Του Γ. Λακόπουλου
Η ομιλία του Κώστα Σημίτη στη Θεσσαλονίκη ήταν μία ακόμη εξοργιστική παρουσία -στο βαθμό που δεν μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και επιμένει να μιλάει επικριτικά για όλους τους άλλους.
Δεκαπέντε χρόνια από τότε που δεν πήγε ούτε καν στην κάλπη να δώσει λογαριασμό στη πολίτες για την εντολή που του έδωσαν- αλλά έστειλε άλλον να χάσει στη θέση του- και πάνω από μια δεκαετία από τότε που τον ξήλωσε ταπεινωτικά από το ΠΑΣΟΚ ο Γ. Παπανδρέου, δεν έχει βρει μια λέξη αυτοκριτικής για την διακυβέρνηση του. Έστω με περίσσευμα ψυχής.
Ούτε καν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη που του αναλογεί για τα ποινικά πεπραγμένα συνεργατών και υπουργών του. Προφανώς πιστεύει ότι “η Ελλάδα του χρωστάει”, όπως λένε οι αγιογράφοι του- είδος εν ανεπαρκεία κι αυτοί πλέον.
Αυτή τη φορά ο πρώην Πρωθυπουργός συμπλήρωσε την ανούσια έκθεση ιδεών για τις Ευρωεκλογές που έγραψε στην “Καθημερινή”, με μια ομιλία στην οποία περίσσευαν οι κοινοτοπίες, η υποκρισία και η κοντή μνήμη. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αρκετά για να δείξουν πώς αντιμετωπίζει τα πράγματα και τον εαυτό του.
Μετά από πολύμηνη σιωπή για το Μακεδονικό – και ίσως πιεζόμενος από όσα ζητούν από αυτόν δημοσίως οι ελάχιστοι που έχουν απομείνει να τον αντιμετωπίζουν με θετική διάθεση, όπως ο Μιχάλης Σταθόπουλος, ή ο Νίκος Αλιβιζάτος- είπε κάτι μισόλογα για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Τη βρίσκει “μη ικανοποιητική λύση”. Χωρίς ωστόσο να εξηγήσει τι θα ήταν ικανοποιητικό γι’ αυτόν.
Για όποιον δεν κατάλαβε: λέει ότι δεν τον ικανοποιεί η υλοποίηση της λύσης την οποία διαπραγματευόταν και ο ίδιος -στο βαθμό που του επέτρεπε ο Γ. Παπανδρέου να έχει λόγο στην εξωτερική πολιτική.
Επικρίνει την κυβέρνηση γιατί “δεν έκανε διάλογο ” -με την αντιπολίτευση που τον αρνούνταν επίμονα- για μια λύση που ήταν ήδη διαμορφωμένη από τη ΝΔ με τη σύμφωνη γνώμη του δικού του κόμματος που είχε τότε πρόεδρο τον Γ. Παπανδρέου.
Αντί να επικρίνει τον πρόεδρο της ΝΔ και τη Γεννηματά γιατί δεν στήριξαν την εθνική γραμμή που είχε ήδη διαμορφωθεί από δεκαετίας, επικρίνει τον Αλέξη Τσίπρα που την ολοκλήρωσε. Ότι θα έκλεινε εμμέσως το μάτι στον εθνικισμό – περί αυτού πρόκειται -δεν το περίμενε κανείς.
Εκεί που η υποκρισία Σημίτη χτυπάει κόκκινο είναι όταν μιλάει για …μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα. Το λέει αυτό ο Πρωθυπουργός που δεν έκανε καμία μεταρρύθμιση. Καμία. Όπως τα βρήκε τα πράγματα σε όλους τους τομείς έτσι τα άφησε-η χειρότερα. Στα εργασιακά, στην παιδεία, στην υγεία , στα…Ίμια.
Είναι ο Πρωθυπουργός που έδιωξε τον Τάσο Γιαννίτση από την κυβέρνηση, επειδή οι κομματικοί συνδικαλιστές δεν ήθελαν τη μεταρρύθμιση που πρότεινε στο ασφαλιστικό. Και είναι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ που το έκανε …ομοσπονδία -με ποσοστώσεις στα αξιώματα. Εκτός αν θεωρηθεί μεταρρύθμιση η διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες.
Η πώληση της Ιονικής Τράπεζας, το προϊόν της οποίας σκόρπισε τους πέντε ανέμους ο δικός του Στουρνάρας ως επικεφαλής της Εμπορικής. Ή τα… μετοχοδάνεια που έδιναν οι κρατικές τράπεζες με επίνευσή του- για να “παίξουν” οι πολίτες στο Χρηματιστήριο. Έλεος.
