Μπροστά στο ελληνικό Holodomor

Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει ένα αντίστοιχο πρόβλημα με εκείνο της Σοβιετικής Ένωσης της δεκαετίας του 1920 και της Κίνας του 1950: έχει πάρα πολύ υψηλή κατανάλωση και πάρα πολύ χαμηλή αποταμίευση και, ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις που είναι απαραίτητες για να βγει από την κρίση.

Των Κων. Γάτσιου και Δημ. Α. Ιωάννου*

Στην ιστορία του «εφαρμοσμένου σοσιαλισμού» τον 20ό αιώνα στη Σοβιετική Ένωση και την Kίνα υπάρχουν δύο εξαιρετικά μελανές σελίδες: πρόκειται για τη σιτοδεία και τον θάνατο εκατομμυρίων πολιτών από ασιτία. Στη μεν Σοβιετική Ένωση την περίοδο 1928-1933, με τη λεγόμενη «κολεκτιβοποίηση», στη δε Κίνα την περίοδο 1958-1962, με το εγχείρημα του «Μεγάλου Άλματος προς τα εμπρός».

Το κύριο χαρακτηριστικό από οικονομική άποψη και των δύο περιπτώσεων, το οποίο εξηγεί και την απώλεια δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπινων ζωών, ήταν η προσπάθεια να μειωθεί, με αυταρχικό και απότομο τρόπο, η κατανάλωση των πολιτών (που την αποτελούσαν -λόγω φτώχειας- κυρίως τρόφιμα) για να διοχετευθούν αυτά που θα εξοικονομούνταν σε επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας. Σε όρους Εθνικών Λογαριασμών, αυτό που συνέβη ήταν μία απότομη μείωση της κατανάλωσης, ως ποσοστού του ΑΕΠ, και μία αντίστοιχη αύξηση της αποταμίευσης, που έγινε στη συνέχεια επένδυση.

 

Θα αναρωτηθεί κανείς: τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά με την ελληνική οικονομία, σήμερα; Δυστυχώς έχουν μεγάλη σχέση κατά τούτο: Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει ένα αντίστοιχο πρόβλημα με εκείνο της Σοβιετικής Ένωσης της δεκαετίας του 1920 και της Κίνας του 1950: έχει πάρα πολύ υψηλή κατανάλωση και πάρα πολύ χαμηλή αποταμίευση και, ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις που είναι απαραίτητες για να βγει από την κρίση.

Η μόνη διαφορά είναι ότι στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει (ευτυχώς) ο δικτάτορας ο οποίος θα επέβαλε τη βίαιη μείωση της κατανάλωσης και την αύξηση της αποταμίευσης, με την παράλληλη διοχέτευσή της στις επενδύσεις που θα θεωρούσε επιθυμητές. Αυτό, όμως, δεν καταργεί το πρόβλημα. Αντίθετα μάλιστα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία δείχνει ότι δεν έχει διάθεση να το αντιληφθεί, μάλλον το καθιστά δυσκολότερο ως προς την επίλυσή του.

Η ασυμμετρία μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης ήταν, άλλωστε, και η εθνικολογιστική αιτία της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας: το 2010 η συνολική τελική κατανάλωση των ελληνικών νοικοκυριών και του Δημοσίου έφθανε στο 92% του ΑΕΠ, αφήνοντας για αποταμίευση μόνο το 8%. Την ίδια στιγμή, οι αντίστοιχοι μέσοι όροι της Ευρωζώνης ήταν 77,5% και 22,5%. Η αναλογία αυτή της Ευρωζώνης βρισκόταν εντός των ορίων που θεωρητικά επιτρέπουν την ομαλή λειτουργία μιας οικονομίας και τη διατήρησή της σε ρυθμούς μεσο-μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι το σύνολο της αποταμίευσης θα μετατρέπεται σε επένδυση – κάτι που δεν είναι πάντοτε εξασφαλισμένο και αυτονόητο. Από το 20% έως 25% του ΑΕΠ που αποταμιεύεται και πρέπει να επενδύεται, 10% με 12% αντικαθιστά τη φθορά και απαξίωση του ήδη επενδυμένου κεφαλαίου κατά το προηγούμενο έτος. Το δε υπόλοιπο αυξάνει την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας, δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και επιφέρει έτσι την αύξηση του συνολικού εισοδήματός της.

