Του Φάνη Ζουρόπουλου*
Στις 3 Οκτωβρίου του 1943 ήρθε στην Πάτρα το 749 Σύνταγμα πεζικού της Βέρμαχτ για να αντικαταστήσει την 1η Μεραρχία τεθωρακισμένων και να οργανώσει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των Ανταρτών, με διοικητή τον 39χρονο Γιούλιους Βόλφιγκερ (Julius Wolfinger).
Η πρώτη διαταγή που δόθηκε στον Βόλφιγκερ ήταν να κρατήσει το 2ο τάγμα του 749 στην Πάτρα και να διασπάσει τα υπόλοιπα στο Αίγιο(τοΙ) και στο Ξυλόκαστρο (το III).
Διοικητής του Α’ τάγματος του 749/Σ που εγκαταστάθηκε στο Αίγιο ήταν ο ταγματάρχης Χάνς Έμπεσμπεργκ (Hans Eberberger) 41 ετών που καταγόταν από τη Νυρεμβέργη αλλά είχε γεννηθεί στην πόλη Τορεόν του Μεξικού από Γερμανούς γονείς και το πλήρες όνομά του ήταν Hans Francisco Javie Pablo Eberberger. Από την Νυρεμβέργη καταγόταν και ο συνταγματάρχης Βολφίνγκερ. Στο Ι τάγμα του 749 ανήκαν 5 λόχοι, διοικητής του 5ου Λόχου ήταν ο Λοχαγός Ότο Χάνς Σόμπερ που είχε γεννηθεί στις 17 Ιουλίου του 1912 στο Schipkah, ένα μικρό χωριό ανατολικά της Δρέσδης. Στο λόχο του Σόμπερ ανήκε οργανικά και ο 29χρονος αρχιακροβολιστής Μαξ Κόντραντ Ντόνερ (Max Konrad Dohnert) περισσότερο γνωστός στην Αιγιάλεια ακόμα και σήμερα σαν Τένερ, θεωρούμενος μέχρι πριν κάποια χρόνια σαν ο πυράρχης του εκτελεστικού αποσπάσματος, που είχε αποσπασθεί στο επιτελείο του Έμπεσμπεργκ σαν υπεύθυνος πληροφοριών και αντικατασκοπίας γιατί γνώριζε άριστα Ελληνικά που είχε διδαχθεί στο Γερμανικό Γυμνάσιο που είχε φοιτήσει. Μαζί του, στο στενό κύκλο του Έμπεσμπεργκ υπηρετούσε και ο υπαξιωματικός της μυστικής υπηρεσίας του Στρατού (G.F.P.) Ρόλφ Μπουσέ (Rolf Busse) τον οποίο ο Τένερ χρησιμοποιούσε σαν γραμματέα στις ανακρίσεις.
Ο 5ος λόχος του 749/Σ και ο λοχαγός Σόμπερ έμελλε να είναι τα τραγικά πρόσωπα που η αιχμαλωσία τους στις 17 Οκτωβρίου στην Κερπινή και η εκτέλεσή τους 50 ημέρες μετά, στις 7 Δεκεμβρίου στη θέση Μαγείρου της περιοχής Μάζι στους πρόποδες του Χελμού για πολλούς εθεωρείτο και η αιτία του Καλαβρυτινού ολοκαυτώματος σαν αντίποινα των Γερμανών. Τα πράγμα όμως δεν είναι έτσι…
Ο Λοχαγός Σόμπερ που ξεκίνησε χαράματα της 16ης Οκτωβρίου με τους 97 άνδρες του 5ου λόχου για αναγνωριστική αποστολή από το Αίγιο για τα Καλάβρυτα, απ’ όπου ουδέποτε γύρισε, ήταν γιος ενός εργάτη ανθρακωρυχείων του Μπράουν. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Schipkan εκπαιδεύτηκε σαν μηχανικός αυτοκινήτων και το 1931 ύστερα από αίτηση του κατετάγη σαν επαγγελματίας στρατιώτης στον Γερμανικό Στρατό. Ήταν αθλητής, ρωμαλέος ιππέας και ποδοσφαιριστής, έξυπνος και φιλόδοξος και παρ’ ότι δεν διέθετε την απαραίτητη εκπαίδευση έγινε υπαξιωματικός και αργότερα, το 1941 αξιωματικός. Στις 6 Αυγούστου αρραβωνιάστηκε αλλά δεν πρόλαβε να γυρίσει σπίτι με την μέλλουσα γυναίκα του γιατί πήρε διαταγή να γυρίσει στη μονάδα του. Μπήκε με τους πρώτους Γερμανούς στην Πολωνία και αμέσως μετά στη Νορβηγία όπου κατά πάσα πιθανότητα γνώρισε και τον μετέπειτα διοικητή του στην 117 Μεραρχία Κυνηγών Κάρλ Φον Λε Σουϊρ. Στις 6 