Η μάσκα του Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά και ο κίνδυνος να αποβεί μοιραίος Πρωθυπουργός

Του Γ. Λακόπουλου

Δεν ξέρουμε πώς μιλάει στους ξένους για τα ελληνοτουρκικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αλλά στο εσωτερικό μιλάει με μάσκα. Όχι αυτή -με το εθνόσημο -για τον κορονοϊό.

Μια αόρατη μάσκα που κρύβει τις προθέσεις του. Ειδικά αν, όπως του αποδίδεται, έχει κάνει συμφωνίες  κάτω από το τραπέζι με τον «διεθνή παράγοντα». «Με συμμάχους και φίλους» ακριβέστερα, που θα έλεγε ο Καραμανλής.

Να ανησυχούμε;  Σίγουρα. Ως τώρα ο Πρωθυπουργός έχει πει πράγματα που δείχνουν ότι βρίσκεται σε άλλο μήκος κύματος -ακόμη και από τον υπουργό Εξωτερικών του. Φυσικά και από τους προκατόχους τους.

Πλην Σημίτη βεβαίως του οποίου η ενασχόληση με τα ελληνοτουρκικά, με δεξί χέρι τον Γ.  Παπανδρέου -ή ως…δεξί χέρι του ο ίδιος- κληροδότησε στην ελληνική διπλωματία το γκριζάρισμα των Ιμίων και την  Συμφωνία της Μαδρίτης που αναγνώριζε «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο» και ζητούσε διευθέτηση «των διαφορών» τους με ειρηνικά μέσα».

Ήταν μια αναφορά που υπέρβαινε την πάγια ελληνική θέση για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Σημερινοί φιλοκυβερνητικοί παράγοντες, αλλά και κάποιοι Συριζαίοι, μιλούν τώρα για «μαξιμαλιστικές θέσεις της Ελλάδας». Εισηγούμενοι να βρούμε λύση «για να αποφύγουμε τον πόλεμο». Σα να τον επιδιώκει η Ελλάδα.  

Κατευνασμός και θολούρα

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρώτη συνάντηση του ως Πρωθυπουργός με τον Ερντογάν δεν έκανε καμιά αναφορά στην τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο. Στη δεύτερη μίλησε για «καλή διάθεση και από τις δυο πλευρές». Σα να έλειπε και από την Ελλάδα αυτή η διάθεση.

Ο κατευνασμός έγινε επίσημη ελληνική θέση και αυτό άνοιξε την όρεξη των Τούρκων για όσα ακολούθησαν και συνεχίζονται. Υπο την υποκριτική αντίρρηση Ευρωπαίων και Αμερικανών που απλώς θέλουν να «κλείσουν οι διαφορές με αμοιβαίες υποχωρήσεις».

Αλλά και ο σημερινός  Έλληνας Πρωθυπουργός μιλάει για «διαφορές» με την Τουρκία, με απόσταση από τη διατύπωση «μοναδική διαφορά» που χρησιμοποιεί ο Νίκος Δένδιας.

Επίσης αναφέρεται σε διαπραγμάτευση για τις «θαλάσσιες ζώνες», αφήνοντας -όπως τον «κάρφωσε επανειλημμένα ο Ν. Κοτζιάς- ανοιχτή την ερμηνεία ότι  προσφέρεται να συζητήσει την αιγιαλίτιδα ζώνη. Άλλωστε οι κυβερνητικές αναφορές στο εύρος των χωρικών υδάτων συγκρούονται.

Ακόμη πιο περίεργο είναι το σκεπτικό του όταν λέει ότι «αν δεν συμφωνήσουμε με την Τουρκία» – χωρίς να προσδιορίζει με ακρίβεια σε τι μπορεί να συμφωνήσουμε- έχουμε την προσφυγή στην  Χάγη.

Παραλείπει όμως ότι γι’ αυτό χρειάζεται συνυποσχετικό με την Τουρκία, η οποία δεν αναγνωρίζει τη Χάγη και δεν θα υπογράψει συνυποσχετικό, χωρίς ανταλλάγματα για την Ελλάδα.

 Ειδικά όταν ο πρωθυπουργός σπεύδει, ως μη όφειλε, να προεξοφλήσει ότι «η Χάγη δεν θα μας δικαιώσει κατά τα 100%» -κάτι που ακούγεται σαν οιονεί εκχώρηση από τον ίδιο στην Τουρκία ενός… ποσοστού δίκαιου.

