Του Γ. Λακόπουλου
Να τα πάρουμε με τη σειρά. Από την επικαιρότητα της περασμένης Κυριακής- εφημερίδα: Real news-προέκυψε η πληροφορία ότι ο Σπύρος Σημίτης – αδελφός του πρώην Πρωθυπουργού- θεωρείται από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς, ως ύποπτος για διακίνηση μαύρου χρήματος προερχόμενου από δωροδοκίες, μέσω offshore εταιρείας με διαχειριστή τον ίδιο.
Ο ενδιαφερόμενος αντέδρασε αμέσως: «Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν και πάλι σε ορισμένα δημοσιεύματα, για διακίνηση χρήματος παράνομης προέλευσης που σχετίζονται με εμένα, είναι όπως ήδη είχα δηλώσει στις 3/7/2017 απαράδεκτοι, συκοφαντικοί και εξυπηρετούν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες. Οι οποιεσδήποτε ενδεχόμενες έρευνες θα το αποδείξουν».
Η συζήτηση θα σταματούσε σ’ αυτό το σημείο αν ο Κώστας Σημίτης, δεν έκανε μια απίστευτη δήλωση. «Πρόκειται για μια συκοφαντική εκστρατεία, η οποία θέλει να υπονομεύσει τη δημιουργία μιας νέας κεντροαριστερής παράταξης, αλλά δεν θα το πετύχει».
Οι πάντες μένουν άναυδοι. Με ποιο τρόπο ο Σπύρος Σημίτης και η έρευνα δραστηριοτήτων του από τη Δικαιοσύνη επηρεάζει «τη δημιουργία μιας νέας κεντροαριστερής παράταξης; Ούτε στέλεχος κανενός από τα κόμμα που εμπλέκονται υπήρξε ποτέ, ούτε τώρα έχει παρουσία με οποιονδήποτε τρόπο; Γιατί μια νόμιμη εισαγγελική λειτουργία που φέρνει στη δημοσιότητα μια εφημερίδα έχει επίπτωση σε μια παράταξη στην οποία δεν ανήκει;
Για την κοινή λογική το πρώτο ερώτημα που αναδύεται από τα «ορισμένα δημοσιεύματα» δεν αφορά την ενοχή ή όχι του αδελφού Σημίτη. Είναι αν πράγματι ερευνάται από την αρμόδια δικαστική αρχή ως ύποπτος για όσα αναφέρονται. Ύποπτος, όχι ένοχος. Αν πράγματι υπαρχει επίσημο αίτημα να ανοίξουν λογαριασμοί του στην Ελβετία, που είναι το πρόβλημα; Τα «δημοσιεύματα», απλώς κατέγραψαν την αλήθεια: ερευνάται.
Αν δεν υπάρχει τέτοιο θέμα στην Εισαγγελία τότε ο άνθρωπος συκοφαντείται δια του Τύπου και πρέπει να αποκατασταθεί. Αλλά σ’ αυτό δεν απαντούν ούτε ο ένας αδελφός ούτε ο άλλος. Υπάρχει ή δεν υπάρχει έρευνα; Και αν υπάρχει το πρόβλημα γι’ αυτούς είναι το αντικείμενό της ή η αποκάλυψή της; Αν δεν υπάρχει γιατί δεν το διαψεύδουν;
Ο Σπύρος Σημίτης είναι ιδιώτης και ασφαλώς η αντίδρασή του δεν τίθεται υπό κρίση. Δεν ισχύει το ίδιο για τον πρώην Πρωθυπουργό. Η δήλωσή του φέρνει ξανά στο προσκήνιο μια παλιά προβληματική κατάσταση του δημοσίου βίου: το κόμμα-λημέρι. Για την ακρίβεια την εποχή που το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ λειτουργούσαν σαν άντρα προστασίας των στελεχών τους.
Όποιος ήταν ύποπτος για παρανομίες επικαλούνταν την κομματική του ιδιότητα ως λόγο να μην τον αγγίξει κανεις. Ήταν σαν να αγγίζει το κόμμα. Π.χ. αν ο εισαγγελέας τολμούσε να αρχίσει μια έρευνα τον έριχναν στην πυρά- ότι τάχα «ποινικοποιείται η πολιτική ζωή».
Έτσι ορισμένα κομματικά στελέχη δρούσαν σαν τον Λήσταρχο Νταβέλη: έβγαιναν από το κρησφύγετο, λεηλατούσαν και γύριζαν πίσω στο λημέρι τους, όπου κανείς δεν μπορούσε να τους πλησιάσει. Το κόμμα προσέφερε κάλυψη απέναντι στο νόμο και την κοινωνία. Ήταν η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που εξάγνιζε.
Αυτό το σύστημα ανατίναξε ο Θ. Τσουκάτος όταν αντί να φωνάζει για «πολιτική δίωξη κατά του ΠΑΣΟΚ» στο πρόσωπό του, δέχθηκε ευθέως ότι παρέλαβε το έμβασμα Χριστοφοράκου για το ταμείο του κόμματος. Του οποίου πρόεδρος ήταν τότε ο Κ. Σημίτης που δεν εξήγησε ποτέ γιατί ο ισχυρός άνδρας της Ζήμενς ενίσχυε το κομματικό ταμείο του.
Η δικαστική υπόθεση του Σπύρου Σημίτη δεν αφορά κανένα κόμμα, ούτε τη πολιτική. Είναι φυσικό πρόσωπο και έχει τον τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Έτσι λειτουργεί στις Δημοκρατίες η Δικαιοσύνη. Αν έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα να την καταθέσει.
Η ιδέα του πρώην Πρωθυπουργού να τα συνδέσει την υπόθεση του αδελφού του με τη «νέα κεντροαριστερά» δεν είναι καθόλου καλή. Είναι σα να προσπαθεί να του προσφέρει μια προστασία για την οποία δεν εχει καμιά εξουσιοδότηση από κανένα και προφανώς δεν χρειάζεται.
Για ποιο λόγο η «νέα κεντροαριστερά» θα εμπλακεί σε μια υπόθεση ιδιώτη; Ευλόγως προεξοφλεί την απαλλαγή του αδελφού του. Αλλά είναι παράδοξο ότι πολιτικοποιεί το θέμα. Είναι εκτός των άλλων και ένας τρόπος παρέμβασης στη Δικαιοσύνης- αλλά και στη λειτουργία του Τύπου. Λίγο ανορθόδοξο για τον πάλαι ποτέ «προφήτη του εκσυγχρονισμού».