Απριλίου του 1941 πολέμησε στην επίθεση κατά της Ελλάδος, Μπήκε στην Αθήνα σαν κατακτητής, αμέσως μετά πήγε στην Κρήτη, γύρισε στην Γερμανία όπου έγινε ανθυπολοχαγός και ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1943 με την 117 Μεραρχία αφού έγινε λοχαγός. Στα στρατιωτικά του έγγραφα χαρακτηρίζεται «ικανός αξιωματικός, ειδικός σε επικίνδυνες αποστολές» γι’ αυτό και ο Έμπεσμπεργκ του αναθέτει την επιχείρηση κατασκοπίας και ανίχνευσης της περιοχής Καλαβρύτων που είχε ζητήσει ο αρχηγός της Μεραρχίας Λε Σουίρ, που είχε αρχίσει να σχεδιάζει την επιχείρηση Καλάβρυτα…
Επειδή το 1ο τάγμα του 749 είχε εγκατασταθεί στο Αίγιο στις 10 Οκτώβριου και δεν ήταν πανέτοιμο για την επιχείρηση ανίχνευσης που ζήτησε επειγόντως ο Λε Σουίρ, ο Σόμπερ αναγκάστηκε να ενισχύσει βιαστικά το λόχο του με άνδρες από τον Α’ λόχο και όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων από τα ονόματα των νεκρών και από τον 3ο λόχο. Επειδή η αποστολή του ήταν η κατασκοπία και η ανίχνευση των δρόμων δεν πήρα μαζί του βαρύ οπλισμό, πυροσωλήνες και βαριά πολυβόλα. Κάθε στρατιώτης είχε μαζί του εκτός από το όπλο του 100 σφαίρες και οι υπαξιωματικοί που είχαν αυτόματα 192 σφαίρες ο καθένας, ενώ κουβάλησαν και 8 ελαφριά πολυβόλα με 1500 σφαίρες το καθένα, για να είναι ευέλικτο το σχήμα. Ο Σόμπερ ζήτησε να πάρει μαζί του τον Τένερ για διερμηνεία, προκειμένου να κάνει ανακρίσεις στους κατοίκους, δύο ασυρμάτους και νοσοκόμο, αλλά ο Τένερ χρειαζόταν επειγόντως στο επιτελείο του Έμπεσμπεργκ, που στεγαζόταν στο 2ο όροφο στη διασταύρωση Μητροπόλεως και Αράτου και έτσι δεν πήγε μαζί του γλιτώνοντας από βέβαιο θάνατο, ενώ νοσοκόμος δεν βρέθηκε, ούτε δεύτερος ασύρματος… Ο εξοπλισμός του λόχου στάθηκε μοιραίος για το Σόμπερ και τους στρατιώτες του…
Μεσημέρι της 16ης Οκτωβρίου έφθασε στους Ρωγούς, τους προσπέρασε χωρίς αντίσταση και προχώρησε με σκοπό να φθάσει στην Κερπινή για να διανυκτερεύσει και την επομένη να προχωρήσει για τα Καλάβρυτα. Στις 3.30 το μεσημέρι ο λόχος βάδισε προς την Κερπινή στις πλαγιές της πεδιάδας, όπου δεν υπάρχει μέρος κάλυψης σε περίπτωση επίθεσης από ανατολικά, δηλαδή την περιοχή του Μ. Σπηλαίου. Στη βιασύνη του να φθάσει στα υψώματα ο Σόμπερ παραβίασε βασικούς κανόνες και οδήγησε τους άνδρες του στην «φάκα» που είχε στήσει το Ανεξάρτητο τάγμα Καλαβρύτων με επικεφαλής τους Νίκο Μουτούση αξιωματικό του ελληνικού στρατού, Σφακιανό (Αρετάκης), Γιάννη Κατσικόπουλο (Βελιά), Νικολόπουλο (Νικήτα) με 200 άνδρες, που άρχισαν στις 16.45΄, ακριβώς την ώρα που σουρούπωνε να ρίχνουν στους Γερμανούς από τρεις μεριές, καθηλώνοντάς τους στη χαράδρα. Εκεί έμειναν όλη νύχτα και την επομένη το πρωί ανέβηκαν δυτικά της Κερπινής και έφθασαν κοντά στη διαφυγή προς Δίγελα, αλλά τους τελείωσαν τα πυρομαχικά και στις 6 το απόγευμα της 17ης Οκτωβρίου ο Σόμπερ και ο λόχος του παραδόθηκαν στο Ανεξάρτητο τάγμα των Καλαβρύτων αφού είχαν 4 νεκρούς. 12 στρατιώτες κατόρθωσαν να φύγουν και κρυμμένοι στη βαθιά βλάστηση να γυρίσουν στο Αίγιο.