Προβάλλει ως κορυφαίο διπλωματικό χειρισμό την συμφωνία της Ελλάδας με τη Αίγυπτο, που εξαιρεί το  σύμπλεγμα του Καστελόριζου και χλευάζει  στρουθοκαμηλικά  το «παράνομο σύμφωνο Τουρκίας- Λιβύης», που ωστόσο αποτελεί νόμιμο κείμενο και  ισχυρό όπλο της Άγκυρας. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απάντησε ποτέ στον απελθόντα ιέρακα Μ. Πομπέο που μίλησε για «περιορισμό του στρατιωτικού αποτυπώματος», υποδηλώνοντας την αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών. Η θολούρα μόνο υπέρ της Ελλάδας δεν αποβαίνει.

Η παγίδα αναθεώρησης της Λοζάνης

Αυτή την περίοδο έγκυρα διεθνή ΜΜΕ, που είναι βέβαιο ότι μιλούν και με τις δύο κυβερνήσεις, έχουν τίτλους για «διαφορές» και «διενέξεις στο Αιγαίο», που βαίνουν προς διευθέτηση.

Αλλά στο Αιγαίο, κατά την πάγια ελληνική θέση, δεν υπάρχουν «διενέξεις». Υπάρχουν επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Δεν υπάρχουν «διαφορές»,  αλλά οι εκκρεμότητες με την διευθέτηση της ΑΟΖ  και της υφαλοκρηπίδας. Και βέβαια υπάρχει η μόνιμη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών κανονισμών από την αεροπορία και το ναυτικό της Τουρκίας.

Για να επιμένουν τόσοι αναλυτές και τόσες κυβερνήσεις έχουν την  βεβαιότητα ότι η σημερινή ελληνική συναινεί σ’ αυτές τις διατυπώσεις. Πάντως δεν αντιδρά. Άλλωστε υπάρχουν και χειρότερες, με ελληνικές υπογραφές. 

Αν όμως αναγνωριστεί από ελληνικής πλευράς οποιοδήποτε διένεξη και οποιαδήποτε διαφορά χωρίς καν να προσδιορίζεται, αρχίζει η νομιμοποίηση της εμφανούς στρατηγικής επιδίωξης της Αγκύρας:  να αναθεωρηθεί η Συνθήκη της Λοζάνης. Το καθεστώς Ερντογάν την θεωρεί άκυρη και διακηρύσσει πως θα την «διορθώσει» με τη «Γαλάζια Πατρίδα».

Και ένας αρχάριος διπλωμάτης μπορεί να καταλάβει ότι η τουρκική στρατηγική δεν επιδιώκει άμεσα τον στόχο της: σε αυτό το στάδιο αρκείται στη «γκριζοποίηση» και άλλων περιοχών στο Αιγαίο και την «καταγραφή των διαφορών»-με απλή αναφορά τους από την πλευρά της Άγκυρας σε ένα τραπέζι διαλόγου.  Θα τις απορρίψει η ελληνική πλευρά, αλλά στο επόμενο στάδιο η συζήτηση θα ξεκινήσει από εκεί- με την προπαγάνδα ότι «η Ελλάδα δεν θέλει συνεννόηση».

Είναι πολλά για να κοιμάται ήσυχος κανείς με μια κυβέρνηση που έχει δυο διαφορετικά κέντρα χάραξης πολιτικής και δυο διαφορετικούς  διπλωματικούς χειρισμούς- με προσδοκία διαφορετικών αποτελεσμάτων. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η κυβέρνηση έχει δώσει δείγματα μυστικής διπλωματίας που αποκάλυψαν οι… Τούρκοι.

Κυρίως είναι κυβέρνηση ενός κόμματος με τρεις διαφορετικές γραμμές και αντίστοιχες συσπειρώσεις στο εσωτερικό του: Μητσοτάκης, Καραμανλής, Σαμαράς, λένε διαφορετικά πράγματα.

Για να ξέρουμε πού πάμε πρέπει να βγάλει τη μάσκα ο Πρωθυπουργός. Να πει την αλήθεια, όπως την βλέπει, και τι σημαίνει γι’ αυτόν η περιρρέουσα επιστροφή στο «μη πόλεμος».

Για να δούμε αν η δική του αλήθεια ταυτίζεται επακριβώς με την αλήθεια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας: «Δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτε και συζητάμε μόνο την τεχνική διευθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας: διακρατικά ή στη Χάγη».

Όποιος θέλει κάτι περισσότερο από την Ελλάδα δεν έχει παρά να το διεκδικήσει με την κήρυξη πολέμου σε μια χώρα του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης- που, αν μη τι άλλο, ξέρει να προστατεύει την κυριαρχία της.