Ο Κώστας Σημίτης είναι σοβαρός άνθρωπος και ευπρεπής πολιτικός. Αλλά όπου έβαλε το χέρι του ως Πρωθυπουργός άφησε πίσω ερωτηματικά, κενά και ζημίες. Κάποιοι παραχαράσσουν τα γεγονότα για του αποδώσουν εύσημα. Π.χ. τον πιστώνουν με την ευρωπαϊκή ένταξη της Κύπρου που ήταν επιλογή των κυβερνήσεων της , με ομόθυμη στήριξη των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και κεντρικό χειριστή τον Γ. Παπανδρέου με τον Χάρη Παμπούκη και τον Νίκο Κοτζιάς δίπλα του.
Του αποδίδουν την πατρότητα της ένταξης στην ΟΝΕ. Όμως η επιλογή για ένταξη ανήκει στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου -που προέκυψε από τις εκλογές του 1993. Ο ίδιος παρέλαβε τη διαδικασία και το 1996 και την νόθευσε οδηγώντας στη χώρα στο Ευρώ με ξύλινα πόδια – και αυτό ήταν μια από τις αιτίες της μεταγενέστερης κρίσης.
Μια απλή ματιά στη σελίδα 54 του προσφάτου βιβλίου του Γερούν Ντάισελμπλουμ –Εκδόσεις Κέρκυρα- είναι αποκαλυπτική. Όπως αποκαλυπτικό ήταν αυτό που είπε πρόσφατα ο πρώην υπουργός του Στέφανος Τζουμάκας: ” Ο Σημίτης ήταν ο πρώτος Σόιμπλε”.
Ας μην ξεχνάμε. Μετά το 1985 η πανίσχυρη τότε διαπλοκή προσπάθησε να δημιουργήσει ένα μύθο για το πρόσωπο του Κώστα Σημίτη με σκοπό να τον κάνει πρωθυπουργό. Με τα χίλια ζόρια το κατάφερε και ανταμείφθηκε γι’ αυτό πλουσιοπάροχα. Αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε συντηρήσει αυτόν το μύθο και κατέρρευσε.
Σήμερα είναι ένα από τα πιο απαξιωμένα πρόσωπα το δημοσίου χώρου. Οι αμαρτίες των κυβερνήσεων του τον κυνηγούν μέχρι τα ανακριτικά γραφεία. Οι υπόγειες συμφωνίες του με την οικογένεια Παπανδρέου και συστήματα εκτός απολιτικής είναι κοινό μυστικό. Και τα πολιτικά τέκνα του κάνουν ουρά στην αυλή του νεομητσοτακισμού.
Ο ίδιος αντί να λειτουργήσει ως ταγός και να δει την πραγματικότητα, την παραμορφώνει και αβαντάρει τον Μητσοτάκη μιλώντας για “αρνητική εικόνα της χώρας” – κόντρα στην αντίθετη άποψη όλης της Ευρώπης. Κινδυνολογεί ότι θα χάσουν τα λεφτά τους οι καταθέτες και θεωρεί ότι τον διώκει ο ….”ακροδεξιός Παπαγγελόπουλος”, επειδή οι δικαστικοί λειτουργοί έκαναν το χρέος τους ερευνώντας μαρτυρίες για τις κυβερνήσεις του και τον ίδιο.
Βρίσκει ότι Ελλάδα “είναι ουραγός σε πολλούς τομείς στην Ευρώπη”, αλλά δεν ξέρει ότι δεν την έκανε ο Τσίπρας. Ζητάει να επέμβει ο εισαγγελέας για την εκτίμηση της ΝΔ το 2009 ότι το έλλειμμα ήταν 6% αλλά όχι για τα όργια των κυβερνήσεων του. Καταφεύγει στον Βαρουφάκη για να μειώσει τη σημερινή κυβέρνησης και δεν έχει να πει τίποτε κατά του Μητσοτάκη, αλλά έχει πολλά υπέρ της Φώφης.
Από ένα σημείο και πέρα δεν μπορεί να τον παρακολουθήσει κανείς. Ειδικά όταν δεν έχει κανένα δισταγμό να πει ότι η χώρα σήμερα μαστίζεται από τη διαφθορά. Σε αντίστιξη προφανώς με την διακυβέρνησή του.
Ό,τι και αν λέει ωστόσο ο πρώην Πρωθυπουργός, αντί για το φωτοστέφανο που επιδίωξε σε όλη τη ζωή του -με κάθε είδους συμβιβασμό- μένει με την πικρή γεύση ενός πρώην. Για τον οποίο πολλοί Έλληνες λένε αυτό που έλεγαν οι Αμερικανοί για τον Κάρτερ: “Καλύτερα να ήταν εξ αρχής πρώην”.