Ο Χάνς Σόμπερ και οι 82 Γερμανοί στρατιώτες του δεν ξαναγύρισαν ποτέ στο Αίγιο, ούτε στη Γερμανία… Τα πτώματά τους βρέθηκαν στις 12 Δεκεμβρίου στο βάραθρο του Μάζι, εκτός από τρεις που γλίτωσαν, εκ των οποίων ζει ακόμα ένας στην Αλσατία, ο Ροζέ Βαλτέρ, με τον οποίο περπατήσαμε και πάλι τη διαδρομή του λόχου του Σόμπερ το 1989.
Οι υπόλοιποι απόμαχοι της 117 που ζουν ακόμα στην Αυστρία και τη Γερμανία καταλογίζουν ευθύνες στο Σόμπερ για την τακτική που ακολούθησε στην μοιραία πορεία του 5ου λόχου και τον κατηγορούν για «σφάλματα τακτικής»…
Η τύχη των αιχμαλώτων έκανε πιο φανατικό εναντίον των ανταρτών τον Έμπεσμπεργκ που αφοσιώθηκε πλέον για να εκδικηθεί στην ετοιμασία της «επιχείρησης Καλάβρυτα». Ολόκληρο το τάγμα του πήρε μέρος με επικεφαλής τον ίδιο στην επιχείρηση και μάλιστα μετά τον τραυματισμό του Συνταγματάρχη Γιούλιος Βόλφινγκερ ο Έμπεσμπεργκ ανέλαβε την αρχηγία της, διεκπεραιώνοντας στο ακέραιο τις διαταγές του στρατηγού Λε Σουίρ. Είναι ο άνθρωπος που οργάνωσε και εξετέλεσε όλο το παρασκήνιο της μεγάλης σφαγής και αυτός που έκανε την αναφορά στον Λε Σουίρ για τα αποτελέσματά της. Με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες έδωσε σε σκληρή ναζιστική γλώσσα όλες τις ενέργειες και τον απολογισμό των ομαδικών θανάτων, των καταστροφών, της λεηλασίας και της πυρπόλησης δεκάδων χωριών από την αδίστακτη ομάδα δολοφόνων που έστειλε ο Λε Σουίρ, αλλά και από το σύνολο της Βέρμαχτ, του τακτικού δηλαδή Γερμανικού Στρατού που χρεώνεται αδιαμφισβήτητα το μεγάλο έγκλημα. Μετά την επιστροφή του από τα Καλάβρυτα ο Έμπεσμπεργκ επιχείρησε να επαναλάβει το ολοκαύτωμα στο Αίγιο που γλίτωσε από μια σειρά γεγονότα που έχουμε περιγράψει σε άλλα δημοσιεύματα, μεγάλης ιστορικής αξίας για την περιοχή μας.
Ο ταγματάρχης Έμπεσμπεργκ έφυγε από το Αίγιο το καλοκαίρι του 1944, μετατέθηκε κατευθείαν στο Ρωσικό μέτωπο όπου σκοτώθηκε σε μάχη με τα Ρωσικά στρατεύματα, όπως αναφέρεται σε στρατιωτικά έγγραφα. Το πτώμα του πάντως δεν βρέθηκε ποτέ και συμπεριλαμβάνεται στους «εξαφανισθέντες νεκρούς».