 Η κρίση στην οποία εισήλθε η χώρα μας προ επταετίας δεν ήταν παρά ο μόνος τρόπος τον οποίο γνωρίζουν οι απρόσωπες οικονομικές λειτουργίες για να διορθώνουν μια επιμένουσα ασυμμετρία στις λογιστικές ταυτότητες μιας οιασδήποτε εθνικής οικονομίας. Δυστυχώς, η ελληνική κοινωνία (των «ηγετικών» της τάξεων συμπεριλαμβανομένων) δεν μπόρεσε να το αντιληφθεί αυτό. Αντί να συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να αλλάξει τρόπο ζωής και να προσαρμόσει την κατανάλωσή της στις πραγματικές της δυνατότητες, επέλεξε να επιδοθεί σε σκιαμαχίες με φανταστικούς εχθρούς και να αναζητήσει εύκολες και ανώδυνες λύσεις μέσα από τη «διαπραγμάτευση» και τον «αντιμνημονιακό αγώνα». Το αποτέλεσμα; Σήμερα, έπειτα από επτά χρόνια πραγματικά «χαραμισμένης κρίσης», βρίσκεται σε κατάσταση που προοιωνίζεται ακόμη δυσκολότερες δοκιμασίες για το μέλλον. Τα δύο μεγάλα προβλήματά της, που είναι η εκτεταμένη ανεργία και η φυγή των νέων στο εξωτερικό -προβλήματα που οδηγούν όλο και βαθύτερα στην κοινωνική αποσύνθεση-, οφείλονται στην πλήρη έλλειψη επενδύσεων. Οι οποίες δυστυχώς δεν μπορούν να έλθουν από πουθενά. Διότι σήμερα, και πάλι, η ελληνική κοινωνία καταναλώνει το 90% του ΑΕΠ της και αποταμιεύει μόνο το 10%. Τη στιγμή που οι αντίστοιχοι μέσοι όροι της Ευρωζώνης είναι 75% και 25%. Δηλαδή, προκειμένου να αρχίσει η ελληνική οικονομία να δημιουργεί θέσεις εργασίας για να απασχολήσει τους ανέργους και να συγκρατήσει τους νέους από τη μετανάστευση, χρειάζεται ετησίως επενδύσεις περίπου 20 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα οποία, φυσικά, όλοι ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να μας δανείσει κανείς και ούτε πρόκειται να έρθουν να τα επενδύσουν οι ξένοι στην Ελλάδα, όσα ωραία λόγια και να πούμε περί «ξένων επενδύσεων».

Η σιτοδεία στη Σοβιετική Ένωση που προκάλεσε τον θάνατο εκατομμυρίων ατόμων από ασιτία ονομάστηκε Holodomor. Δυστυχώς, η χώρα μας σήμερα αντιμετωπίζει στα επόμενα χρόνια το φάσμα ενός δικού της Holodomor. Υπάρχουν, βέβαια, δύο μεγάλες διαφορές με την περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και της Κίνας: εκεί η μετατροπή της κατανάλωσης σε επένδυση έγινε βίαια και εξαιρετικά γρήγορα, λόγω της ύπαρξης ενός αυταρχικού δικτάτορα. Το ελληνικό Holodomor, αντιθέτως, μπορεί να είναι μακρύ και παρατεταμένο, με μία αργή και επώδυνη διαδικασία διάλυσης των κοινωνικών δομών, όχι λόγω μείωσης του ποσοστού της κατανάλωσης στο ΑΕΠ, αλλά, αντιθέτως, λόγω της συνέχισης της πρωτοκαθεδρίας του. Την οποία δεν επέβαλε κανένας δικτάτορας, αλλά, διαχρονικά, οι ίδιοι οι πολίτες και, φυσικά, οι ηγεσίες που ανέδειξαν, με τις επιλογές τους και τη στρουθοκαμηλική, αλλά και αυτοκαταστροφική, συμπεριφορά τους.

*Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής Οικονομικών και τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

*Ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