών.  

Η Θεωρία των Χορδών προσπαθεί να ενώσει τη γενική σχετικότητα (εξουσία, δομή) με την κβαντομηχανική (χάος, πιθανότητες).

Στην πολιτική, αυτό ισοδυναμεί με την ένωση της κορυφής με τη βάση, του κράτους με την κοινωνία, της πράξης με την ιδεολογία.

Η Θεωρία των Χορδών μάς λέει ότι τα σωματίδια που νομίζαμε ως «σημεία» (όπως το ηλεκτρόνιο ή το κουάρκ) είναι στην πραγματικότητα μικροσκοπικές χορδές – τόσο μικρές που δεν μπορούμε να τις δούμε ούτε με τα σημερινά μέσα.

Το πώς πάλλεται κάθε χορδή (δηλαδή η συχνότητα και το μοτίβο της δόνησης) καθορίζει ποιο σωματίδιο «εμφανίζεται» στον κόσμο μας, δηλαδή η ίδια χορδή, αν δονείται αλλιώς, «γίνεται» ηλεκτρόνιο, φωτόνιο, γλουόνιο κτλ.

Η Κωνσταντοπούλου, πολιτικά, δεν λειτουργεί σε ένα μόνο επίπεδο. Είναι δικηγόρος, πολιτικός, θεσμική θεματοφύλακας, εξεγερσιακή φωνή, αντισυστημική ρητορική αλλά και θεσμική ακρίβεια — ταυτόχρονα. Οι «χορδές» της πολιτικής της προσωπικότητας δονούνται συνεχώς, δημιουργώντας νέες πολιτικές μορφές, ανάλογα με το πού και πώς παρατηρείται.

Όπως η Θεωρία των Χορδών λειτουργεί σε 10 ή 11 διαστάσεις, έτσι και η Κωνσταντοπούλου μοιάζει να δρα ταυτόχρονα εντός και εκτός πολιτικού κατεστημένου, να είναι θεσμική και ανυπάκουη, να υπερασπίζεται το σύνταγμα αλλά να το πολεμά όταν θεωρεί ότι προδίδεται.

Στη Θεωρία των Χορδών, όλα έχουν ένα συμμετρικό αντίστοιχο – κάθε μποζόνιο έχει το φερμιόνιό του, κάθε δύναμη τον φορέα της. Η πολιτική παρουσία της Κωνσταντοπούλου μοιάζει να ενσαρκώνει αυτή την υπερσυμμετρία. Για κάθε αυστηρό επιχείρημα, υπάρχει μια συναισθηματική κορύφωση. Για κάθε φωνή που επιμένει στους κανόνες, υπάρχει και μια κραυγή που αμφισβητεί το σύστημα που τους επιβάλλει.

Η ίδια είναι συχνά και η εξουσία και η αντιεξουσία. Σαν να είναι ταυτόχρονα σωματίδιο και αντισωματίδιο του πολιτικού σύμπαντος. Μπορεί να βρίσκεται εντός της αίθουσας του κοινοβουλίου και ταυτόχρονα να την αποδομεί με τη ρητορική της.

Η Θεωρία των Χορδών φιλοδοξεί να γίνει η ενιαία θεωρία των πάντων — μια μεταφυσική φιλοδοξία των φυσικών να κατανοήσουν πλήρως το σύμπαν. Αντίστοιχα, η Κωνσταντοπούλου μοιάζει να βλέπει τον εαυτό της ως εκείνον τον πολιτικό φορέα που μπορεί να ενώσει την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, το δίκαιο και την κοινωνία, σε ένα ενιαίο σχήμα. Μια προσωπική κοσμοθεωρία, που δεν επιδέχεται συμβιβασμούς, όπου όλα είναι συνδεδεμένα με το νήμα της δικής της ερμηνείας των πραγμάτων.

Αυτή η «ενότητα» μπορεί να μοιάζει απολυταρχική για κάποιους και λυτρωτική για άλλους. Όπως και στη Θεωρία των Χορδών, το ερώτημα παραμένει: είναι απλώς μια ιδέα, ή μπορεί να εφαρμοστεί στην πραγματικότητα;

Η Κωνσταντοπούλου, όπως μια χορδή που αρνείται να ευθυγραμμιστεί με την ευκλείδεια πραγματικότητα, έχει την πολιτική τάση να εκτείνεται πέρα από το προβλέψιμο. Δεν αποδέχεται την πολιτική συμβατικότητα, δεν δέχεται τις βεβαιότητες του συστήματος, και γι’ αυτό πολλοί τη θεωρούν «δύσκολη». Όμως, όπως η θεωρία των χορδών, η οποία απορρίφθηκε και επανήλθε, έτσι και η Κωνσταντοπούλου κινείται κυκλικά μέσα στον πολιτικό χρόνο — εξαφανίζεται από τα κεντρικά κανάλια, αλλά δεν εξαφανίζεται από τη θεωρητική συζήτηση.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν είναι ένα «πολιτικό σωματίδιο» που μπορούμε εύκολα να κατατάξουμε. Είναι μια δονητική οντότητα, μια πολιτική θεωρία από μόνη της — σύνθετη, πολυδιάστατη, απαιτητική. Όπως και η Θεωρία των Χορδών, η παρουσία της προκαλεί διαφωνίες, συναρπάζει ή ενοχλεί, αλλά ποτέ δεν περνά απαρατήρητη. Κι αν η επιστήμη δεν έχει ακόμα αποδείξει αν η θεωρία των χορδών είναι αληθινή, η Ζωή έχει ήδη αποδείξει ότι, πολιτικά, υπάρχει – και ακούγεται.