Ο Έμπεσμπεργκ είναι μαζί με τον Λε Σουίρ ο κύριος υπεύθυνος της αιματοχυσίας. Και οι δυο τους σχεδίασαν και επέβλεψαν το στυγερό έγκλημα. Ούτε ο στρατηγός Λε Σουίρ λογοδότησε ποτέ για το έγκλημα, μιας και είχε και αυτός την ίδια τύχη με τον υφιστάμενό του. Μετά την Ελλάδα η Μεραρχία του στάλθηκε στη Ρωσία και ο «μεγάλος στρατηγός των βουνών» όπως αποκαλούν ακόμα και σήμερα οι επιζώντες στρατιώτες του τον Καρλ Φον Λε Σουίρ, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Ρώσους την τελευταία ακριβώς ημέρα του πολέμου 8 Μαΐου 1945, την στιγμή που προσπαθούσε να συντονίσει την επιστροφή των Γερμανικών δυνάμεων στη Γερμανία. Κλείστηκε για 10 χρόνια σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Στάλινγκραντ όπου και πέθανε στις 18 Ιουνίου 1954 από καρδιά.
Ποιος ήταν όμως ο «μεγάλος αυτός στρατηγός» όπως τον αποκαλούν οι Γερμανοί παλαίμαχοι, που ακόμα και σήμερα μιλούν με θαυμασμό για την προσωπικότητά του και μάλιστα του έχουν στήσει και ανδριάντα στο χωριό του; Ποιος ήταν ο στρατηγός που σχεδίασε και εξετέλεσε χιλιάδες αμάχους σε αντίποινα, κατέστρεψε χιλιάδες χωριά και πόλεις και διέπραξε στυγερά εγκλήματα έξω τελείως από τη λογική της τακτικής των πολέμων, υπακούοντας στη παράλογη λογική της ναζιστικής ιδεολογίας;
Ο Καρλ Φον Λε Σουίρ γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1898 στο Untezvossen ένα ειδυλλιακό μέρος στο πολυτελές χειμερινό θέρετρο Reitimwink στα σύνορα Γερμανίας –Αυστρίας κοντά στη λίμνη Chiemsee από όπου περνάει ο «βαυαρικός Αλπικός δρόμος». Οι γονείς του ήταν Γάλλοι Καλβινιστές που είχαν έρθει 150 χρόνια πριν στην περιοχή. Ο πατέρας του ήταν φημισμένος ζωγράφος και ο Καρλ μεγάλωσε σε ατμόσφαιρα βαριάς Βαυαρικής κουλτούρας αλλά και Αλπικού τοπίου όπου δεσπόζουν οι πανύψηλες κορφές των Βαυαρικών Άλπεων, που τον έσπρωξαν προς την στρατιωτική ζωή από μικρό.
Μετά το Γυμνάσιο που τελείωσε στο Untezwossen κατετάγη την 1-12-16, σε ηλικία 18 ετών στο στρατό και έγινε σημαιοφόρος στο φημισμένο Βασιλικό Βαυαρικό τεθωρακισμένο στράτευμα.
Πήρε μέρος στον πόλεμο κατά της Γαλλίας, έγινε ανθυπασπιστής και το 1918 ανθυπολοχαγός. Φοίτησε στην στρατιωτική ακαδημία του Μονάχου, με δάσκαλο τον μετέπειτα αρχιστράτηγο Άλφερντ Γιόντλ, και μετά την αποφοίτησή του ανέλαβε την αρχηγία του 61ου τάγματος τεθωρακισμένων. Πέρασε από πολλές θέσεις και το 1942 ετέθη επικεφαλής της 117 Μεραρχίας κυνηγών με ειδική εντολή να κρατήσει υπό έλεγχο την ορεινή κεντρική Πελοπόννησο κτυπώντας τους αντάρτες και εμποδίζοντας την επέμβαση συμμαχικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο, όπως φοβόνταν οι Γερμανοί. Σ’αυτό βοήθησε η καταγωγή του, γιατί ο προπάππος του Βίλχεμ Λε Σουίρ ήταν αξιωματικός του Βασιλιά Όθωνα και μάλιστα έγινε υπουργός Στρατιωτικών στην πρώτη κυβέρνηση του 1833 με σκοπό να εκπαιδεύσει τον πρώτο οργανωμένο ελληνικό στρατό. 110 χρόνια μετά ο εγγονός του έρχεται στην Ελλάδα με ένα διαφορετικό σκοπό: Σαν κατακτητής και μάλιστα εφαρμόζοντας μεθόδους που δεν είχαν καμία σχέση με την στρατιωτική ηθική, αλλά ήσαν απλές πράξεις δολοφονιών και καταστροφών…
Η 117 Μεραρχία με επικεφαλής τον Καρλ Φον Λε Σουίρ ήλθε στην Ελλάδα αφού πρώτα σκόρπισε τον τρόπο και έβαψε στο αίμα την Γιουγκοσλαβία πραγματοποιώντας σφαγές αμάχων και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα βουνά κατά των Παρτιζάνων του Τίτο. Η δύναμή της ήταν 70 αξιωματικοί, 485 υπαξιωματικοί και 2.596 στρατιώτες και μόλις έφτασε στην Αθήνα ετέθη υπό τις διαταγές του πτέραρχου Χέλμουτ Φέλμυ, στρατιωτικού διοικητή της Ελλάδος, ενός ανώτατου αξιωματικού που γεννήθηκε το 1885 στο Βερολίνο και ανήκε στη στρατιωτική ελίτ της ναζιστικής Γερμανίας. Ο Φέλμυ είναι ο αξιωματικός που κατέθεσε στεφάνι στην πλατεία Συντάγματος όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, μεγάλος φιλέλληνας και ο μοναδικός που δικάστηκε και καταδικάστηκε από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης σε 20 χρόνια κάθειρξη για τη σφαγή των Καλαβρύτων. Έμεινε 8 χρόνια στη φυλακή, αποφυλακίστηκε το 1953 και πέθανε λίγο αργότερα από φυσικό θάνατο.
Ο Λε Σουίρ συναντήθηκε με τον Φέλμυ στις 12 Απριλίου του 1943 στην Αθήνα και εκεί αποφασίστηκε ο διαμελισμός της 117 Μεραρχίας σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, εκεί εκτιμήθηκε η κατάσταση και εκεί ανέλαβε «εν λευκώ» ο Λε Σουίρ την αρχηγία των Γερμανικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Λίγο αργότερα οι πράκτορες του τον ενημέρωσαν για την κατάστασή στα βουνά της Πελοποννήσου, εκείνος ενημέρωσε στέλνοντας αναφορές στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση στο Βελιγράδι και αυτή με τη σειρά της το Βερολίνο το οποίο συνεκτιμώντας τις πληροφορίες για συμμαχική απόβαση στα δυτικά παράλια έδωσε την διαταγή για «ένα ισχυρό κτύπημα στο επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα της Πελοποννήσου».
Η διαταγή έφθασε μέσω του ίδιου δρόμου στο Λε Σουίρ με την εξουσιοδότηση να βρει αυτός τον τρόπο και το είδος του «κτυπήματος». Και αυτός αποφάσισε την «ισοπέδωση του Αιγίου και των Καλαβρύτων» από αέρος με παράλληλη εξόντωση των κατοίκων, μια διαταγή που στην πορεία άλλαξε και έγινε χερσαία επιχείρηση με την κωδική ονομασία «επιχείρηση Καλάβρυτα». Πρωταγωνιστής όλης της επιχείρησης ο στρατηγός Λε Σουίρ, δισέγγονος του ομώνυμου φιλέλληνα υπουργού Στρατιωτικών του Όθωνα, εθνικοσοσιαλιστής, φανατικός ναζί, εγκληματίας και δολοφόνος αμάχων. Εκτελεστικά όργανα, η ειδική ομάδα δολοφόνων που είχε ιδρύσει στη Μεραρχία του, όλος ο στρατός κατοχής της Βέρμαχτ με αγαστή συνεργασία Ελλήνων συνεργατών των κατακτητών και την υψηλή επίβλεψη των Βρετανών πρακτόρων της αντικατασκοπίας που έδρευαν στα βουνά της Πελοποννήσου…
Είδαμε μέχρι εδώ τους «ηθικούς» κατά κάποιο τρόπο αυτουργούς της «επιχείρησης Καλάβρυτα» και όλων των δεινών που επέφερε η 117 Μεραρχία κυνηγών στην κατάληξη της αιματοβαμμένης πορείας της στην Πελοπόννησο καθώς και την τύχη του 5ου λόχου του Ι τάγματος του 749 Συντάγματος της 117 Μεραρχίας, ένα σημαντικό γεγονός μεγάλης σημασίας για το κλίμα που διαμορφώθηκε κυρίως μετά την απελευθέρωση, αλλά και στην προσπάθεια ανάλυσης των τραγικών και μεγάλης ιστορικής σημασίας αυτών γεγονότων που άρχισε, τουλάχιστον στην περιοχή μας, μετά την μεταπολίτευση.
Στη συνέχεια του κειμένου μας θα δούμε τους φυσικούς αυτουργούς του δράματος , τους ανθρώπους που βούτηξαν τα χέρια τους στο αίμα αθώων Καλαβρυτινών και των δεκάδων άλλων δολοφονηθέντων στα υπόλοιπα χωριά της περιοχής μας. Θα δούμε τους εν ψυχρώ δολοφόνους της ομαδικής σφαγής, αυτούς που πάτησαν την σκανδάλη των πυροβόλων στο λόφο του Καπή, σύλησαν τα πτώματα αφαιρώντας ότι πολύτιμο είχαν επάνω τους, λεηλάτησαν και έκλεψαν τα σπίτια της πόλης, σκότωσαν εν ψυχρώ τους κατοίκους και έκαψαν δεκάδες χωριά στην επιστροφή τους προς το Αίγιο και την Πάτρα, χωρίς ποτέ και κανείς να λογοδοτήσει σε κανένα δικαστήριο και καμία δικαιοσύνη…
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των φρικιαστικών εγκλημάτων πραγματοποίησε ο 9ος λόχος του Ι τάγματος του 749 Συντάγματος που είχε επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Βίλαντ Ακαχούμπερ (Williband Akamhuber) μια εγκληματική φυσιογνωμία, φανατικό ναζί που είχε παρασημοφορηθεί από τον ίδιο τον Χίτλερ σαν «αγωνιστής της πρώτης γραμμής» για τις εγκληματικές του πράξεις εναντίον Εβραίων και κομμουνιστών στην προπολεμική Αυστρία. Τον λόχο του Ακαχούμπερ αποτελούσαν «εγκληματικά στοιχεία» όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της συγκρότησης του από τον ίδιο τον Λε Σουίρ, δηλαδή στρατιώτες που είχαν μαζέψει από τις φυλακές όπου εξέτιαν ποινές για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου και αφού τους εκπαίδευσε ο Ακαχούμπερ ο οποίος είχε περάσει όλη την εκπαίδευση των SS, ώστε να χρησιμοποιούνται σε «ειδικές αποστολές», δηλαδή δολοφονίες αμάχων, εκτελέσεις αντιποίνων, λεηλασίες, συλλήψεις και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.
Οι πρώτες «ανδραγαθίες» του λόχου Ακαχούμπερ έγιναν στη Σερβία κατά τη διέλευση της 117 Μεραρχίας προς το νότο, συνεχίστηκαν στην Ελλάδα και αμέσως μετά στο Ρωσικό μέτωπο όπου το μεγαλύτερο μέρος του λόχου ξεκληρίστηκε. Η ομάδα Ακαχούμπερ είχε εκτελέσει στη Σερβία στις πόλεις Κράγλεβο και Κραγκούγεβακ 2.300 πολίτες, που η θανάτωσή τους διήρκησε σύμφωνα με ημερήσια διαταγή «7 ολόκληρες ώρες»…
Τον Σεπτέμβριο ο Ακαχούμπερ με διαταγή του Λε Σουίρ ανέλαβε εν λευκώ αρχηγία του λόχου των δολοφόνων με αποκλειστική εντολή την εκτέλεση ομήρων και «μάλιστα την ολοκλήρωση των εκτελέσεων» όπως αναφέρει ρητά η διαταγή, δηλαδή την χαριστική βολή… Ο «μεγάλος στρατηγός» είχε προβλέψει όλες τις λεπτομέρειες του εγκλήματος…
Ο λόχος Ακαχούμπερ ανέβηκε στα Καλάβρυτα με το τάγμα του Έμπεσμπεργκ και τέθηκε υπό τις διαταγές του, έστησε τα πυροβόλα στου Καπή, εκτέλεσε τους Καλαβρυτινούς, πλιατσικολόγησε τα πτώματα, έκαψε χωριά, λεηλάτησε περιουσίες, επέστρεψε στο Αίγιο και στην Πάτρα και συνέχισε την εγκληματική του δράση σε όλη τη διάρκεια της παραμονής της 117 Μεραρχίας στην Ελλάδα. Το ίδιο έκανε και στο λόφο του Καπή στις 13/12/1943 με ωμή βία, κτηνωδία, πρωτοφανή αγριότητα. Ο ψυχρός δολοφόνος Ακαχούμπερ, αυτό το βουτηγμένο στη ναζιστική ιδεολογία κτήνος, γύρισε σώος μετά τον πόλεμο στην Γερμανία, δεν ενοχλήθηκε από καμιά δικαιοσύνη, συμμετείχε μάλιστα στη Λέσχη των απομάχων της 117 Μεραρχίας που καταθέτουν στεφάνια στο μνημείο των νεκρών τους και διοργανώνουν συνεστιάσεις… Πέθανε από καρκίνο το 1967 στη Βιέννη. Ένας άλλος Γερμανός , μέλος του εκτελεστικού αποσπάσματος μόλις γύρισε στη Γερμανία, τρελάθηκε και κλείστηκε σε ψυχιατρείο όπου πέθανε, ενώ αρκετοί ακόμα άνδρες της ομάδας Ακαχούμπερ, άλλαξαν ονόματα και χάθηκαν μέσα στο χάος της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ο Κόντραντ Ντόνερτ έζησε κανονικά στην Αυστρία και την Γερμανία, υπηρέτησε για λίγο στην Αστυνομία και πέθανε στη Δρέσδη όπου υπάρχει και ο τάφος του.
Ο Franz Juhhe που αντικατέστησε τον Έμπεσμπεργκ στη θέση του Διοικητή του 1ου τάγματος του 749 (και ευθύνεται για τον αποκλεισμό του Αιγίου τα Χριστούγεννα του 1943) ζούσε μέχρι το 1974 στο Μόναχο, ενώ όλοι οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί που συμμετείχαν στην επιχείρηση και γλίτωσαν τη ζωή τους στο Ρωσικό μέτωπο δεν κληθήκαν από κανένα δικαστήριο να καταθέσουν. Εκτός από τη Δίκη της Νυρεμβέργης που καταδίκασε τον πτέραρχο Χέλμουτ Φέλμυ στρατιωτικό διοικητή Ελλάδος σε 20 χρόνια για τη δολοφονία των Καλαβρυτινών (που αμνηστεύτηκε το 1953) 30 χρόνια μετά το έγκλημα, τον Οκτώβριο του 1973, η Εισαγγελία της πόλης Bochum άνοιξε το φάκελο Καλάβρυτα και κάλεσε σε απολογία όσους απόμαχους μπόρεσε να εντοπίσει κυρίως επιζώντες στρατιώτες και υπαξιωματικούς , όπως τους Johann Wieser, Oho Hofman, τον μετέπετα διοικητή του 1ου τάγματος Juhhe κ.α.
Μετά από ένα χρόνο ο δημόσιος κατήγορος του Μπόχουμ έθεσε το φάκελο της δολοφονικής ενέργειας των Καλαβρύτων στο αρχείο «διότι οι κατονομαζόμενοι κατηγορούμενοι δεν είχαν λάβει μέρος στην άγρια θανάτωση των θυμάτων» αλλά και διότι «αυτές είναι αδύνατον πλέον να εξακριβωθεί αν ήταν εγκλήματα πολέμου ή στρατιωτικές επιχειρήσεις…».
* Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι εκτελεστικός Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Τ. Πρόεδρος της Ένωσης Επαρχιακού Τύπου.